Ήταν στην εξαίσια ηθογραφική σάτιρα που περιστρέφεται γύρω από το μικρόβιο της πολιτικής που θα έδινε πραγματικά ρέστα ο πάντα σεμνός και ταπεινός Βύρων Πάλλης, δείχνοντάς μας εντός οθόνης τα προσόντα τα καλά του πολιτικού και ουχί του πολιτικάντη! Στον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» (1954) του Αλέκου Σακελλάριου λοιπόν θα ξεδιπλωθεί στην πλήρη του έκταση το υποκριτικό ταλέντο του Πάλλη, εκεί που ως νεαρός επιστήμονας στρέφεται στα κοινά, αν και χωρίς καμία μα καμία τύχη ή προοπτική. Με τα λεφτά του μεγαλομπακάλη κουνιάδου του κάνει ό,τι κάνει, μόνο που δεν είναι ποτέ αρκετό. Όποιος κατορθώσει να πάρει με το μέρος του τους περισσότερους και να τους κρατήσει γερά στη χούφτα του έχει και τη νίκη, φαίνεται να μας υπενθυμίζει διαρκώς ο «Θανασάκης» Βύρωνας ήδη από την ταραγμένη πολιτικά δεκαετία του 1950, θέτοντας λες τις βάσεις του πελατειακού συστήματος που θα επικρατούσε στην πολιτική ζωή του τόπου. Αν και ο Πάλλης δεν θα επαναπαυόταν στις δάφνες του «Θανασάκη Γκοβότσου» του, σημαδεύοντας με τη φωνή του ακόμα και τα ερτζιανά, σε εποχές που το ραδιόφωνο ήταν η βασική πηγή της οικιακής ψυχαγωγίας. Υπήρχαν χρόνια δηλαδή που η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το ογκώδες ραδιόφωνο για να ακούσουν όλοι μαζί το «Σπίτι των ανέμων» και να τους συνεπάρει η εκφραστική και αρρενωπή φωνή του Πάλλη. Δικηγόρος Λαμπίρης εκεί, δεν υπήρχε κανείς που να μην τον ξέρει! Άλλος ένας ηθοποιός που άφησε τη δική του εποχή στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας μας τόσο με την επιβλητική παρουσία όσο και τις θεσπέσιες ερμηνείες του. Σπάνιο ταλέντο, αξέχαστος ηθοποιός και προπάντων ένας άνθρωπος που εξέπεμπε ήθος και σοβαρότητα, κόσμησε σανίδι και πανί, αλλά και ερτζιανά και γυαλί. Και παρά το γεγονός ότι όλοι τον θυμόμαστε ως ηθοποιό, ο Πάλλης είχε σκηνοθετήσει κιόλας αρκετές ταινίες, μεταφέροντας συνήθως στη μεγάλη οθόνη τις ανάρπαστες ραδιοφωνικές του επιτυχίες. Ένας άνθρωπος-καλλιτεχνικό πολυεργαλείο δηλαδή…
Πρώτα χρόνια
Ο Βύρων Πάλλης γεννιέται το 1923 στην Αθήνα με την υποκριτική να είναι το όνειρο της ζωής του ήδη από τα πρώτα του χρόνια. Ξέροντας προφανώς από μικρός τι ήθελε να γίνει, γράφεται με το που τελειώνει το σχολείο στη δραματική σχολή του τότε Εθνικού Θεάτρου (Βασιλικό Θέατρο), βάζοντας τα θεμέλια για μια εκτεταμένη και σπουδαία καριέρα στην ηθοποιία. Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαίο πως το θεατρικό του ντεμπούτο θα λάβει χώρα δίπλα στην ίδια την Κοτοπούλη. Ήταν το 1950 και στην παράσταση «Άννα των χιλίων ημερών» που θα πρωτοσυνεργαστεί με τον θίασο της Μαρίκας, δίπλα στην οποία θα περάσει τα επόμενα τέσσερα θεατρικά χρόνια. Το 1955 θα τον βρει στο Βασιλικό Θέατρο, σε ολοένα και καλύτερους ρόλους, και από το 1957 και μετά θα δουλέψει με όλους, συνεργαζόμενους με τους θιάσους των Λαμπέτη, Κατράκη, Χορν, Μυράτ, Κυβέλης κ.λπ. Αν και το Εθνικό το αγάπησε όσο τίποτα, επιστρέφοντας συχνά-πυκνά στην επικράτειά του για να ερμηνεύει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα τόσο του κλασικού όσο και του σύγχρονου ρεπερτορίου. Από την εποχή που καταπιάστηκε μάλιστα με τον κινηματογράφο, ο Πάλλης τσαλαβούτησε και στην παραγωγή, διατηρώντας για ένα καλό διάστημα ακόμα και δικό του θίασο. Πολλές παραστάσεις του έγιναν κλασικές και η πορεία του ήταν συνυφασμένη με την ίδια την πορεία του νεοελληνικού θεάτρου. Όσοι τον είδαν να ερμηνεύει «Οθέλο» ή «Οιδίποδα Τύραννο» το είχαν και το έλεγαν!
