Κομβικός ήταν ο ρόλος που είχε μια 63χρονη υπάλληλος του υπουργείου Πολιτισμού στην εγκληματική οργάνωση που εκβίαζε καταστηματάρχες στην Αθήνα. Ειδικότερα, η υπάλληλος της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων του υπουργείου Πολιτισμού, αποτελούσε σημαντικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης και δίχως αυτήν θα ήταν αδύνατο να επιτευχθούν οι σκοποί της, όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές.

Η Υπηρεσία αυτή έχει ως αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, την εποπτεία και την εναρμόνιση έργων και δραστηριοτήτων αναφορικά με τα νεώτερα μνημεία (μεταγενέστερα του 1830). Πολλοί από τους «πελάτες» της εγκληματικής οργάνωσης είχαν στην κατοχή τους κτίρια (υπό κατασκευή καταστήματα, ξενοδοχεία, οικίες) τα οποία ενέπιπταν στις αρμοδιότητές της και τα οποία βρίσκονταν κυρίως στο κέντρο της Αθήνας αλλά και σε νησιωτικές περιοχές. Για να πραγματοποιήσουν οικοδομικές εργασίες στα κτίσματα αυτά, απαραίτητη προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ήταν να υποβάλουν αίτημα και στην Υπηρεσία, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις θα εξεταζόταν από αρμόδια συμβούλια, στα οποία συμμετείχε και η 63χρονη κυρίως ως εισηγήτρια.

Η ίδια, λόγω της υψηλόβαθμης θέσης που κατείχε, είχε αυξημένες αρμοδιότητες στην Υπηρεσία της και αυτό της έδινε τη δυνατότητα να συμβάλει καθοριστικά στην παράνομη δράση της οργάνωσης. Συγκεκριμένα, κατόπιν εντολών που λάμβανε από τη 43χρονη αρχηγό του κυκλώματος, προέβαινε στη σύνταξη ψευδών βεβαιώσεων, ενώ επιχειρούσε να ασκήσει αθέμιτη επιρροή στα μέλη των συμβουλίων, ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της εγκληματικής οργάνωσης, εξυπηρετώντας καθ’ αυτόν τον τρόπο τους σκοπούς της και επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες των κτισμάτων να προβούν στις απαραίτητες εργασίες.

Παράλληλα, η 63χρονη παρείχε στην αρχηγό πληροφορίες που γνώριζε λόγω της Υπηρεσίας της, σχετικά με τις εκκρεμείς υποθέσεις τους και, ενώ γνώριζε για τις παράνομες εργασίες που πραγματοποιούσαν οι «πελάτες» της οργάνωσης, δεν προέβαινε σε καμία ενέργεια για αυτό, αλλά αντιθέτως συνέτασσε ψευδείς βεβαιώσεις, προκειμένου να συνδράμει στη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

Λόγω της καθοριστικής σημασίας που είχε η συνδρομή της στην εγκληματική οργάνωση, των υψηλών χρηματικών ποσών που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες των υπό κατασκευή καταστημάτων ή κτισμάτων, αλλά και του μεγάλου βαθμού δυσκολίας στο να πραγματοποιήσει την παράνομη δράση της, η 63χρονη ήταν από τα πιο καλά αμειβόμενα μέλη της οργάνωσης, με τα ποσά που λάμβανε να κυμαίνονται από 6.000 έως 10.000 ευρώ, ανά περίπτωση.

Υπενθυμίζεται ότι στο κύκλωμα συμμετείχαν δημοτικοί αστυνομικοί και υπάλληλοι του Δήμου Αθηναίων. Στην κατοχή των 14 συλληφθέντων εντοπίστηκαν πάνω από 400.000 ευρώ, ενώ η λεία από την παράνομη δράση τους εκτιμάται πως ξεπερνούσε τις 700.000 ευρώ τον χρόνο.