«Πατέρας» ενός ολόκληρου έθνους, ακτιβιστής, ειρηνιστής και στοχαστής, ο Γκάντι συνέλαβε και εκτέλεσε ιδανικά έναν νέο τρόπο επαναστατικής δράσης: την παθητική αντίσταση.
Η «δικαιολογημένη ανυπακοή» που ευαγγελίστηκε και το ειρηνικό κίνημα ανεξαρτησίας που καθέλκυσε στον επαναστατικό στίβο θα τον έκαναν παγκόσμιο σύμβολο της πολιτικής αλλαγής, αλλά και ορόσημο στα χρονικά των λαϊκών διεκδικήσεων.
Λιτός και ταπεινός στον βίο του, ο Γκάντι κατάλαβε από νωρίς τη μεγάλη αλήθεια: δεν μπορείς να διεκδικείς και να μιλάς εξ ονόματος του λαού αν δεν είσαι ένας από τους πολλούς. Έτσι λοιπόν κι έκανε.
Ας δούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής που σημάδεψε ένα έθνος και χαράχτηκε στη συλλογική μνήμη της οικουμένης…
Πρώτα χρόνια
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, περισσότερο γνωστός ως «Μαχάτμα» («Μεγάλη Ψυχή»), γεννιέται στο Πορμπαντάρ της βορειοδυτικής Ινδίας στις 2 Οκτωβρίου 1869 από οικογένεια ινδουιστών. Ο πατέρας του ήταν ο τοπικός κυβερνήτης της Πορμπαντάρ, την ίδια στιγμή που η θρησκευτική αφοσίωση της μητέρας του θα γαλουχούσε τον μικρό Μοχάντας με τα ειρηνιστικά ιδεώδη των ινδουιστών, την αμοιβαία ανοχή και -κυρίως- την αρχή του μη τραυματισμού κάθε έμβιου πλάσματος.
Γεννημένος λοιπόν σε προνομιούχα κάστα, ο Γκάντι θα λάβει τη βασική εκπαίδευση, αν και θα αποδειχτεί μέτριος μαθητής. Σε ηλικία 13 ετών, τον Μάιο του 1883, ο νεαρός Μοχάντας θα παντρευτεί από συνοικέσιο τη συνομήλική του Καστουρμπάι, κατά τα έθιμα της χώρας. Όταν μάλιστα θα περνούσε στο Πανεπιστήμιο της Βομβάης, η γυναίκα του θα του χάριζε τον πρώτο από τους τέσσερις γιους του, το 1888.
Τα κολεγιακά χρόνια του Γκάντι δεν ήταν χαρούμενος καιρός για τον ίδιο, κατάσταση που θα άλλαζε βέβαια καθοριστικά όταν θα εγκατέλειπε τη χώρα του για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Λονδίνο. Τον Σεπτέμβριο του 1888 λοιπόν, σε ηλικία 18 ετών, ο Γκάντι θα μεταναστεύσει στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου για να φοιτήσει στο University College London, όπου και θα γνωρίσει «συγγενικά πνεύματα».
Εμποτισμένος με τις αρχές του ινδουισμού, που περιλάμβαναν χορτοφαγία και αποχή από το σεξ και το αλκοόλ, ο Γκάντι θα επιδιώξει φιλοσοφικές και θεολογικές σπουδές, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δείξει μέχρι τότε καμία κλίση στη θρησκειολογία.
Τα χρόνια της Νότιας Αφρικής
Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, βρήκε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα απ’ όσο τα είχε αφήσει, η ξενιτιά ήταν λοιπόν και πάλι η ιδανική λύση. Το 1893 θα αποδεχτεί ένα ετήσιο συμβόλαιο για να εργαστεί για λογαριασμό μιας ινδικής φίρμας που δραστηριοποιούταν στη Νότια Αφρική.
Παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμα κατοχυρώσει το πτυχίο του στα νομικά, αναγνώρισε μεμιάς το σύστημα του «απαρτχάιντ» που μάστιζε τη χώρα στη στροφή του 20ού αιώνα. Έπρεπε λοιπόν να δράσει: ο Γκάντι θα περνούσε στη Νότια Αφρική τα επόμενα 21 χρόνια, επιδιδόμενος σε αγώνα κατά της αδικίας και των φυλετικών διακρίσεων. Το γεγονός ότι έγινε και ο ίδιος μάρτυρας των προκαταλήψεων και του φυλετικού διαχωρισμού θα λειτουργούσε ως καταλύτης για την ακτιβιστική του δράση: ο ρατσισμός θα γινόταν ο μεγάλος εχθρός της ζωής του, απ’ όπου κι αν προερχόταν.
Στην περίοδο της Νότιας Αφρικής ήταν που θα συλλάβει ο Γκάντι τις θεωρητικές του πεποιθήσεις για τον μη βίαιο αγώνα και την ειρηνική δράση, αναγνωρίζοντας ότι η πολιτική αλλαγή θα μπορούσε να έρθει μόνο από απτές διεκδικήσεις.
Επιστροφή στην Ινδία
Επιστρέφοντας στη χώρα του το 1916, η φήμη του Γκάντι προηγούταν. Μέσα στο ευνοϊκό πλαίσιο της υποδοχής του, θα επεκτείνει ακόμα περισσότερο τη συλλογιστική του στον τομέα αυτό, μιλώντας πια για μη-βίαιη ανυπακοή των πολιτών. Τα θλιβερά γεγονότα της Μπιχάρ το 1918, με τον ντόπιο πληθυσμό να καταπιέζεται δραματικά από τον βρετανικό ζυγό και τον Γκάντι να ενθαρρύνει τους κατοίκους να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους μέσα από ειρηνικές διαδηλώσεις, θα εκτόξευαν τη φήμη του στα πέρατα της Ινδίας. Μια νέα πολιτική είχε γίνει μόλις πράξη…
Ο Μαχάτμα, ψευδώνυμο που του αποδίδεται αυτή την εποχή, είδε την πολιτική του επιρροή να αυξάνει κατακόρυφα: μέχρι το 1921, ηγούταν του Εθνικού Ινδικού Κογκρέσου, αναδιοργανώνοντας τη δράση του κόμματος γύρω από την αρχή της πλήρους ανεξαρτησίας της Ινδίας από τους Βρετανούς. Το περίφημο μποϊκοτάζ που κήρυξε στα βρετανικά προϊόντα αλλά και οι διδαχές του για μαζική ανυπακοή του λαού θα τον έφερναν αντιμέτωπο με την πρώτη του σύλληψη, στις 10 Μαρτίου 1922. Θα καταδικαζόταν για «ανταρσία» και θα περνούσε 2 χρόνια στη φυλακή.
Μέχρι την αποφυλάκισή του, τον Φεβρουάριο του 1924, το κόμμα του είχε αρχίσει να φθίνει, με τον Γκάντι να αποσύρεται από την πρώτη γραμμή, για να επιστρέψει δριμύτερος 4 χρόνια αργότερα, το 1928, όταν και θα εντατικοποιήσει τον αγώνα του για την ανεξαρτησία της χώρας.
Η πορεία του αλατιού
Όταν οι Βρετανοί θα εγκαινίαζαν ένα νέο φορολογικό μέτρο για το αλάτι το 1930, ο Γκάντι θα ξεκινούσε την πρώτη «πορεία του αλατιού», βαδίζοντας 250 μίλια με τα πόδια μέχρι να φτάσει στη θάλασσα για να φτιάξει το δικό του αλάτι. Αναγνωρίζοντας την πολιτική επιρροή του ινδού ηγέτη, οι Βρετανοί θα αναγκαστούν να διαπραγματευτούν πολυάριθμες φορές μαζί του στα κατοπινά χρόνια, με τον ίδιο να κερδίζει μια σειρά από ευνοϊκότερα μέτρα για τον λαό του.
Ο μεγάλος στόχος ήταν όμως ένας: η πλήρης πολιτική ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο! Ο Γκάντι θα πλήρωνε τον ειρηνικό του αγώνα με τουλάχιστον έξι απόπειρες δολοφονίας, δεν έλεγε ωστόσο να το βάλει κάτω.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ήταν κατά τα πρώτα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου που η αποστολή του Γκάντι για ίδρυση ανεξάρτητου ινδικού κράτους θα έφτανε στο αποκορύφωμά της: δεν έβλεπε κανέναν λόγο γιατί έπρεπε οι καταπιεσμένοι Ινδοί να αγωνιστούν στο πλευρό του κατακτητή τους -στα πέρατα της οικουμένης- για τη διαιώνιση της βρετανικής ηγεμονίας.
Τα κηρύγματά του θα οδηγούσαν στις χειρότερες ταραχές κοινωνικής ανυπακοής που γνώριζε η χώρα, με τον ίδιο να συλλαμβάνεται στις 9 Αυγούστου 1942, όταν και θα περνούσε άλλα 2 χρόνια στη φυλακή. Τον Φεβρουάριο του 1944, 3 μήνες πριν από την απελευθέρωσή του, η γυναίκα του θα πέθαινε στην ίδια φυλακή, ενώ τον Μάιο, μόλις αποφυλακίστηκε, θα λάμβανε χώρα η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του, με την τρίτη να παίρνει σειρά λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του ’44.
Πορεία προς την ανεξαρτησία
Το ύπουλο βρετανικό σχέδιο του διαχωρισμού της βρετανικής Ινδίας σε δύο κράτη, το μουσουλμανικό Πακιστάν και την ινδουιστική Ινδία, συνάντησε την ορμητική αντίδραση του Γκάντι, που διέκρινε αμέσως τα προβλήματα που θα προκαλούσε η διχοτόμηση της χώρας. Παρά ταύτα, το Εθνικό Κογκρέσο θα αποδεχόταν τις προτάσεις των Βρετανών, εν μέσω της τέταρτης απόπειρας δολοφονίας του Γκάντι με εκτροχιασμό τρένου (29 Ιουλίου 1946).
Οι φορτικές πιέσεις από τους πολιτικούς του αντιπάλους και οι αυξανόμενοι φόβοι του για εμφύλια σύρραξη θα τον έκαναν τελικά να αποδεχτεί απρόθυμα την πρόταση της διάσπασης της χώρας σε δύο κράτη, με την Ινδία να κηρύσσει την πολυπόθητη Μέρα Ανεξαρτησίας στις 15 Αυγούστου 1947.
Ο αγώνας του Γκάντι είχε δικαιωθεί, αν και όχι με τον τρόπο που επιζητούσε. Η μάχη του δεν είχε πάρει ωστόσο τέλος, με την ανάγκη για πολιτική ενότητα να αναδύεται πλέον επιτακτική και αδήριτη. Ο οραματιστής θα περνούσε τους επόμενους μήνες της ζωής του δουλεύοντας πυρετωδώς για την ειρηνική συνύπαρξη ινδουιστών και μουσουλμάνων, διαβλέποντας ωστόσο την ολοένα και αυξανόμενη έχθρα των δύο νεοσύστατων κρατών.
Θα ξεκινούσε -άλλη μία- απεργία πείνας για την καλή γειτονία των δύο κρατών, με τον ίδιο να πιέζει τους ιθύνοντες της Ινδίας να δώσουν την αποζημίωση που ζητούσε το Πακιστάν για τα χαμένη εδάφη, θεωρούμενος πλέον από κύκλους σκληροπυρηνικών ινδουιστών ως προδότης. Όταν μάλιστα η πολιτική πίεση της απεργίας πείνας θα κατάφερνε να εξασφαλίσει την αποζημίωση στο Πακιστάν, θα εξασφάλιζε ταυτόχρονα και την πέμπτη απόπειρα κατά της ζωής του, με βομβιστικό χτύπημα.
Παρά την αποτυχία του σχεδίου, οι συνωμότες δεν θα εγκατέλειπαν τα όπλα αυτή τη φορά, επιδιδόμενοι σε άλλη μία απόπειρα αμέσως μετά. Στις 30 Ιανουαρίου 1948, ο Γκάντι θα έπεφτε νεκρός από τρεις πυροβολισμούς εξ επαφής. Το όπλο του συνωμότη είχαν οπλίσει ακραίοι εξτρεμιστικοί κύκλοι ινδουιστών.
Ο Γκάντι ως σύμβολο
Παρά το γεγονός ότι ο Γκάντι προτάθηκε 5 φορές για το Νόμπελ Ειρήνης, δεν το κέρδισε ποτέ! Τη χρονιά μάλιστα της δολοφονίας του, το 1948, το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης δεν δόθηκε σε κανέναν, καθώς «δεν βρέθηκε άξιος εν ζωή υποψήφιος».
Ο επιφανής ηγέτης που δεν ήταν ηγέτης, ο κορυφαίος πολιτικός που δεν ήταν πολιτικός, πήρε ωστόσο το μεγάλο βραβείο της Ιστορίας: η σκέψη του και η ειρηνική του δράση θα διαχύνονταν στην ανθρωπότητα, με τα ειρηνικά πολιτικά κινήματα που ακολούθησαν να βρίσκουν τον απόλυτο εκφραστή τους.
Τα κορυφαία απελευθερωτικά κινήματα του 20ού αιώνα έχουν το ίδιο πάντα ορόσημο: ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις ΗΠΑ, ο Νέλσον Μαντέλα στη Νότια Αφρική, η Αούνγκ Σαν Σου Κι στη Μιανμάρ εμπνεύστηκαν τα ιδανικά των αγώνων τους από τον μεγάλο διανοητή και ακτιβιστή της Ινδίας.
Κι αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από τον ειρηνικό ακτιβισμό του και την πολιτική ανυπακοή που κήρυττε, ας είναι η φράση με την οποία καλούσε τον λαό να θέσει κατά μέρος τον βρετανικό ζυγό στην καθημερινότητά του: «Σταματήστε να συνεργάζεστε με τον κατακτητή».
Ένα οικουμενικό μήνυμα που βρίσκει εφαρμογή σε πολλές πολλές μορφές «κατάκτησης»…