Ενστάσεις για το νέο νόμο που αφορά τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης διατυπώνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Ο ΔΣΑ επισημαίνοντας ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας εκφράζει επιφυλάξεις ως προς συγκεκριμένες διατάξεις του επίμαχου νόμου . Οι παρατηρήσεις των δικηγόρων αφορούν τα ακόλουθα σημεία:

– Η εισαγωγή του θεσμού των Μονομελών Εφετείων είναι μια αρνητική εξέλιξη, που έχει επισημανθεί από όλες τις προηγηθείσες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές αφού παραγνωρίζει: α) την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής για τη λειτουργία των νέων τμημάτων Εφετείων, β) την ασφάλεια δικαίου, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τη διάσκεψη και την ανταλλαγή απόψεων στις πολυμελείς συνθέσεις των δικαστηρίων, οι οποίες ενισχύουν συγχρόνως το συναίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών στην ορθότητα της δικαιοδοτικής κρίσης, και γ) το ενδεχόμενο ευχερέστερης άσκησης αθέμιτων πιέσεων για τον επηρεασμό της κρίσης του ενός δικαστή σε σχέση με τη δυνατότητα αθέμιτου επηρεασμού της κρίσης τριών δικαστών.

– Η αύξηση της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου από 12.000 ευρώ που ήταν μέχρι σήμερα μέχρι του πόσου των 20.000 ευρώ σημαίνει πρακτικά ότι η πλειοψηφία των υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου θα υπαχθεί στα Ειρηνοδικεία με αποτέλεσμα τη γεωμετρική αύξηση της δικαστηριακής ύλης που θα πρέπει τα τελευταία να διεκπεραιώνουν. Αυτό, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την κοινή διαπίστωση ότι τα Ειρηνοδικεία είναι οι πλέον υποστελεχωμένες δικαστηριακές μονάδες, με τεράστιες ελλείψεις στις υποδομές και ειδικότερα στις αίθουσες και στη μηχανοργάνωση.

– Η θέσπιση της καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, ρύθμιση καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, είναι αμφίβολης συνταγματικότητας καθώς αποκλείει τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες από την δικαστική προστασία, αυξάνοντας αδικαιολόγητα τα δικαστικά έξοδα ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η άσκηση μίας απλής αναγνωριστικής αγωγής είναι αναγκαία απλώς και μόνο προκειμένου να εμποδιστεί η παραγραφή του δικαιώματος ή να αρθεί η υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του.

– Η κατάργηση της υποχρεωτικής απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς για υποθέσεις αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που επιδέχονται συμβιβασμού και η ρητή πρόβλεψη ότι οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται από την έναρξη της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης κρίνεται ορθή καθώς η μέχρι τούδε ισχύουσα ρύθμιση είχε αποτύχει στην πράξη, δεδομένου ότι ελάχιστες υποθέσεις έχουν επιλυθεί μέχρι σήμερα με κατάρτιση πρακτικών εξωδικαστικού συμβιβασμού.

«Όσο η Πολιτεία εθελοτυφλεί, αποφεύγοντας να επιλύσει τα πλέον σημαντικά και χρόνια προβλήματα της Δικαιοσύνης, δηλαδή τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνικές υποδομές και την εισαγωγή στην πράξη των νέων τεχνολογιών στις διαδικασίες των δικαστηρίων, όλα τα νομοθετήματα με τα οποία επιδιώκεται η επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης δεν θα έχουν παρά αποσπασματικό χαρακτήρα, αδυνατώντας να επιφέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα», αναφέρει ο πρόεδρος του ΔΣΑ Γιάννη Αδαμόπουλος σε μία πρώτη κριτική τοποθέτηση του νέου νομοθετήματος.