Όταν μιλάμε για την ιστορία της ζωής ενός εφευρέτη η αφοσίωση του οποίου σε μια αξιοθαύμαστη εφεύρεση αποτυγχάνει να του φέρει φήμη και πλούτη, τότε ο Τσαρλς Γκουντγίαρ παραμένει εδώ τραγικός σταθμός!
Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος που του πιστώνεται η γενίκευση του καουτσούκ στις ζωές μας, από ελαστικά δηλαδή και προφυλακτικά μέχρι και τόσα και τόσα προϊόντα, όχι μόνο δεν απόλαυσε τα αγαθά του δημιουργικού νου του αλλά μπαινόβγαινε στις φυλακές για χρέη και πέθανε τελικά στην ψάθα.
Όπως τον περιέγραφε εξάλλου ένας από τους δικηγόρους του: «αν συναντήσεις έναν άντρα που φορά καουτσουκένιο καπέλο, γιλέκο, παλτό και παπούτσια, ακόμα και πορτοφόλι από καουτσούκ, στο οποίο δεν θα βρεις μέσα ούτε σεντς, τότε είναι σίγουρα αυτός».
Κι έτσι ο αμερικανός εφευρέτης που ανακάλυψε τον βουλκανισμό του καουτσούκ, ο οποίος έκανε το ελαστικό κατάλληλο για χρήση και γέννησε ουσιαστικά την εμπορική εκμετάλλευσή του, έπεσε μέσα στη δίνη του λεγόμενου «ελαστικού πυρετού» που χτύπησε τις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1830 χωρίς να ξαναβγεί ποτέ.
Και αν χρειαζόταν η ζωή του και μια ακόμα χαριστική βολή, ακόμα και η εφεύρεσή του αμφισβητείται σήμερα, καθώς πλέον γνωρίζουμε ότι οι ιθαγενείς της Κεντρικής Αμερικής είχαν αναπτύξει παρόμοιες τεχνικές βουλκανισμού του καουτσούκ τουλάχιστον από το 1600 π.Χ.
Όσο για την εταιρία ελαστικών που πήρε το όνομά του, την Goodyear Tire and Rubber Company, καμιά σχέση με τον εφευρέτη, αφού ονομάστηκε έτσι μετά τον θάνατό του μόνο και μόνο για να τιμήσει την κληρονομιά του…
Πρώτα χρόνια
Ο Τσαρλς Γκουντγίαρ γεννιέται στις 29 Δεκεμβρίου 1800 στο New Haven του Κονέκτικατ ως γιος μικροεφευρέτη και κατασκευαστή, ο οποίος έφτιαχνε και πουλούσε τις βελτιώσεις που σκάρωνε σε εργαλεία και αγροτικό εξοπλισμό. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά της φαμίλιας, η οποία έβγαζε άνετα τα προς το ζην, και μπήκε από πολύ μικρός στη βιομηχανική μονάδα του πατέρα του.
Φιλάσθενος από μικρός, ο Τσαρλς φοίτησε σε δημόσιο σχολείο και σε ηλικία 17 ετών στάλθηκε στη Φιλαδέλφεια για να μάθει από πρώτο χέρι το εμπόριο, δουλεύοντας ως πωλητής σε χονδρέμπορο. Η κακή του υγεία όμως τον ανάγκασε να επιστρέψει στη γενέτειρά του το 1822, όπου και εντάχθηκε πια πλήρως στην πατρική επιχείρηση.
Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 24 ετών, παντρεύτηκε τη σύζυγό του Clarissa και απέκτησε τελικά έξι παιδιά. Το 1826 μάλιστα, με τις δουλειές να πάνε αρκετά καλά, αυτός και η γυναίκα του άνοιξαν παράρτημα του πατρικού καταστήματος, ένα από τα πρώτα καταστήματα γενικού εμπορίου στο New Haven. Κι εκεί που όλα φαινόταν να πάνε καλά, η ζωή του θα έπαιρνε ξαφνικά τελείως διαφορετική τροπή…
Πτώχευση και επαφή με το ελαστικό
Ήταν στις αρχές του 1830 όταν έλαβαν χώρα τα δύο γεγονότα που θα άλλαζαν άρδην τον βίο του. Το πρώτο ήταν ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο πατέρας του πτώχευσαν και πλέον έπρεπε να αναζητήσουν άλλη απασχόληση για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους και να συντηρήσουν τις φαμίλιες τους.