Εξίσου μακρά ήταν και η σταδιοδρομία του στο Κρατικό Ραδιόφωνο, τόσο ως ηθοποιός και παραγωγός όσο και ως ραδιοσκηνοθέτης. Κανείς δεν μπορούσε να τον ξεχάσει από τη στιγμή που σφράγισε το δημοφιλέστατο «Το σπίτι των ανέμων», μια ραδιοφωνική σειρά σε συνέχειες, όπου ενσάρκωνε έναν δικηγόρο που με τη γυναίκα του (την πραγματική σύζυγό του στη ζωή, Αφροδίτη Γρηγοριάδου!) και τα παιδιά τους προσπαθούσαν να φέρουν βόλτα την τρομερή γιαγιά. Το θρυλικό ραδιοφωνικό σίριαλ «Το σπίτι των ανέμων» εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν η τηλεόραση ήταν άγνωστη ακόμα στη χώρα μας, έκανε τις νοικοκυρές να καίνε τα φαγητά τους, καθώς κανείς δεν μπορούσε να ξεκολλήσει! Ο Ορέστης Λαμπίρης μάλιστα, ο ρόλος που ερμήνευε ο Πάλλης, είναι φτάσει να γίνει κοινωνικό φαινόμενο, ως το απόλυτο πρότυπο για τους νέους που ήθελαν να ασκήσουν τη δικηγορία. Η επιτυχία της αστυνομικής και κοινωνικής σειράς ήταν τέτοια που πυροδότησε πλήθος κινηματογραφικών ταινιών με τον ίδιο ήρωα, όπως η «Θύελλα στο σπίτι των ανέμων» (1967), όπου σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ξανά πλάι στη σύζυγό του, Αφροδίτη Γρηγοριάδου. Αλλά και το «Ο Λαμπίρης εναντίον των παρανόμων (1967). Η εκπομπή «Θρίλερ στο Δεύτερο Πρόγραμμα» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας τον γνώριζε μάλιστα πολύ καλά ως ραδιοσκηνοθέτη, καθώς είχε διασκευάσει, προσαρμόσει και γυρίσει πλήθος θεατρικών για τα ερτζιανά.
