Μια από τις εμβληματικές και καθολικά αγαπημένες μορφές του ελληνικού σινεμά, ο «κυρ Γιώργης» για τους κινηματογραφόφιλους και «Νιόνιος» για τους δικούς του, ήταν άλλος ένας μεγάλος κωμικός της λεγόμενης χρυσής φουρνιάς. Πότε καλοκάγαθος και στοργικός πατέρας πότε γεροντοπαλίκαρο, δεν είναι και πολύ συχνό το φαινόμενο ένας δευτεραγωνιστής να κλέβει την αίγλη από τους πρωταγωνιστές, αν και ο απαράμιλλος Παπαγιαννόπουλος έκανε ακριβώς αυτό! Ποιος δεν έχει γελάσει με το πώς κουνούσε τη μαγκούρα, πώς γούρλωνε τα εκφραστικότατα μάτια του, πώς ξελαρυγγιαζόταν ή πώς έκανε τον χωριάτη με τη χαρακτηριστική προφορά του; Με σήμα-κατατεθέν το γούρλωμα των ματιών και τη βαθιά προσποιητή φωνή του, ο Παπαγιαννόπουλος εκτόξευε τις ατάκες του με απροσποίητη απλότητα, με αυτή την αβίαστη και ανεπιτήδευτη αμεσότητα με την οποία πλάθονται οι μεγάλοι κωμικοί. «Τι το κάναμε εδώ μέσα, αμέρικαν μπαρ;», αναρωτιόταν ο Παπαγιαννόπουλος και το κοινό έσκασε στα γέλια, καθώς ο Νιόνιος δεν χρειαζόταν σπαρταριστές ατάκες ή αστείες καταστάσεις για να φέρει το γέλιο στα χείλη. Απέφευγε τις υποκριτικές υπερβολές, γούρλωνε τα μάτια, έβγαζε κι έναν αναστεναγμό απελπισίας ή ένα χορταστικό χασμουρητό και το μαγικό γινόταν πανεύκολα. Δεν θα μπορούσες να τον φανταστείς να κάνει τίποτα άλλο στη ζωή του από το να είναι κωμικός: σήκωνε τα φρύδια, ρωτούσε «χούφτωσες;» και έγραφε κινηματογραφική ιστορία. Μέχρι και η παλιομοδίτικη πιτζάμα που φορούσε στο «Τζένη Τζένη» έχει χαραχτεί στις μνήμες μας, για τέτοια κωμική απήχηση μιλάμε. Αν και το εύρος της υποκριτικής του δεν εξαντλούταν στο κωμικό στοιχείο και έχουμε τη συγκινητική ερμηνεία του στο αγγελοπουλικό «Ταξίδι στα Κύθηρα» να μας θυμίζει πόσο υπέροχος ηθοποιός ήταν ο άνθρωπος που τσακωνόταν με την Πάστα Φλώρα (στο «Μια τρελή τρελή οικογένεια») και ρωτούσε με παιδιάστικη αφέλεια «Γιατί πιανόσαστε ρε παιδιά;» («Δεσποινίς Διευθυντής»)… Πρώτα χρόνια Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννιέται στις 12 Ιουλίου 1912 στο Διακοφτό της Αχαΐας, που το έλεγε όπως ξέρουμε με καμάρι τόσο πάνω όσο και κάτω από το θεατρικό σανίδι. Παρά το γεγονός ότι αγάπησε την ηθοποιία από παιδί και ήξερε τι δρόμο θα ακολουθούσε στη ζωή, οι σφοδρές αντιδράσεις της οικογένειάς του στην προοπτική ο γιόκας τους να γίνει θεατρίνος θα καθυστερήσουν πολύ την έναρξη της καριέρας του. Στο Γυμνάσιο ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι και από τα «μπράβο» που μάζεψε κατάλαβε λέει ότι έχει ταλέντο στην ηθοποιία. Στήνει με τους φίλους του τις πρώτες ερασιτεχνικές παραστάσεις («Γκόλφω», «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας»), σκηνοθετεί, εκπαιδεύει θεατρικά τους συγχωριανούς του και σκαρώνει και τα ντεκόρ, αλλά οι γονείς του δεν θέλουν να ακούσουν κουβέντα. Από το 1929, όταν τελείωσε το σχολείο στο Αίγιο και επέστρεψε στο Διακοφτό, προσπαθούσε να πείσει την πολυμελή φαμίλια να του δώσουν το πράσινο φως να πάει στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός. Το πεισματικό «όχι» τους τον αναγκάζει να μεταχειριστεί ένα τέχνασμα: λέει ψέματα ότι θα σπουδάσει στο ιεροδιδασκαλείο της Αθήνας! Στην πρωτεύουσα κατέβηκε το 1936, αν και κόπηκε από τις εισαγωγικές εξετάσεις του Βασιλικού Θεάτρου (το τότε Εθνικό Θέατρο), με πρόσχημα την βαριά προφορά του. Απτόητος, ξαναδίνει εξετάσεις την επόμενη χρονιά και αποφοιτεί τελικά από τη φημισμένη δραματική σχολή μας το 1938 με άριστα. Και εδώ αρχίζει η πρώτη πλάκα της ζωής του: Όταν ο δάσκαλός του, ο σπουδαίος Αιμίλιος Βεάκης, στέλνει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους γονείς του «δι’ επιτυχία υιού σας», όλοι νόμισαν ότι ο Βεάκης ήταν ο διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου! Παρά το άριστα και τους πρώτους μεγάλους ρόλους του στο θέατρο, οι γονείς και οι οικείοι του τον αντιμετώπιζαν για χρόνια με απαξιωτικό τρόπο. Θεατρική καριέρα και πόλεμος Το υποκριτικό ταλέντο του Παπαγιαννόπουλου αναγνωρίστηκε από την πρώτη στιγμή από τον Βεάκη κι έτσι με το που αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του έδωσε τον πρώτο του ρόλο στο σανίδι: ήταν στην παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» (1938). Την καριέρα του διέκοψε ωστόσο απρόοπτα ο Β’ Παγκόσμιος: ο Παπαγιαννόπουλος επιστρατεύτηκε το 1940 και πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, ο ηθοποιός πήρε μέρος με τον βαθμό του λοχία στην ελληνο-ιταλική διένεξη και γνώρισε τις φρικαλεότητες της μάχης από πρώτο χέρι. Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν πια μια μακρινή ανάμνηση, ο ίδιος δήλωσε: «Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμηση στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρρα; Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες». Ο Παπαγιανόπουλος βγήκε τελικά ζωντανός από την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με το μόνο διαθέσιμο μέσο: τα πόδια του. Κατόπιν επέστρεψε στην αγκαλιά του κατοχικού Εθνικού και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, συνεργαζόμενος σποραδικά και με αξιόλογους ανεξάρτητους θιάσους (Μαρίκας Κοτοπούλη, Αρώνη-Χορν, Χατζίσκου-Συνοδινού, Μουσούρη, Ντίνου Ηλιόπουλου κ.λπ.). Στο Εθνικό έμεινε μέχρι το 1950, ερμηνεύοντας σημαντικότατους ρόλους σε ένα ευρύ φάσμα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Το 1961 συγκρότησε τον δικό του θίασο και στράφηκε πλέον στο νεοελληνικό έργο, χαρίζοντας αξέχαστες ερμηνείες σε ανάλαφρες κωμωδίες όπως το «Ζήτω η ζωή» του Γεράσιμου Σταύρου. Μια από τις μεγάλες του επιτυχίες ήταν το «Δεσποινίς Διευθυντής» των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη, το οποίο γυρίστηκε κατόπιν στον κινηματογράφο (1964) με τον ίδιο να κλέβει την παράσταση στον ρόλο του πατέρα της Τζένης Καρέζη.
Αν και η μεγαλύτερή του στιγμή στο θέατρο θα ερχόταν το 1974, στην παράσταση «Το μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κινηματογράφος Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του μεγάλου μας ηθοποιού έγινε το 1947, στην ταινία «Παιδιά της Αθήνας», με την εθνική μας κινηματογραφία να τον θέλει μάλιστα στις πρώτες του αυτές εμφανίσεις στον ρόλο του κακού! Περισσότερες από 130 ταινίες μετά, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έκλεψε την παράσταση με τις αξέχαστες ερμηνείες του και καθιερώθηκε τελικά ως κωμικός, άλλοτε πρωταγωνιστώντας και άλλοτε κρατώντας δεύτερους (αν και ουσιαστικούς) ρόλους. Αν πρέπει να αναφέρουμε μερικούς σταθμούς της λαμπρής κινηματογραφικής του πορείας, αυτοί θα είναι τα φιλμ «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη Τζένη» (1966), «Γαμπρός από το Λονδίνο» (1967), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1967), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Το Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Η βίλα των οργίων» (1964), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Για ποιον χτυπά η κουδούνα» (1968), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» (1970), «Ο Κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977)… Από κινηματογραφικός πατέρας της Καρέζη και της Βουγιουκλάκη μέχρι γκρινιάρης διευθυντής και άτολμος σύζυγος, ο Παπαγιαννόπουλος κόσμησε το ελληνικό σινεμά και το υπηρέτησε με την ίδια αγάπη και αφοσίωση που περιέβαλλε το πάντοτε λατρεμένο του θέατρο. Γκρινιάρης, φωνακλάς, ραδιούργος, αλλά και αφελής, καλοκάγαθος και τρυφερός, όλα ήταν ο αξέχαστος ηθοποιός μας. Ο Παπαγιαννόπουλος άλλαξε ουσιαστικά όνομα σε «κυρ Γιώργης» το 1974, όταν ο Δαλιανίδης επενδύοντας στο μοναδικό του ταλέντο τον επέλεξε για το θρυλικό σίριαλ «Λούνα Παρκ». Ήταν η μόνη εμφάνιση του αξέχαστου κωμικού μας στην τηλεόραση, σε μια σειρά που κράτησε ως το καλοκαίρι του 1981. Οι δρόμοι άδειαζαν κάθε Πέμπτη βραδάκι που προβαλλόταν η σειρά και το «Μπαρμπα-Γιώργης» τον ακολουθούσε πλέον πιστά. Ο «Κυρ Γιώργης Εκπαιδεύεται» γυρίστηκε στο σινεμά το 1977, εξαργυρώνοντας την πρωτόγνωρη τηλεοπτική επιτυχία του Παπαγιαννόπουλου στο «Λούνα Παρκ»… Παρά το γεγονός ότι ο Παπαγιαννόπουλος μνημονεύεται περισσότερο για τους κωμικούς χαρακτήρες που ενσάρκωσε, έχει στο ενεργητικό του και μια σειρά από δυνατούς ρόλους σε δραματικές ταινίες, αποκαλύπτοντας την πλήρη γκάμα των υποκριτικών χαρισμάτων του. Αναφέρουμε τη «Στέλλα» του Κακογιάννη (1955), τη «Λόλα» (1964) του Δημόπουλου αλλά και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Αγγελόπουλου, που έμελλε να είναι η τελευταία του ταινία. Το 1968 βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Κανόνι και το Αηδόνι»… Προσωπική ζωή Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, πέρα από μεγάλος ηθοποιός, ήταν και μεγάλος άνθρωπος, βοηθώντας σε κάθε ευκαιρία συνανθρώπους και συναδέλφους του και κάνοντας αμέτρητες αγαθοεργίες, αν και πάντα κρατούσε την καλοσύνη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο για τον «Νιόνιο». Στην προσωπική του ζωή, ο Παπαγιαννόπουλος έτρεχε διαρκώς! Καθώς οι ταινίες γυρίζονταν συνήθως το καλοκαίρι, κάποιες φορές γύριζε αρκετές -μέχρι και έξι- ταινίες ταυτοχρόνως. Αμέσως μετά τη λήξη της παράστασης, έφευγε λοιπόν για το στούντιο ή για γειτονικά επαρχιακά μέρη και παρέμενε στο κινηματογραφικό πλατό μέχρι την άλλη μέρα που άρχιζαν οι παραστάσεις. Από το σπίτι περνούσε μόνο για να πλυθεί και να ξυριστεί. Συνήθιζε να ξεκουράζεται σε μια καρέκλα στα παρασκήνια, περιμένοντας πότε θα έρθει η ώρα του να βγει στη σκηνή. Ο φροντιστής τον ξυπνούσε και του έλεγε ποια ήταν η ατάκα που μόλις είχε πει ο συμπρωταγωνιστής του… Αν και το γυναικείο φύλο ήταν η αδυναμία του, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Άνθρωπος μοναχικός, προφασιζόταν τον εκ πεποιθήσεως εργένη, παρά το γεγονός ότι όσοι τον γνώριζαν καλά διατείνονταν ότι ήθελε διακαώς να παντρευτεί. Απαντούσε μάλιστα στη συχνή ερώτηση γιατί δεν παντρεύεται και στο «γεροντοπαλίκαρο» που του είχαν κολλήσει οι φίλοι του με το γνωστό του χιούμορ: «Εγώ ροχαλίζω πολύ, ποια γυναίκα θα με ανεχτεί;» Ο γυναικοκατακτητής Παπαγιαννόπουλος σεβόταν βαθύτατα τις γυναίκες. Γι’ αυτό και ήταν πάντα διακριτικός και προσπαθούσε να κρύβει τις σχέσεις του, ώστε να μην εκθέτει τις συντρόφους του. Ακόμα και όταν έβγαινε έξω μαζί τους, προσπαθούσε να πηγαίνει σε μέρη που δεν ήταν πολυσύχναστα. Οι φίλοι του, που γνώριζαν την επιθυμία του να κρατάει την προσωπική του ζωή μακριά από τη δημοσιότητα, ακόμα και όταν τον συναντούσαν με κάποια κοπέλα, προσποιούνταν ότι δεν τον είχαν δει για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Η αδυναμία που είχε στις «μικρούλες», νεαρότερες ηλικιακά κοπέλες δηλαδή, ήταν παροιμιώδης στο ελληνικό θέατρο, αν και ο ίδιος για να μη δημιουργούνται προβλήματα και απρόοπτα τις αποκαλούσε «ανιψιές» του. Πάντοτε χαμηλών τόνων και θέλοντας να αποφεύγει τα σχόλια γύρω από την ερωτική του ζωή, είχε πει σε συνέντευξή του: «Ούτε ωραίος είμαι ούτε τον γόη κάνω και δεν σέρνονται οι γυναίκες πίσω μου. Εξάλλου δεν είναι σωστό να κάθεται κανείς και να αραδιάζει κατακτήσεις». Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος παρέμεινε ενεργός στα καλλιτεχνικά δρώμενα ως το τέλος της ζωής του. Έφυγε αιφνιδίως στις 13 Απριλίου 1984, αφήνοντας πίσω του περισσότερες από 130 ταινίες. Μεγάλη Τρίτη, βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του, σε ένα δυάρι του δεύτερου ορόφου στην πολυκατοικία της Λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου διέμενε… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr