Ανατριχιάζουν οι καταθέσεις των τριών ανήλικων κορών του αστυνομικού της Βουλής που κατηγορείται ότι τις βίαζε συστηματικά από πολύ μικρή ηλικία, ενώ εξανάγκαζε και τον γιο του να κάνει το ίδιο.
Οι ανήλικες στις καταθέσεις τους δηλώνουν πως η σεξουαλική -και όχι μόνο- κακοποίηση ξεκίνησε από την Α’ ή Β’ Δημοτικού και πως μπορεί να συνέβαινε ακόμη και 3-4 φορές την εβδομάδα.
Η 9χρονη κόρη του ζευγαριού των αστυνομικών φέρεται να αναφέρει στην κατάθεσή της, σύμφωνα με το Mega και το «Live News»: «Όταν είχαμε πάει στο άλλο μας σπίτι στο χωριό, ο πατέρας μου μας έλεγε να κυκλοφορούμε γυμνοί στο σπίτι. Μας ανάγκαζε να κυκλοφορούμε χωρίς ρούχα στο σαλόνι. Ήταν πολύ βίαιος, φώναζε και μας χτυπούσε με τη μεταλλική του ράβδο.
Ο μπαμπάς μου τα έκανε όλα αυτά από τότε που ήμουν 7 ετών. Ήταν βίαιος με τραβούσε και με ανάγκαζε να κάνω πράγματα που δεν έπρεπε. Όλα αυτά γινόντουσαν στο σπίτι μας. Μία φορά ο μπαμπάς με είχε στο σαλόνι και η μαμά ήταν στο δωμάτιό της, δεν ήταν μπροστά, κοιμόταν. Συνήθως, κοιμόντουσαν και τα αδέρφια μου στα μέσα δωμάτια, τότε έμενα μόνη μαζί του».
Η 12χρονη κόρη του ζευγαριού δεν θυμάται ποια ήταν η πρώτη φορά που κακοποιήθηκε. «Θυμάμαι αυτό που γινόταν καθημερινά. Εμένα ξεκίνησε να με κακοποιεί από τη Β’ Δημοτικού, Α’ Δημοτικού, κάπου εκεί. Μας έπαιρνε στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν και οι άλλοι στο σπίτι, στα δωμάτιά τους, όταν το έκανε αυτό. Πολλές φορές μάς χτυπούσε με τα κλομπ.
Πάντα, όταν μας χτυπούσε ή γινόταν κάτι, έκανε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Μας έδινε ένα φιλί, μας έκανε μια αγκαλιά και τέλος. Ο μπαμπάς μάς έλεγε να μην κάνουμε παρέα με αγόρια. Εμείς είχαμε φίλους, αλλά δεν κάναμε τίποτα. Εκείνος μας έλεγε ότι πηγαίνουμε στα μπάνια και κάνουμε κάτι με τα αγόρια και μας ζητούσε να πούμε την αλήθεια, αλλιώς θα φάμε ξύλο. Εμείς λέγαμε την αλήθεια. Δεν είχαμε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο και ούτε θα κάναμε. Αλλά μετά αναγκαζόμασταν να λέμε ψέματα, γιατί δεν μας πίστευε και ξεκινούσε να μας χτυπάει. Πολλές φορές και σε εμένα και στη μαμά και στην αδελφή μου, μας έκαιγε με τον αναπτήρα στο στήθος.
Τώρα, αυτό το διάστημα, χτυπούσε τη μητέρα μου, γιατί έλεγε ότι έκανε κάτι με άλλους στο ψυχιατρείο. Η μαμά μου έκατσε 3-4 μήνες στο ψυχιατρείο. Της έριχνε κλοτσιές στα πόδια, τη χτυπούσε με το χέρι στο κεφάλι, την έσπρωχνε. Γενικά, όποτε έπιανε αυτό το θέμα για το ψυχιατρείο, την έσπρωχνε και την κλοτσούσε.
Ο πατέρας μου έχει φωνητικά και ηχογραφήσεις της μαμάς από τότε που παρακολουθούσε το κινητό της από μια εφαρμογή που την ξέρει ο αδελφός μου. Και ο αδελφός μου παρακολουθούσε τα κινητά, χωρίς να το ξέρει ο μπαμπάς. Τις έχει κρατημένες στον υπολογιστή του αδελφού μου και τις έβαζε να τις ακούει και τη χτυπούσε. Άκουγα διάφορα που της έλεγε. “Θα σε ξεκοιλιάσω, θα σου σπάσω όλα τα κόκαλα” και άκουγα και τη μαμά μου να φωνάζει, επειδή πονούσε.
Μια μέρα, δεν θυμάμαι πριν πόσα χρόνια, ήμασταν μόνοι στο σπίτι, παίζαμε και κάναμε μια ζημιά. Μας χύθηκαν οι καφέδες κάτω. Γύρισε ο πατέρας μας νωρίτερα στο σπίτι, τρέξαμε όλοι μέσα, μας είδε που τρέξαμε, είδε ότι ήταν όλα χυμένα κάτω και άρχισε να μας χτυπάει. Εμένα με έριξε κάτω και με πάταγε με το παπούτσι. Μου είχε γίνει μαύρο το μάτι και είχε πρηστεί όλο. Μας κλοτσούσε, μας τραβούσε από τα μαλλιά. Μετά πήγε στη δουλειά και όπως πάντα μετά, όταν γύριζε, ήταν σαν να μην είχε γίνει τίποτα».
Τέλος, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας αναφέρει ότι η κακοποίηση των παιδιών γινόταν ακόμα και 3-4 φορές την εβδομάδα. «Και στο χωριό μου είχε γίνει. Έχουμε σπίτι εκεί. Στη Μεσσηνία, κοντά στην Καλαμάτα. Είναι το χωριό του μπαμπά μου. Είχαμε πάει το καλοκαίρι και ξανά Σεπτέμβριο – Οκτώβριο. Τότε ήμασταν όλοι, ο μπαμπάς, τα αδέλφια μου κι εγώ, εκτός από τη μαμά. Κάποιες φορές έπαιρναν και τον αδελφό μας στην κρεβατοκάμαρα. Η μαμά τα γνώριζε αυτά. Τα συζητάγαμε και όλοι μαζί και δεν ήθελε καθόλου.
Στα κορίτσια γινόταν πολύ συχνά και πολλές φορές. Περίπου 3-4 φορές την εβδομάδα. Σε μένα άρχισε από μικρή ηλικία. Θυμάμαι ότι αυτό γινόταν απ’ όταν πήγαινα Α’ και Β’ Δημοτικού. Και ο αδελφός μου δεν ήθελε, αλλά ο πατέρας μου τον ανάγκαζε. Ο αδελφός μου τον φοβόταν πολύ. Η μαμά κάποιες φορές έλειπε και άλλες βρισκόταν μέσα στο σπίτι, αλλά δεν κοίταζε. Ο πατέρας μας μας έπαιρνε σε ένα δωμάτιο. Μας κλείδωνε. Αντιδρούσαμε κάποιες φορές. Εγώ συγκεκριμένα του είχα πει ότι δεν θέλω, αλλά με ανάγκαζε.
Με έβριζε και μου έριχνε σφαλιάρες φωνάζοντας πως αν δεν το κάνω «θα φάω ξύλο». Είχαμε συνέχεια τσακωμούς στο σπίτι. Ο πατέρας μου χτυπούσε και εμάς και τη μητέρα μας και αποφασίσαμε να το πούμε κάπου. Δεν μπορούσαμε να τα πούμε και σε κάποιον. Φοβόμασταν. Πέρυσι εγώ είχα πάει στον ψυχολόγο του σχολείου, αλλά δεν είπα κάτι γιατί φοβόμουν μην το πει στον μπαμπά και γίνει μετά χαμός. Γιατί η αδελφή μου είχε μιλήσει στις φίλες της στο δημοτικό, εκείνες το είπαν στις δασκάλες και οι δασκάλες στους γονείς μας και ο πατέρας μας τη χτύπησε. Και εμένα με έχει χτυπήσει ο μπαμπάς».