Κινηματογραφική καριέρα
Με την ίδια φούρια μπήκε και στη μεγάλη οθόνη, όπου έγινε από την πρώτη στιγμή πρωταγωνιστής. Ο περιβόητος «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954) ήταν εξάλλου το κινηματογραφικό του ντεμπούτο! Με την εξαίσια σάτιρα του Σακελλάριου, μια κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Χρήστου Γιαννακόπουλου, ο Πάλλης καθιερώθηκε αμέσως στο πανί, ξεκοκαλίζοντας την περιουσία της συζύγου και του κουνιάδου του για τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Κατόπιν θα ακολουθούσαν καμιά σαρανταριά ταινίες, σε μέρος των οποίων έκανε επίσης τη σκηνοθεσία ή/και την παραγωγή. Συχνότατα μάλιστα μετέφερε στο πανί τις μεγάλες ραδιοφωνικές του επιτυχίες, κατά το εμπορικό μοτίβο της εποχής. Στα πρώτα του κινηματογραφικά χρόνια συνεργάστηκε με τον Φίνο, με τον οποίο έκαναν παρέα εφτά ταινίες, αρχής γενομένης από τη βουκολική «Γκόλφω» (1955) του Ορέστη Λάσκου. Το ποιμενικό φιλμ που γέννησε τη μόδα της φουστανέλας βγήκε στους κινηματογράφους τον Μάρτιο του 1955 και έκοψε 115.000 εισιτήρια, τρίτη εμπορικότερη ταινία της σεζόν. Κατόπιν ο Πάλλης θα παίξει πρακτικά τα πάντα στο ελληνικό σινεμά, ρόλους έντιμων και σοβαρών συνήθως ανθρώπων. Και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την «Άγνωστο» (1956) ή το «Ένας ήρως με παντούφλες» (1958), όπου μας χάρισε τον ιδιαίτερο Κώστα Στουπάτη του, ή μήπως τον αμίμητο μηχανικό του στη «Γαλήνη» (1958) ή τον δικό του Μάρκο Μπότσαρη στο «Ζάλογγο, το κάστρο της λευτεριάς» (1959);
Τη μεγαλύτερή του κινηματογραφική απήχηση θα τη βρει βέβαια στην επόμενη δεκαετία και οι ρόλοι του στα κλασικά δράματα «Διωγμός» (1964), «Ανήφορος» (1964), «Εχθροί» (1965), «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» (1966) και «Στεφανία» (1966) παραμένουν αξέχαστοι. Ο μεγαλύτερος όγκος των ταινιών του θα λάβει χώρα στη δεκαετία του 1960, καθώς από την επόμενη και το 1972 συγκεκριμένα θα βρει ένα νέο επαγγελματικό σπίτι στην ελληνική τηλεόραση. Από τη συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης θα έπαιρνε μέρος σε δέκα σειρές (από τη «Στησιχόρου ’73», τους «Δίκαιους» και το «Ταξίδι» μέχρι τα «Έρωτας και επανάσταση», «Οι άθλιοι των Αθηνών», «Λαυρεωτικά», «Δεσμώτες», «Κάθοδος» και «Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα), ενώ η τηλεοπτική δράση του έφτασε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τον «Φάκελο Αμαζών», το «Δέκατο τρίτο κιβώτιο» και τους «Δικηγόρους της Αθήνας» της ιδιωτικής πια τηλεόρασης.
Στην προσωπική του ζωή, ο Πάλλης ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Αφροδίτη Γρηγοριάδου, μόνιμη συνήθως παρτενέρ του τόσο στο ραδιόφωνο όσο και τον κινηματογράφο. Ο Πάλλης μεγάλωσε μάλιστα ως πατριός την κόρη της Γρηγοριάδου, την επίσης ηθοποιό Κοραλία Καράντη, η οποία είχε εξομολογηθεί παλιότερα: «Με θεωρώ τυχερή που έμαθα τόσα διαφορετικά πράγματα από τη μητέρα μου και τον πατριό μου». Από τα θεατρικά πηγαδάκια και διά στόματος Δημήτρη Καλλιβωκά πληροφορηθήκαμε και μια καλλιτεχνική κόντρα, την οποία αποκάλυψε με παράπονο ο Καλλιβωκάς μιλώντας ξεκάθαρα για αντιζηλία: «Ο Βύρων Πάλλης με πολέμησε και δεν ξέρω για ποιο λόγο. Παίζαμε μαζί και όμως με αντιπάθησε χωρίς να του έχω κάνει το παραμικρό». Τα τελευταία του χρόνια ο σπουδαίος ηθοποιός πάλευε με τον καρκίνο, αν και δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται. Έκοψε μονάχα -και αναγκαστικά- ρυθμούς. Έφυγε από τον κόσμο στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr