Ήταν ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 1989 όταν ο ινδικής καταγωγής βρετανός συγγραφέας ενημερώθηκε ότι ο πνευματικός ηγέτης του Ιράν τον είχε καταδικάσει σε θάνατο.
Ο λόγος για το φοβερό φετφά του Αγιατολάχ Χομεϊνί δεν ήταν άλλος από το αιρετικό μυθιστόρημα του Ρούσντι «Σατανικοί Στίχοι», αυτό που πίστεψε ο πανίσχυρος ιμάμης ότι πρόσβαλε τον προφήτη Μωάμεθ και σύσσωμο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Από κείνη την αποφράδα μέρα θα ξεκινούσε μια προσωπική οδύσσεια για τον συγγραφέα, μια τρομερή περιπέτεια που σπάνια έχει περάσει λογοτέχνης της σύγχρονης εποχής μας: επί δέκα ολόκληρα χρόνια θα ζούσε κρυμμένος, μετακινούμενος συνεχώς από σπίτι σε σπίτι και πάντα υπό τη διαρκή παρουσία ένοπλων φρουρών ασφαλείας!
Η περίπτωση Ρούσντι ξεσήκωσε σάλο διεθνώς και κινητοποίησε διανοουμένους και καλλιτέχνες, χωρίζοντας ωστόσο στα δυο τον πλανήτη, καθώς στη Δύση βρήκε αμέριστη συμπαράσταση, στην Ανατολή ήταν όμως ο Νο 1 δημόσιος κίνδυνος! Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και σήμερα η μόνη μουσουλμανική χώρα που κυκλοφορούν νόμιμα οι «Σατανικοί Στίχοι» είναι η Τουρκία, αν και εκεί τον Ιούλιο του 1993 ο μανιασμένος όχλος θέλησε να εξοντώσει τον τούρκο μεταφραστή του Ρούσντι (Αζίζ Νεσίν).
Κι αυτό δεν ήταν φυσικά το μόνο ζοφερό επεισόδιο με το ανατρεπτικότερο ίσως μυθιστόρημα της εποχής μας: το 1991 μαχαιρώθηκε θανάσιμα στην Ιαπωνία ο μεταφραστής των «Σατανικών Στίχων» (Χιτόσι Ιγκαράσι), όπως και ο ιταλός μεταφραστής (Έτορε Καπριόλο), ενώ στη Νορβηγία ο εκδότης του πυροβολήθηκε τρεις φορές!
Ήταν τον Σεπτέμβριο του 1988 όταν ο βραβευμένος με Μπούκερ συγγραφέας κυκλοφόρησε το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο του, τους «Σατανικούς Στίχους», όπου μέρος της πλοκής περιλάμβανε τον Μωάμεθ (έναν άνθρωπο με αδυναμίες και πολλές αμαρτίες, κατά το βιβλίο), την ίδια ώρα που ο Ρούσντι σχολίασε το Κοράνι και «πείραξε» στίχους από το ιερό βιβλίο του Ισλάμ. Με την ηχηρή προτροπή του Χομεϊνί από ραδιοσταθμό της Τεχεράνης, χιλιάδες μουσουλμάνοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του, καθώς πλέον είχαν το ιερό καθήκον να δολοφονήσουν τον πολυβραβευμένο συγγραφέα.
Μέχρι να αρθεί το φετφά το 1998 από το ιρανικό κράτος, ο Σαλμάν μετακόμιζε συνέχεια, κρυβόταν και άλλαξε το ονοματεπώνυμο του, αν και αρνήθηκε να υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής των φυσικών χαρακτηριστικών του. Η γυναίκα του απομακρύνθηκε, καθώς δεν άντεξε την πίεση, και ο Ρούσντι δεν μπορούσε να δει τον γιο του. Το 1990, έπειτα από παρακίνηση των βρετανικών Αρχών, ο λογοτέχνης προέβη σε δήλωση μετάνοιας, εκφράζοντας τον σεβασμό του στο Ισλάμ. Μάταια βέβαια, καθώς ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ήταν πολύ πιο ισχυρός και δεν ικανοποιούνταν με δηλώσεις μεταμέλειας.
