Εξηγήσεις ενώπιον της δικαιοσύνης δίνουν από το πρωί συνολικά έξι κατηγορούμενοι ως
μέλη του κυκλώματος εκβιαστών που δρούσε στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές, πουλώντας προστασία σε καταστήματα και ξενοδοχεία με το αζημίωτο. Μεταξύ των κατηγορουμένων που πέρασαν το κατώφλι της Ευελπίδων σήμερα είναι και τα φερόμενα ως αρχηγικά μέλη του κυκλώματος.

Κεντρικά πρόσωπα, σύμφωνα με την κατηγορία, είναι μια σαραντατριάχρονη, η αποκαλούμενη Νάνσυ, αλλά και ένας ακόμη άνδρας, στους οποίους αποδίδεται ηγετικός ρόλος στο κύκλωμα. Μάλιστα, η γυναίκα είναι η τελευταία που πέρασε το κατώφλι του ανακριτικού γραφείου μετά την ολοκλήρωση των απολογιών των συγκατηγορουμένων της.

Πληροφορίες αναφέρουν πως η σαραντατριάχρονη αρνείται τις κατηγορίες που της αποδίδουν, ισχυριζόμενη πως έκανε απλές «διευθετήσεις», βοηθώντας καταστηματάρχες να γλιτώσουν πρόστιμα και κυρώσεις για τυχόν παραβάσεις τους. Μάλιστα, για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της φέρεται να σημειώνει πως κανείς από τους επιχειρηματίες που η δικογραφία της προσάπτει ότι εκβίαζε δεν έχει στραφεί σε βάρος της.

Χθες, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, μετά τις απολογίες τους οδηγήθηκαν στη φυλακή δυο γυναίκες, δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ άλλοι έξι αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Και σήμερα η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί πολύ αργά το βράδυ, οπότε ανακριτής και εισαγγελέας θα αποφασίσουν για την περαιτέρω ποινική μεταχείριση των έξι κατηγορουμένων.

Το κουβάρι της υπόθεσης, σύμφωνα με πληροφορίες, άρχισε να ξετυλίγεται με αφορμή καταγγελία που έγινε στις αρμόδιες αρχές. Είναι ενδεικτική η φράση «η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο», που φέρεται να χρησιμοποίησε στην καταγγελία που έκανε πριν από μερικούς μήνες επιχειρηματίας στο κέντρο της Αθήνας, περιγράφοντας την πίεση που δεχόταν από το κύκλωμα.

Σύμφωνα με τις Αρχές, η οργάνωση ήταν δομημένη ως εξής: τα αρχηγικά μέλη συντόνιζαν τις ενέργειες των υπολοίπων, «διατάσσοντας, καθοδηγώντας και εποπτεύοντας» τους και όριζαν το ύψος των «εισπράξεων» που κατέγραφαν σε τεφτέρια, με λεπτομέρειες. Οι επίορκοι υπάλληλοι φέρονται να προσέφεραν σε επιχειρηματίες έναντι αδράς αμοιβής υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων, αποφυγή καταλογισμού προστίμων.

Τα μέλη της οργάνωσης φέρονται να είχαν συγκεκριμένες μεθόδους προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Αρχικά προσέγγιζαν τους επιχειρηματίες με… φιλική διάθεση, ενώ στη συνέχεια δεν δίσταζαν, σύμφωνα με τις Αρχές, να απειλούν και να εκβιάζουν όσους δεν υπέκυπταν. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Αρχών, όσοι καταστηματάρχες αρνούνταν να “συνεργαστούν” με την ομάδα βρίσκονταν αντιμέτωποι με απειλές ή και ενέργειες για βεβαιώσεις παραβάσεων, σφραγίσεις κ.ά.

«Επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα»

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η δράση της εγκληματικής οργάνωσης χρονολογείται τουλάχιστον από Ιανουάριο του 2023 και σκοπός ήταν να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος.

Πρόκειται για «επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα με διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, κατανομή εγκληματικών ρόλων και εγκληματική σε βάθος χρόνου προοπτική, στην οποία η βούληση του καθενός υποτάσσεται στη βούληση της ολότητας».