Το επόμενο συνέβη το καλοκαίρι του 1834, όταν ο φαλιρισμένος πωλητής μπήκε σε ένα νεοϋορκέζικο κατάστημα που ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί: το Roxbury India Rubber Co ήταν πράγματι η πρώτη αμερικανική εταιρία που κατασκεύαζε προϊόντα από καουτσούκ. Ο Γκουντγίαρ είχε στα χέρια του μια νέα εφεύρεση που είχε σκαρώσει, κάτι σαν βαλβίδα ασφαλείας για σωσίβια. Ο διευθυντής του καταστήματος κούνησε όμως το κεφάλι του αρνητικά: όχι μόνο δεν ενδιαφερόταν η φίρμα για νέες βαλβίδες, αλλά ήταν σίγουρο ότι σε λίγο θα έβαζε και λουκέτο κιόλας. Και μάλιστα ο εφευρέτης δεν έπρεπε να είχε τελειοποιήσει τη βαλβίδα του σωσιβίου, αλλά το ίδιο το σωσίβιο!
Και έδειξε αμέσως στον Γκουντγίαρ το γιατί: στοίβες και στοίβες από ελαστικά προϊόντα είχαν λιώσει μέσα στο μαγαζί και πλέον φάνταζαν σωροί από δύσοσμη κόλλα, κι αυτό εξαιτίας της ζέστης του καλοκαιριού. Οι εξοργισμένοι πελάτες επέστρεφαν κατά δεκάδες τις αγορές τους, καθώς με το που μπήκε το καλοκαίρι το καουτσουκένια αγαθά έλιωναν κάτω από τον καυτό ήλιο.
Κι έτσι ο «πυρετός του ελαστικού» που είχε γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ήταν έτοιμος να πεθάνει εξίσου ξαφνικά! Εκεί που όλοι ήθελαν λίγο πρωτύτερα τα προϊόντα που καμώνονταν από τη νέα «αδιάβροχη τσίχλα» που ερχόταν από τη Βραζιλία και κυρίως την Ινδία και παρασκευαζόταν πια από σωρεία αμερικανικών εργοστασίων, πλέον κανείς δεν ήθελε να ακούσει για το βρομο-ελαστικό! Κι αυτό γιατί πάγωνε τον χειμώνα και έλιωνε το καλοκαίρι. Κι έτσι καμιά βιομηχανία δεν επιβίωσε πάνω από πέντε χρόνια, κοστίζοντας στους επενδυτές πολλά χαμένα εκατομμύρια. Όπως όλοι το έλεγαν εξάλλου, το ελαστικό ήταν μια ξοφλημένη ιστορία.
Το μυστηριώδες ελαστικό κόμμι καρφώθηκε όμως στο μυαλό του Γκουντγίαρ, ο οποίος στα 34 του και χωρίς δουλειά στα χέρια του έβαλε σκοπό να κάνει την ουσία κατάλληλη για χρήση…
Η γέννηση του βουλκανισμένου ελαστικού
Έτσι ξεκίνησε λοιπόν το έργο ζωής του, να μετατρέψει δηλαδή το πρακτικά άχρηστο και εμπορικά φαλιρισμένο καουτσούκ σε ένα λειτουργικό προϊόν για κάθε χρήση. Το πράγμα όμως μόνο εύκολο δεν ήταν κι έτσι ο Τσαρλς αφιέρωνε πια όλο τον χρόνο του και κάθε κονδύλι που έπεφτε στα χέρια του στη βελτίωση του ελαστικού.
Δεν είχε όμως σέντσι στην τσέπη ούτε γνώριζε από χημεία, πόσο μάλλον που οι πηγές που του απέμεναν για πειραματισμό μόνο πενιχρές ήταν. Απτόητος πάντως ο ίδιος, με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους προχωρούσε με αμείωτο ζήλο, αν και σημαντική πρόοδο δεν είχε σημειώσει: αναμείγνυε το καουτσούκ με τα πάντα, από φυτικές ουσίες και καστορέλαιο μέχρι και οξέα. Ακόμα και με μείγματα τυριών πειραματίστηκε!
