Σε δις ισόβια για τα αδικήματα του φόνου και της διακεκριμένης ληστείας, καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κοζάνης, ο ειδικός φρουρός για τη δολοφονία του 52χρονου Κοσμά Τζέλιου, οδηγού ταξί, σε αγροτική περιοχή της Καστοριάς.
Το δικαστήριο μετά από τρεις συνεδριάσεις έκρινε ομόφωνα, ότι ο αστυνομικός είναι ένοχος για όλες τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δικαστές και ένορκοι δεν αναγνώρισαν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου, της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, καθώς και του μειωμένου καταλογισμού, στοιχεία που πρόβαλλε καθ’ όλη την διάρκεια της δίκης ο συνήγορος υπεράσπισης. Επίσης, ομόφωνα απέρριψε και το αίτημα της υπεράσπισης να ορισθούν εμπειρογνώμονες για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Τέλος, το δικαστήριο του επέβαλε συμπληρωματική ποινή 2,5 ετών, για το αδίκημα της ληστείας, της παράνομης χρήσης όπλου και σε χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για παρεπόμενες ποινές.
Στην απολογία του ο 29χρονος ειδικός φρουρός ήταν ψύχραιμος, μίλησε με λεπτομέρειες για την εμπλοκή του στην υπόθεση Μαζιώτη, πως πυροβόλησε, που τον τραυμάτισε και πως του πέρασε χειροπέδες, αλλά όταν έφτασε στην στιγμή του φόνου του οδηγού ταξί ισχυρίστηκε ότι δεν θυμάται, ούτε πόσες φορές τον πυροβόλησε με το όπλο του. Προκάλεσε εντύπωση και το γεγονός ότι δεν ανέφερε ούτε μια στιγμή ότι μετάνιωσε για την πράξη του, παρά μόνο ότι «έκανα μια απαράδεκτη ενέργεια». Ισχυρίστηκε, ότι δύο ώρες μετά το συμβάν «είχα αποφασίσει να παραδοθώ στην αστυνομία», αλλά στις επίμονες ερωτήσεις της εισαγγελέως της έδρας, γιατί δεν το έπραξε και μετέβη στο σημείο του εγκλήματος και όχι στο αστυνομικό τμήμα να παραδοθεί, ανέφερε ότι θα το έκανε αργότερα. Στην ερώτηση γιατί ενώ βρισκόταν αρκετές ώρες με τους συναδέλφους του στο αστυνομικό τμήμα δεν τους αποκάλυψε την πράξη του, παρά μόνο όταν του ανέφερε αξιωματικός ότι «τα ξέρουμε όλα», ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να δώσει πειστική απάντηση στο δικαστήριο.
Η αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας ήταν καταπέλτης για τον κατηγορούμενο, χαρακτήρισε την πράξη της ληστείας μετά φόνου,ως «άκρως ειδεχθές έγκλημα», απέρριψε κάθε είδους ελαφρυντικό στο πρόσωπό του, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «μόνο ο Θεός μπορεί μετά από αυτό το έγκλημα να συνηγορήσει στο πρότερο έντιμο βίο του». Κατέληξε, ότι διέπραξε το έγκλημα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και πρότεινε την ενοχή του.
Εκ μέρους της πολιτικής αγωγής ο συνήγορος μίλησε για «εκτέλεση από ένα ψυχρό δολοφόνο που δεν ήθελε να αφήσει κανένα περιθώριο στο θύμα του να ζήσει. Δεν τον τραυμάτισε, αλλά πυροβόλησε τέσσερις φορές από τα τρία μέτρα με το 45αρι που θεωρείται όπλο πολέμου τον άτυχο Κοσμά Τζέλιο. Το κίνητρο ήταν η ληστεία», τόνισε ο συνήγορος, υποστηρίζοντας ότι ο δράστης είχε πάθος με τα λεφτά. Στην αγόρευσή του αναφέρθηκε εκτενώς στην επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, ότι το έγκλημα έγινε υπό συνθήκες μειωμένου καταλογισμού και συνείδησης, επισημαίνοντας τη αντίφαση του κατηγορουμένου όπου περιέγραψε στο δικαστήριο με αναλυτικές λεπτομέρειες τα γεγονότα της συμπλοκής του με τον Μαζιώτη, ενώ για την δολοφονία του οδηγού ταξί στο δικαστήριο δεν θυμόταν τίποτα.
Ο συνήγορος υπεράσπισης μίλησε για «μειωμένο καταλογισμό του δράστη την ώρα του εγκλήματος», επικαλέστηκε τον πρότερο έντιμο βίο του, τα εύσημα και βραβεία που έλαβε για την σύλληψη Μαζιώτη, μίλησε για την καλή διαγωγή του κατά την κράτησή του στις φυλακές, την εργασία που προσφέρει τις σπουδές που κάνει και την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει.
Το έγκλημα έγινε το Φεβρουάριο του 2017, όταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο αστυνομικός πυροβόλησε τέσσερις φορές με το υπηρεσιακό του περίστροφο τον οδηγό ταξί, αφού τον είχε οδηγήσει σε αγρόκτημα που ανήκει στην οικογένειά του.
Άτομα που παρακολουθούσαν την ακροαματική διαδικασία, με το άκουσμα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου αποδοκίμασαν έντονα τον αστυνομικό ο οποίος εν συνεχεία μετήχθη από πρώην συναδέλφους του στις φυλακές.