Οι Αρχές αποδίδουν σε δυο πρόσωπα ηγετικό ρόλο: την αποκαλούμενη «Νάνσυ» και έναν άνδρα, οι οποίοι, σύμφωνα με την κατηγορία, ήταν τα διευθυντικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης και «διεύθυναν από κοινού, διατάσσοντάς, καθοδηγώντας και εποπτεύοντας τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης».

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους υπηρετούντες σε δημόσιες υπηρεσίες επιφορτισμένους με τον έλεγχο καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ξενοδοχείων και οικοδομικών εργασιών, οι οποίοι είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης καθόσον ήταν αδύνατον να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της χωρίς τη συνδρομή τους».

Χαρακτηριστικό της «απαξίας των υπαλλήλων για το λειτούργημά τους είναι το γεγονός ότι λάμβαναν απευθείας εντολές από τα διευθυντικά στελέχη της οργάνωσης για τον στοχευμένο έλεγχο συγκεκριμένων καταστημάτων, ακόμη και για συγκεκριμένες παραβάσεις, που θα έπρεπε να βεβαιώσουν κατά τον έλεγχό τους».

Η αξιόποινη δράση της οργάνωσης ήταν πολυπλόκαμη. Τα μέλη της φέρονται να προσέγγιζαν καταστηματάρχες στους οποίους παρείχαν προστασία, λέγοντας τους ότι έχουν τη δυνατότητα να αποτρέπουν βεβαιώσεις παραβάσεων. Υπήρχαν, ωστόσο, και περιπτώσεις που ορισμένοι ιδιοκτήτες καταστημάτων, γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης, με δική τους πρωτοβουλία ζητούσαν τις “υπηρεσίες” της. Τα χρηματικά ποσά έφταναν στην οργάνωση από τα μέλη που είχαν ρόλο εισπράκτορα- ταμία, τα οποία ήταν πολύ προσεκτικά, για να μη γίνει αντιληπτή η δράση τους.

Οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται να είχαν σύντομες συναντήσεις, ενώ φέρονται να έδειχναν μεγάλη επιμέλεια στην επιλογή του μέρους διεξαγωγής αυτών, ειδικά κατά την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς «κάποιες συναντήσεις διαρκούσαν λίγα δευτερόλεπτα και πραγματοποιούνταν είτε σε εξωτερικούς χώρους, για να φαίνονται τυχαίες είτε σε κλειστούς χώρους, όπου θα ήταν αδύνατο να τους δει κάποιος, όπως: τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητα κ.λπ, ενώ επόπτευαν τον χώρο για τυχόν ύποπτα άτομα».

Επιπλέον, οι κατηγορούμενοι φέρονται να χρησιμοποιούσαν και διαδικτυακές εφαρμογές, «αποκρύπτοντας έτσι το περιεχόμενο των συνομιλιών τους και λεπτομέρειες αναφορικά με τη δράση τους». Ιδιαίτερη προσοχή φαίνεται να έδιναν «σε επικοινωνίες με τους δημόσιους υπαλλήλους, στις οποίες απέφευγαν να αναφέρονται σε χρηματικά ποσά και πάντα τους υποδείκνυαν να μιλήσουν μαζί τους είτε διά ζώσης είτε μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, αφού ως επιπλέον μέτρο προστασίας χρησιμοποιούσαν μηνύματα που διαγράφονται αυτόματα μετά την παρέλευση χρονικού ορίου».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κατηγορούμενος, στον οποίο αποδίδεται μαζί με τη σαραντατριάχρονη,\ αρχηγικός ρόλος, για τις μετακινήσεις του χρησιμοποιούσε δίκυκλο όχημα, το οποίο ανήκει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα του αδερφού του, αποκρύπτοντας με αυτό τον τρόπο τα στοιχεία του από τις διωκτικές αρχές. Με το ίδιο όχημα πολλές φορές κινούνταν ανάποδα σε μονόδρομο, καθιστώντας έτσι δύσκολη την παρακολούθησή του.