Ταυτοχρόνως, μπαινοβγαίνει στη φυλακή για χρέη και η οικογένειά του συντηρείται χάρη στην ελεημοσύνη φίλων και κοινωνικών υπηρεσιών. Αυτός όμως ακόμα και στο κελί ζητά από τη γυναίκα του να του φέρνει καουτσούκ για να συνεχίσει τον πειραματισμό του!
Έπειθε μια στο τόσο καρδιακούς φίλους να τον χρηματοδοτούν και τα πειράματα με το λάστιχο, που γίνονταν στην κουζίνα της οικίας του με τη βοήθεια της συζύγου και των μεγαλύτερων κορών του, συνεχίζονταν καθημερινά, με τους γείτονες να παραπονούνται για τη δυσοσμία που αναδυόταν από το σπίτι των Γκουντγίαρ.
Μέχρι το 1836, είχε σημειώσει σχετική επιτυχία, αφού ανακάλυψε μια μέθοδο επεξεργασίας του καουτσούκ με νιτρικό οξύ, περιορίζοντας κάπως τα μειονεκτήματα του ελαστικού σε όρους αντοχής στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Παρά τα αρνητικά του, ήταν το καλύτερο επεξεργασμένο καουτσούκ που είχε δεν ποτέ του και κυκλοφορούσε εξάλλου στην πιάτσα! Με τη χρηματοδότηση νεοϋρκέζου επενδυτή, ο Γκουντγίαρ βάζει την εφεύρεσή του σε παραγωγή, αν και η κρίση που μάστισε τις ΗΠΑ το 1837 θα τον πτώχευε για άλλη μια φορά! Αυτός και η οικογένειά του ζούσαν πια στην ερημωμένη μονάδα παραγωγής του στο Staten Island της Νέας Υόρκης και ψάρευαν όλη μέρα και όλη νύχτα για να έχουν κάτι στο πιάτο τους.
Παρά την αποτυχία, ο ίδιος επέμενε σαν να μην καταλάβαινε και πλέον φορούσε ρούχα από το καουτσούκ που κατασκεύαζε, κι αυτό για να προσελκύει το ενδιαφέρον κόσμου και επενδυτών φυσικά!
Τότε ήρθε στη ζωή του ο Nathaniel Hayward, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Γκουντγίαρ, ο οποίος είχε καταλήξει σε νέα και ακόμα αποτελεσματικότερη μέθοδο βουλκανοποίησης του καουτσούκ, και η εταιρία τους φαινόταν να σημειώνει επιτυχία: τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία παρήγγειλαν 150 ταχυδρομικούς σάκους από το επεξεργασμένο ελαστικό του Τσαρλς! Κι όμως, οι σάκοι έλιωσαν στην καλοκαιρινή ζέστη και η εταιρία έκλεισε πριν καλά-καλά ιδρυθεί.
Είπαμε όμως, ο ίδιος δεν καταλάβαινε από αποτυχίες και συνέχιζε παρά την κακή κατάσταση της υγείας του και της οικογένειάς του. Είχε πιάσει πιάτο, καθώς ήταν οι γείτονες αγρότες που συντηρούσαν τη φαμίλια του στο νέο τους σπίτι, σε ένα χωριό της Μασαχουσέτης, την ώρα που ο Τσαρλς μπαινόβγαινε στη φυλακή για χρέη.
Η μεγάλη ανακάλυψη ήρθε όμως και ήρθε τον χειμώνα του 1839. Ο Γκουντγίαρ χρησιμοποιούσε πια το θειάφι στα πειράματά του και ένα πρωινό του Φεβρουαρίου έριξε κατά λάθος το ζεστό μείγμα από καουτσούκ και θειάφι πάνω στον αναμμένο φούρνο. Όταν προσπάθησε να το καθαρίσει, παρατήρησε ότι αντί να έχει λιώσει σαν μελάσα, είχε αντιθέτως σχηματοποιηθεί και έμοιαζε έτσι με δέρμα! Η ελαστικότητα του «λάθους» ήταν απαράμιλλη και η σύνθεσή του τέτοια που μιλούσαμε πια για ένα τελείως διαφορετικό υλικό! Είχε στα χέρια του το αδιάβροχο ελαστικό που ξέρουμε σήμερα.