Πρόσφατα, το 2012, ο Ρούσντι εξιστόρησε τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την επικήρυξη του από τον Χομεϊνί, γράφοντας την αυτοβιογραφία του με το ψευδώνυμο Τζόζεφ Άντον…
Πρώτα χρόνια
Ο σερ Αχμέτ Σαλμάν Ρούσντι γεννιέται στις 19 Ιουνίου 1947 στη Βομβάη της Ινδίας ως ένα από τα τέσσερα παιδιά μιας μεσοαστικής μουσουλμανικής οικογένειας της βρετανοκρατούμενης Ινδίας: ο πατέρας του ήταν δικηγόρος που στράφηκε στον επιχειρηματικό κόσμο και η μητέρα του δασκάλα.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ξένοιαστα και ανέμελα και ο μικρός Σαλμάν έπεσε με τα μούτρα στα βιβλία ήδη από παιδί. Όπως θυμάται και ο ίδιος, ήξερε ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας από την ηλικία των 5 ετών. Στα 14 του στάλθηκε να φοιτήσει εσώκλειστος σε ιδιωτικό σχολείο της Αγγλίας, αν και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν τόσο για την ινδική καταγωγή του όσο και για το γεγονός ότι πάτωνε στις αθλητικές δραστηριότητες.
Μετά το σχολείο, ακολούθησε τα πανεπιστημιακά βήματα του πατέρα του και φοίτησε στο φημισμένο Κέιμπριτζ, όπου σπούδασε ιστορία τόσο σε προπτυχιακό όσο και μεταπτυχιακό επίπεδο (ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1968). Αφού δοκίμασε τις δυνάμεις του για λίγο στο θεατρικό σανίδι αλλά και την πακιστανική τηλεόραση, έπιασε κάποια στιγμή δουλειά σε μεγάλη διαφημιστική εταιρία της Αγγλίας ως κειμενογράφος.
Από το 1970-1980 θα εργαστεί λοιπόν στην υπηρεσία της διαφήμισης και θα αφήσει αξιομνημόνευτα σλόγκαν για τόσους και τόσους διεθνείς πελάτες. Ο εκπατρισμός του άφησε ωστόσο το στίγμα του στον νεαρό Σαλμάν, ο οποίος όπως και τόσοι ακόμα συμπατριώτες του γνώρισε δυσκολίες και ρατσισμό στη ζωή του, κάτι που θα γινόταν σταθερό θέμα της κατοπινής λογοτεχνικής του πένας…
Πρώτα βιβλία
Το πρώτο του βιβλίο ήρθε στα χρόνια της διαφήμισης: το «Grimus» εκδόθηκε το 1975 και ήταν μια απόπειρα να γράψει επιστημονική φαντασία, καθώς ο αθάνατος Ινδιάνος ήρωάς του αναζητεί το πραγματικό νόημα της ζωής. Το βιβλίο πήρε καλές κριτικές, αν και οι πωλήσεις δεν ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι. Παρά ταύτα, τα μηνύματα ήταν ενθαρρυντικά για τον ίδιο.
Για τα επόμενα 5 χρόνια, μέχρι να ολοκληρώσει το δεύτερο πόνημά του, εργαζόταν πια περιστασιακά ως κειμενογράφος, καθώς τον περισσότερο χρόνο του τον έτρωγε η συγγραφή: «Τα Παιδιά του Μεσονυχτίου» εκδόθηκαν το 1981και ο Ρούσντι παράτησε αμέσως τη δουλειά του, μην ξέροντας ακόμα την πορεία του βιβλίου στην αγορά!
Το πόνημα εκδόθηκε πρώτα στις ΗΠΑ και αφηγήθηκε στο περιθώριο της ιστορίας τη θρησκευτική διαμάχη των δύο μεγάλων παραδόσεων της Ινδίας, του ισλαμισμού και του ινδουισμού. Πήρε διθυραμβικές κριτικές τόσο στις ΗΠΑ όσο και την Αγγλία, τιμήθηκε με το Μπούκερ και έκανε τον συγγραφέα του γνωστό στα πέρατα της Δύσης. Ο Ρούσντι ξαναχτύπησε με το «Όνειδος» το 1983, την περιπέτεια μιας Πακιστανής που δεν μπορεί να κρύψει την ντροπή της για την εθνική ιστορία της χώρας της (οι γονείς του εξαναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Πακιστάν το 1964 λόγω των θρησκευτικών τους πιστεύω)…
Οι «Σατανικοί Στίχοι» που έκαναν τον Ρούσντι καταραμένο και έφεραν τον θάνατο σε δεκάδες ανθρώπους
Οι περιπέτειες του Ρούσντι δεν ξεκίνησαν με τους «Σατανικούς Στίχους», καθώς ήδη από τα πρώτα του βιβλία είχε μπει στο στόχαστρο πολιτικών και πνευματικών ηγετών! Ενδεικτική εδώ είναι η μήνυση για δυσφήμηση που του είχε κάνει η πρωθυπουργός της Ινδίας, Ίντιρα Γκάντι, με αφορμή την καρικατουρίστικη απεικόνισή της στα «Παιδιά του Παραδείσου», αλλά και ο πρόεδρος του Πακιστάν, Ζία Ουλχάκ, ενοχλημένος από την κωμική απεικόνισή του στο «Όνειδος», πριν απαγορεύσει τελικά την κυκλοφορία του βιβλίου στη χώρα.
Αν και θα ήταν οι «Σατανικοί Στίχοι», που κυκλοφόρησαν το 1988, που θα τον μετέτρεπαν στον μεγαλύτερο εχθρό του Ισλάμ. Στις 14 Απριλίου 1989, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, ο Ρούσντι δέχτηκε στο σπίτι του στο Λονδίνο ένα τηλεφώνημα από μια δημοσιογράφο του BBC, η οποία τον ενημέρωνε ότι πριν από λίγο ο πνευματικός ηγέτης του Ιράν είχε εκδώσει φετφά εναντίον του, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο για το μυθιστόρημά του!
Το καινούργιο του πόνημα καταπιανόταν με το θέμα της μετανάστευσης, της αναζήτησης ταυτότητας, της απώλειας της πίστης και της σύγκρουσης πολιτισμών, αν και ήταν οι αναφορές στο Κοράνι και τον Μωάμεθ που τέθηκαν στο στόχαστρο του Χομεϊνί, θεωρώντας πως ο συγγραφές λοιδορούσε σκοπίμως τον Προφήτη και το Ισλάμ.
Ο Χομεϊνί έδωσε το ελεύθερο θανάτωσης του συγγραφέα με το ιερό διάταγμά του, αν και έκανε λόγο για θάνατο όλων όσοι είχαν εμπλακεί στην έκδοση του πονήματος. Ο πνευματικός ηγέτης πληροφορούσε από ραδιοσταθμό της Τεχεράνης «τον υπερήφανο μουσουλμανικό λαό όλου του κόσμου ότι ο συγγραφέας του βιβλίου των ‘‘Σατανικών Στίχων’’, το οποίο είναι εναντίον του Ισλάμ, του Προφήτη και του Κορανίου, καθώς και όσοι συμμετείχαν στην έκδοσή του και γνωρίζουν το περιεχόμενό του, καταδικάζονται σε θάνατο. Ζητώ από όλους τους μουσουλμάνους να τους εκτελέσουν όπου τους βρουν». Ταυτοχρόνως, ιρανός επιχειρηματίας προσφέρει 3 εκατ. δολάρια στον άνθρωπο που θα σκότωνε τον Ρούσντι!
Μετά το διάγγελμα του Χομεϊνί, η ζωή του συγγραφέα μετατρέπεται σε επίγεια κόλαση, με τις αντιδράσεις να είναι αλυσιδωτές και να εξαπλώνονται σε όλη την οικουμένη. Στη Δύση το βιβλίο έτυχε ιδιαιτέρως θερμής υποδοχής, με παρουσιάσεις και συζητήσεις να διοργανώνονται σε πάμπολλες χώρες, αν και στο μουσουλμανικό τόξο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε και ο εξαγριωμένος όχλος στοχοποίησε τα βιβλιοπωλεία που πουλούσαν τους «Σατανικούς Στίχους».
Σύντομα στις διαδηλώσεις κατά του συγγραφέα και του αιρετικού πονήματος εμφανίστηκαν πλακάτ που απεικόνιζαν τον «Σατανά Ρούσντι» κρεμασμένο, ενώ καύση στην πυρά των «Σατανικών Στίχων» σημειώθηκαν ακόμα και στην Αγγλία και τις ΗΠΑ από φανατικούς πιστούς. Αν και η Υπόθεση Ρούσντι θα κλιμακωνόταν κι άλλο…
Το 1991, ο ιάπωνας μεταφραστής του βιβλίου Χιτόσι Ιγκαράσι μαχαιρώθηκε θανάσιμα στην Ιαπωνία και τον ίδιο χρόνο το όμοιο έπαθε και ο ιταλός μεταφραστής Έτορε Καπριόλο, αν και αυτός επέζησε τελικά. Ταυτοχρόνως, ο εκδότης του βιβλίου στη Νορβηγία, Γουίλιαμ Νάιγκααρντ, πυροβολήθηκε τρεις φορές και δύο χρόνια αργότερα φανατικοί ισλαμιστές έβαλαν φωτιά σε ξενοδοχείο στη Σεβάστεια της Τουρκίας (2 Ιουλίου 1993), προσπαθώντας να σκοτώσουν τον τούρκο μεταφραστή των «Σατανικών Στίχων» Αζίζ Νεσίν, δολοφονώντας παραπλεύρως 37 αλεβίτες μουσουλμάνους. Η Τουρκία ήταν μάλιστα η μόνη μουσουλμανική χώρα που οι «Σατανικοί Στίχοι» δεν κυκλοφορούσαν παράνομα!
Στην Ινδία αλλά και το γειτονικό Πακιστάν μπορούσες πια να δεις συνθήματα που προέτρεπαν «Ο Ρούσντι πρέπει να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου» και «Ρούσντι, είσαι νεκρός». Στο Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν πέντε άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια διαδήλωσης 10.000 κόσμου, ενώ ένας ακόμα έχασε τη ζωή του σε πόλη της Ινδίας. Όποιος μουσουλμάνος θα εκτελούσε το θέλημα του θεού θα γινόταν μάρτυρας, ενώ αυτός που δεν μπορούσε να το κάνει, όφειλε να μαρτυρήσει την τοποθεσία που κρυβόταν ο δηλωμένα άθεος γραφιάς. Οι επικηρύξεις εναντίον του έπεφταν τώρα βροχή.
Ακολούθησαν βομβιστικές επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία ακόμα και των ΗΠΑ και οι βιβλιοπώλες επέλεξαν να αποσύρουν το μυθιστόρημα από τις προθήκες τους, πουλώντας πια στα κρυφά. Δεκάδες ήταν τα θύματα από τις εξτρεμιστικές επιθέσεις σε Αμερική και Αγγλία. Στο Βέλγιο μάλιστα οι δύο μουσουλμάνοι κληρικοί που κάλεσαν τους πιστούς σε εγκράτεια βρέθηκαν νεκροί στο μεγαλύτερο τζαμί της χώρας, όπως έγινε και στην Αγγλία, όταν δύο ιμάμηδες αναρωτήθηκαν για τη χρησιμότητα του φετφά ζωντανά σε τηλεοπτική εκπομπή. Ακόμα και σε πλατείες του Λονδίνου καήκαν ομοιώματα του Ρούσντι, αν και εναντίον του σημειώθηκε μόλις μία απόπειρα δολοφονίας: η βόμβα που προοριζόταν για τον συγγραφέα εξερράγη ωστόσο πρόωρα σκοτώνοντας τον επίδοξο δολοφόνο.
Εν τω μεταξύ, όπως ήταν αναμενόμενο, όλες αυτές οι ακρότητες έκαναν το βιβλίο μπεστ σέλερ στη Δύση, αν και όσο αυξανόταν η φήμη του Ρούσντι τόσο οξύνονταν και τα επεισόδια εναντίον του. Ο ίδιος ζούσε πια κυνηγημένος μέσα στον κίνδυνο και τη φυγή. Στα 43 του και μέχρι να αρθεί το ιερό διάταγμα εναντίον του το 1998, ο Ρούσντι μετακόμιζε συνεχώς, χάνοντας ταυτοχρόνως τη σύζυγό του, η οποία δεν άντεξε τις απίστευτες δυσκολίες της ζωής του. Όταν μετακινούνταν, μετακινούνταν πάντα με την προστασία των ανδρών του λεγόμενου «Ειδικού Κλάδου» της Μητροπολιτικής Αστυνομίας αλλά και των μυστικών υπηρεσιών και για καιρό κοιμόταν κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι. Απομονωμένος ακόμα και από τον στενό του περίγυρο και με τον γάμο του διαλυμένο, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να βγει τον Δεκέμβριο του 1990 δημόσια και να δηλώσει πιστός μουσουλμάνος!
Όχι ότι αυτό θα έδινε τέλος στις περιπέτειές του, καθώς μόνο με το αίμα του θα μπορούσε να ξεπληρωθεί η ιερή προσβολή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο θάνατος του Χομεϊνί (Ιούνιος του 1989) σήμαινε ότι η καταδίκη θα παρέμενε σε ισχύ στο διηνεκές, μιας και μόνο αυτός που εκδίδει ένα φετφά μπορεί να το πάρει πίσω. Πέρασαν 6 χρόνια για να αρχίσει ο Ρούσντι να εκδίδει και πάλι βιβλία, αν και τώρα αντιμετωπιζόταν κυρίως ως το θανάσιμο επίκεντρο μιας θρησκευτικής διαμάχης παρά ως πολυβραβευμένος συγγραφέας. Οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν σπάνιες και οι συναντήσεις με τον κύκλο του γίνονταν πάντα με άκρα μυστικότητα.
Όπως είπαμε, η δεύτερη γυναίκα του, η συγγραφέας Μάριαν Γουίγκινς, τον εγκατέλειψε στο πι και φι, η πρώτη δεν δέχτηκε να τον φιλοξενήσει, ο μικρός του γιος δεν μπορούσε να τον δει, ο εκδοτικός του οίκος αρνήθηκε να ξανατυπώσει βιβλία του, τα μεγάλα βιβλιοπωλεία δίσταζαν να πουλήσουν τα έργα του, πανεπιστήμια και σχολές σταμάτησαν να τον καλούν σε διαλέξεις, περιοδικά και εφημερίδες φοβόντουσαν να τον φιλοξενήσουν στις σελίδες τους, αεροπορικές εταιρείες δεν δέχονταν να επιβιβαστεί στις πτήσεις τους κ.λπ. Ο κόσμος, κάτω από τη μουσουλμανική απειλή, είχε στραφεί πλέον εναντίον του, απορρίπτοντας και απομονώνοντάς τον.
Μοναδικοί του σύμμαχοι δύο τρεις φωτισμένοι λογοτέχνες και μια χούφτα πολιτικοί, καθώς οι περισσότεροι έσπευσαν να τον καταδικάσουν στη βάση του «τα ’θελε και τα ’παθε». Ο Σαλμάν Ρούσντι αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του υιοθετώντας το φιλολογικό ψευδώνυμο Τζόζεφ Άντον (από τα μικρά ονόματα του Κόνραντ και του Τσέχοφ)…
Τελευταία χρόνια
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του καταδικαστικού διατάγματος του Χομεϊνί, ο ιρανός κυβερνήτης Χαταμί δήλωσε πως «ούτε θα στηρίξω ούτε θα αποτρέψω δολοφονικές απόπειρες κατά του Ρούσντι». Παρά το γεγονός ότι η απειλή κατά της ζωής του δεν έχει επισήμως αρθεί, η δήλωση του Χαταμί ελάττωσε τον κίνδυνο που διατρέχει ο διάσημος συγγραφέας, ο οποίος δέχεται ωστόσο ακόμα κάθε 14η Φεβρουαρίου μια απειλητική κάρτα «Αγίου Βαλεντίνου» από το Ιράν, υπενθυμίζοντάς του χαιρέκακα πως αυτή η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα!
Παρά την προσωπική συμφορά, ο Ρούσντι κυκλοφόρησε το 1990 το μυθιστόρημα «Ο Χαρούν και η θάλασσα των παραμυθιών» και βγήκε δειλά-δειλά από το κρησφύγετό του, με κάθε δημόσια εμφάνισή του να συνοδεύεται ωστόσο πάντα από σωματοφύλακες. Παρά το γεγονός ότι ζει απομονωμένος κάπου στην Αμερική, ξαναπαντρεύτηκε και έγινε πατέρας για δεύτερη φορά στη ζωή του. Το 1995 κυκλοφόρησε άλλο ένα βιβλίο του, «Ο τελευταίος στεναγμός του Μαυριτανού», που αυτή τη φορά έφερε τη μήνη ινδουιστικών παραστρατιωτικών οργανώσεων στην Ινδία!
Το 1999 εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων «Ο κόσμος κάτω απ’ τα πόδια της», ενώ την επόμενη χρονιά επισκέφθηκε τη γενέτειρά του στην Ινδία, για πρώτη φορά εδώ και πάμπολλες δεκαετίες. Παρά τη δραματική τροπή που έχει πάρει η ζωή του, ο Ρούσντι προσπαθεί να ζήσει όσο πιο φυσιολογικά επιτρέπουν οι συνθήκες, συνεχίζοντας να χαρίσει στην ανθρωπότητα σπουδαία μυθιστορήματα και δοκίμια (όπως το ιστορικό «Ανατολή-Δύση» του 1994, την «Παραφορά» (2001), τον «Σαλιμάρ, τον κλόουν» (2005), «Το νησί της αθανασίας» (2008), τη «Γητεύτρα της Φλωρεντίας» (2009) και τον «Λούκα και τη φωτιά της ζωής» του 2011).
Λάτρης του ωραίου φύλου, έχει νυμφευτεί τέσσερις φορές και έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Από τις σημειώσεις που κρατούσε για τη μακροχρόνια και αρκούντως παράλογη περιπέτεια που βίωσε και βιώνει ξεπήδησε το αυτοβιογραφικό «Τζόζεφ Άντον» (2012), όπου διηγείται χαρτί και καλαμάρι ό,τι έζησε μετά την καταδίκη του σε θάνατο.
Από το 2000, ο Σάλμαν Ρούσντι διαμένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, έχοντας ήδη χριστεί ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ για τη συμβολή του στη λογοτεχνία. Παραμένει ένας από τους κορυφαίους βρετανούς συγγραφείς της σύγχρονης εποχής…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr