Στην ψυχική υγεία της συζύγου του απέδωσε τις καταγγελίες εναντίον του ο 45χρονος αστυνομικός που υπηρετούσε στη Βουλή και προφυλακίστηκε, κατηγορούμενος για βιασμό των ίδιων του των παιδιών.

Στην κατάθεσή του, η οποία διήρκεσε σχεδόν 5 ώρες και πραγματοποιήθηκε στην κλινική στην οποία νοσηλεύεται, ο 45χρονος φέρεται να ήταν ιδιαίτερα ψύχραιμος και να απέδωσε τις κατηγορίες εναντίον του στην ψυχική κατάσταση της γυναίκας του.

Όπως αναφέρει ο ΑΝΤ1, στην κατάθεσή του ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Πώς ένα πρόσωπο που δεν είναι απομονωμένο κοινωνικά, δεν είναι αδύναμο, αλλά αντίθετα είναι πρόσωπο το οποίο εργάζεται στην Ελληνική Αστυνομία, φέρεται να ομολογεί ότι έκανε κάποιες πράξεις υπό την απειλή ή την πίεση ή επειδή με φοβάται, ότι δεχόταν να κάνει αυτές τις πράξεις που καταγγέλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ποτέ κανείς να αντιληφθεί ή να υποψιαστεί τίποτα και χωρίς ποτέ να ενημερώσει οποιονδήποτε από το κοινωνικό ή επαγγελματικό της περιβάλλον;

Πώς είναι δυνατόν τα παιδιά μου να ζούνε σε μια κατάσταση στο σπίτι σαν αυτή που περιγράφει η μητέρα τους και να μην το έχει καταλάβει κανείς ή να μην το έχουν πει σε κάποιο συμμαθητή, φίλο, δάσκαλο ή σε κάποιο συγγενή; Όλα αυτά η σύζυγός μου τα κατήγγειλε, εξαιτίας των προβλημάτων ψυχικής φύσεως που αντιμετωπίζει εδώ και καιρό».

Είχε γίνει σειρά καταγγελιών που δεν εισακούστηκαν

Αντίθετα με όσα αναφέρει ο ίδιος για τη μη ύπαρξη καταγγελιών, πάντως, καταγγελίες φέρεται να είχαν υπάρξει και μάλιστα όχι λίγες. Το 2020, άνθρωποι από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών προσπάθησαν να κάνουν καταγγελία, όμως, τους σταμάτησαν. «Θα κάναμε καταγγελία στην Πρωτοβάθμια, αλλά μας σταμάτησαν από το Α.Τ. Μαρκοπούλου».

«Απευθυνθήκαμε στις υπηρεσίες τις κοινωνικές που πρέπει, δηλαδή, στη διεύθυνση την εκπαιδευτική, την Πρωτοβάθμια, στην επιθεώρηση και το ξεκινήσαμε να πάμε προς τα κάτω. Κάπου μαθεύτηκε ότι κάναμε αυτές τις κινήσεις, τους καλέσαμε και στο σχολείο να μας εξηγήσουν ότι κάτι συμβαίνει, πολύ υπερκινητικά τα παιδιά, τα σημάδια αυτά και τα λοιπά και μετά το πράγμα ψιλοαγρίεψε και μας απείλησε. Έμαθε ότι κάτι κάνουμε από τους αστυνομικούς, από κάποιους και μας πήραν από τα Μεσόγεια να σταματήσουμε όποια κίνηση».

«Δεχτήκαμε τις απειλές από τον γονιό και ξαφνικά από το πουθενά μάς πήραν τηλέφωνα από τα Μεσόγεια, από το Μαρκόπουλο, κάποιο αστυνομικό τμήμα της περιοχής εκεί και μας είπε σταματήστε ό,τι κάνετε, τις κινήσεις σας, γιατί το έχουμε αναλάβει εμείς. Αυτό έγινε πριν από 3 χρόνια». Την ίδια χρονιά είχε γίνει και η καταγγελία γειτόνισσας στο “Χαμόγελο του Παιδιού”».

«Κάλεσα το “Χαμόγελο του Παιδιού” και μου είπαν ότι επειδή δεν γνώριζα το όνομα να τους υποδείξω ποιος άνθρωπος ήταν αυτός, από ποια οικογένεια γινόταν, δεν μπορούσε η Εισαγγελία να βγάλει κάποια εντολή, να κάνει κάτι. Και τους εξήγησα ότι γίνονταν όλα αυτά που έδειχναν κακοποίηση παιδική και τους ρώτησα αν μπορεί η Αστυνομία, τώρα που συνέβη αυτό το περιστατικό και το παιδί έπεσε, να το ψάξει και να βρούμε. Μου είπαν ότι πρέπει να κάνετε καταγγελία με επώνυμο. Φοβήθηκα, να σας πω την αλήθεια. Η γειτονιά είχε βγάλει φήμη ότι ο αστυνομικός ήταν ένας άνθρωπος πολύ επικίνδυνος».

Και πάλι την ίδια χρονιά, υπήρξαν πληροφορίες για αναφορές στο Α.Τ. Νέου Κόσμου. «Είχαμε προσπαθήσει στο παρελθόν και λάβαμε την απάντηση ότι αν δεν γίνει επώνυμη καταγγελία και στην Αστυνομία, μάλιστα, δεν μπορούν να επέμβουν με κανέναν τρόπο».

Συγκεκριμένα, η μαρτυρία αναφέρει: «Πριν έναν χρόνο περίπου, ένα βράδυ ακούσαμε φωνές, βρισιές και θορύβους που παραπέμπουν σε ξυλοδαρμό. Από την πίσω πλευρά, από τον ακάλυπτο. Βγήκα στο μπαλκόνι στον ακάλυπτο, αλλά επειδή είναι μεγάλη η έκταση του χώρου, δεν μπορούσα να καταλάβω από ποιο διαμέρισμα ερχόταν. Τότε τον άκουσα να φωνάζει και να βρίζει το παιδάκι, το αγοράκι. Του μιλούσε τόσο χυδαία και το έβριζε, που δεν άντεξα και άρχισα να του φωνάζω: “Άσε το παιδί ήσυχο. Πώς μιλάς έτσι στο παιδί; Πατέρας είσαι εσύ; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!”».

Τότε βγήκε αυτός έξω και άρχισε να με βρίζει και να φωνάζει. Αμέσως κάλεσα την Αστυνομία, τους είπα τι συνέβη, ότι αυτός δέρνει τα παιδιά του και τη γυναίκα του και τους βρίζει και ότι έβρισε και εμένα. Από την Αστυνομία μού ζήτησαν να τους πω το όνομά του και την οδό όπου μένουν, αλλά εγώ δεν τον γνώριζα. Δεν ήξερα καν ότι είναι αστυνομικός. Η Αστυνομία δεν εμφανίστηκε ποτέ εκείνο το βράδυ. Αν ερχόταν, θα τον είχα καταγγείλει και ίσως είχαν γλιτώσει τα παιδιά. Πού να φανταστώ ότι γίνονταν όλα αυτά».