Κι αν η ανακάλυψή του λογίζεται συχνά από τα κιτάπια της Ιστορίας ως ένα από τα ευτυχή ατυχήματα στην πορεία των εφευρέσεων, ο Γκουντγίαρ δεν το δέχτηκε ποτέ αυτό. Σαν το μήλο του Νεύτωνα δηλαδή, ισχυριζόταν, το περιστατικό με τον καυτό φούρνο είχε νόημα μόνο σε έναν άνθρωπο που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην εφεύρεση του ανθεκτικού ελαστικού και ήξερε κάθε μικρή διαφοροποίηση της ουσίας: «στο μυαλό του ανθρώπου που ήταν έτοιμος να συνάγει συμπέρασμα», δηλαδή, στον «άνθρωπο που είχε αφιερωθεί με επιμονή στο θέμα».
Ο Γκουντγίαρ είχε ανακαλύψει το κλειδί της διαδικασίας που θα ονομαζόταν βουλκανισμός, η χημική επεξεργασία του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του δηλαδή, εν προκειμένω η θέρμανση του μείγματος καουτσούκ και θειαφιού. Στις 14 Ιουνίου 1844 πατεντάρισε την εφεύρεσή του, αν και το πολύ κακό επιχειρηματικό του δαιμόνιο τον έκανε να την κατοχυρώσει σε εξωφρενικά χαμηλή τιμή.
Ταυτοχρόνως, η υγεία του είχε πια επιδεινωθεί, άλλα έξι παιδιά που απέκτησε πέθαναν σε νεαρή ηλικία και στο σπιτικό του ούτε πιάτα δεν υπήρχαν πλέον, με τον απτόητο Γκουντγίαρ να αντικαθιστά τα σερβίτσια με πιάτα από βουλκανισμένο καουτσούκ! Πολύ κακός επιχειρηματίας ο ίδιος, ξεφορτώθηκε στα γρήγορα και για ψίχουλα την εφεύρεση που θα τον είχε κάνει στα σίγουρα εκατομμυριούχο και ρίχτηκε πάλι με τα μούτρα στην έρευνα για ακόμα καλύτερο καουτσούκ.
Κι έτσι πριν καλά-καλά το καταλάβει, δύο αμερικανικά εργοστάσια άρχισαν να παρασκευάζουν το βουλκανισμένο καουτσούκ του Γκουντγίαρ και σύντομα εμφανίστηκαν κι άλλα που είτε έκλεψαν απλώς την πατέντα είτε δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για το τυπικό του πράγματος. Το λάστιχο είχε έρθει για τα καλά στην Αμερική και ο εφευρέτης του δεν καρπώθηκε τίποτα από την απίστευτη επιτυχία του υλικού.
Ο Γκουντγίαρ είχε πια βαλθεί να φτιάξει τα πάντα από βουλκανισμένο καουτσούκ: από χαρτονομίσματα και μουσικά όργανα μέχρι σημαίες, κοσμήματα και ιστία πλοίων. Ακόμα και ελαστικά πλοία οραματιζόταν ο εφευρέτης, ο οποίος έφτιαξε το πορτρέτο του πάνω σε καουτσούκ και τύπωσε την αυτοβιογραφία του επίσης πάνω σε βουλκανισμένο ελαστικό! Πλέον φορούσε αποκλειστικά ρούχα από καουτσούκ, όπως καπέλα, γιλέκα, παλτό και γραβάτες…
Κατοπινά χρόνια
Ο Γκουντγίαρ προσέλαβε κάποια στιγμή τον φημισμένο δικηγόρο Daniel Webster για να τον βοηθήσει να εισπράξει τα οφειλόμενα από την εκμετάλλευση της εφεύρεσής του από 32 πειρατικές επιχειρήσεις, όπως όμως καταλαβαίνουμε πια όλοι, η αμοιβή του δικηγόρου ήταν τελικά πολύ μεγαλύτερη από τα έσοδα που μάζεψε ο Τσαρλς από τις δικαστικές αυτές περιπέτειες!
Ήταν όμως και το άλλο: εξαιτίας της κωλυσιεργίας του, δεν κατάφερε να αποκτήσει τα εμπορικά δικαιώματα της χρήσης του βουλκανισμένου καουτσούκ στο εξωτερικό, καθώς μέχρι τότε ο Thomas Hancock είχε πατεντάρει την ίδια ακριβώς διαδικασία στη Βρετανία.
Απτόητος πάντως ο ίδιος από τον ανταγωνισμό που του είχε κλέψει την εφεύρεση, ήθελε να φτιάξει μια νέα μονάδα παραγωγής για το υλικό του, γι’ αυτό και δανείστηκε μεγάλα ποσά για εξωφρενικές επιδείξεις του υλικού του στο Λονδίνο το 1851 και στο Παρίσι το 1855 (στις Διεθνείς Εκθέσεις των δύο πόλεων είχε στήσει πελώρια περίπτερα εξολοκλήρου καμωμένα από ελαστικό!). Όχι μόνο δεν αποκόμισε τίποτα από τη διεθνή επίδειξη του βουλκανισμένου καουτσούκ του, αλλά βρέθηκε για άλλη μια φορά στα κάγκελα της φυλακής, στη Γαλλία αυτή τη φορά, για τα νέα χρέη του (δεν μπορούσε να πληρώσει το δωμάτιο του ξενοδοχείου του!).
Και εκεί, στα γαλλικά μπουντρούμια δηλαδή, του απονεμήθηκε το σπουδαίο μετάλλιο «Σταυρός του Τάγματος της Τιμής» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ναπολέων Γ’, παρά το γεγονός ότι του αρνήθηκαν την πνευματική κατοχύρωση του βουλκανισμένου καουτσούκ στη Γαλλία εξαιτίας κάποιων τεχνικών λεπτομερειών!
Ο Γκουντγίαρ επέστρεψε στην Αμερική έπειτα από χρόνια, όταν η νέα εταιρία που ίδρυσε στη Γαλλία πτώχευσε κι αυτή. Ήταν και πάλι άρρωστος, φαλιρισμένος και ξοφλημένος. Εγκαταστάθηκε και πάλι στη Νέα Υόρκη, λίγο αργότερα όμως η κόρη του πέθανε και επιστρέφοντας στο New Haven για την κηδεία της, άφησε την τελευταία του πνοή στο ταξίδι. Ήταν την 1η Ιουλίου του 1860 όταν έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας στην οικογένειά του χρέη 200.000 δολαρίων, την ίδια στιγμή που τόσες και τόσες βιομηχανίες θησαύριζαν από την εφεύρεσή του.
Η σύζυγός του αποδείχτηκε ωστόσο πολύ καλύτερη στη διαχείριση των δικαιωμάτων της εφεύρεσης και μέσα σε λίγο καιρό κατάφερε να μαζέψει πολλά οφειλόμενα, εξασφαλίζοντας πια σε όσους Γκουντγίαρ είχαν απομείνει πίσω σχετικά άνετη ζωή. Ο γιος του Τσαρλς έβαλε την εφεύρεση του πατέρα του σε λειτουργία χρόνια αργότερα και έγινε πλούσιος κατασκευάζοντας παπούτσια από ελαστικό.
Ούτε ο Τσαρλς ούτε άλλο μέλος των Γκουντγίαρ συνδέθηκαν ωστόσο με τη φίρμα που πήρε το όνομά του, τον σημερινό κολοσσό Goodyear Tire & Rubber Co (ιδρύθηκε στο Οχάιο το 1898).
Ο Γκουντγίαρ οραματίστηκε το ελαστικό ως το πολυχρηστικό υλικό που το ξέρουμε σήμερα, ως το πρώτο και πιο ευέλικτο από όλα τα σύγχρονα «πλαστικά». Το ήθελε να είναι «φυτικό δέρμα» ή «ελαστικό μέταλλο» και να αφορά στα πάντα, με πολλές μάλιστα από τις ιδέες του να αναδύονται σήμερα ως νέες χρήσεις του καουτσούκ. Πολλές συσκευασίες τροφίμων χρησιμοποιούν σήμερα συνθετικά πλαστικά καμωμένα από φυσικό καουτσούκ, κάτι που ονειρευόταν ο Γκουντγίαρ ήδη από το 1850! Και βέβαια ο ίδιος ήταν πάλι που πειραματίστηκε πρώτος με το προφυλακτικό από καουτσούκ.
Τέλος, μια ακόμα μακρά σειρά από σύγχρονες χρήσεις του βουλκανισμένου ελαστικού, όπως μπογιά από καουτσούκ, εξαρτήματα αυτοκινήτων, ελαστικά καροτσάκια, φουσκωτές σωσίβιες λέμβοι, στολές βατραχανθρώπων και τόσα ακόμα είχαν γεννηθεί στο μυαλό του Γκουντγίαρ τουλάχιστον έναν αιώνα πρωτύτερα…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr