Η τεράστια περιουσία που κληρονόμησε όχι μία φορά, αλλά δύο, δεν αποθάρρυνε τον τζέντλεμαν Ελβς από τη σταυροφορία του να γίνει ο θρυλικότερος σφιχτοχέρης της παγκόσμιας ιστορίας. Κι αν τα χρήματα δεν αγοράζουν την ευτυχία, πουθενά δεν είναι πιο πρόδηλο αυτό από την ιστορία του μεγαλειωδώς πλούσιου αλλά διαβολεμένα τσιγκούνη Τζον Ελβς, τα απαράμιλλα καμώματα του οποίου θα ενέπνεαν τελικά έναν ακόμα διάσημο φιλάργυρο, μόνο που αυτός υπήρχε αποκλειστικά στη φαντασία του Καρόλου Ντίκενς. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» (1843) βασίστηκε εν πολλοίς πάνω στον βρετανό πολιτικό, όπως μας λέει ο ίδιος ο Ντίκενς (το παραδέχεται στο τελευταίο του μυθιστόρημα, τον «Κοινό μας φίλο»). Αν και οι ομοιότητες είναι τόσο προφανείς που το μυστικό δεν θα μπορούσε να παραμείνει κρυφό για πολύ. Ο Τζον Ελβς έμαθε τις σφιχτές οικονομικές πολιτικές από την οικογένειά του. Η μητέρα του κληρονόμησε καμιά εκατοστή χιλιάδες λίρες όταν πέθανε ο σύζυγός της το 1718, 8-10 εκατομμύρια σε σημερινές τιμές δηλαδή, κι όμως πέθανε της πείνας γιατί δεν ήθελε να ξοδέψει μία σε περιττά πράγματα όπως το φαγητό και η καθημερινότητα. Η μεγαλύτερη επιρροή ωστόσο για την τσιγκουνιά του νεαρού Τζον ήταν ο διακαής πόθος του να εντυπωσιάσει τον βαρόνο θείο του, σερ Χάρβεϊ Ελβς. Μέχρι τότε ήταν δηλαδή ένας πάμπλουτος νεαρός που δεν σκεφτόταν τις σπατάλες, έπρεπε όμως να εναρμονιστεί με τα καβούρια που είχε στην τσέπη ο θείος αν ήθελε να κληρονομήσει τη δική του, επίσης αμύθητη, περιουσία. Κι έτσι τώρα περνούσαν τα βράδια τους μέσα στις σπατάλες της βρετανικής αριστοκρατίας με ένα ποτηράκι κρασί στο χέρι, μιας και ο δουλοπρεπής ανιψιός έκανε ότι ήθελε ο ευγενής Ελβς μπας και τον κληρονομήσει. Και τον κληρονόμησε το 1763, βάζοντας στο χέρι άλλες 250.000 λίρες, περισσότερα από 20 εκατομμύρια σήμερα(!), μόνο που του έμεινε μέχρι τότε ένα κουσούρι. Τώρα δεν ξόδευε μία και ζούσε σαν ρακένδυτος ζητιάνος. Ψευτοπερνούσε στα σκοτάδια για να μη χαλάει κεριά και μαζευόταν με τους υπηρέτες του στην κουζίνα για να μην ανάψουν τα τζάκια στα άλλα δωμάτια. Τα οποία άλλα δωμάτια εξάλλου δεν ήταν ακριβώς βιώσιμα, μιας και ο Τζον δεν ξόδευε μία για τη συντήρησή τους. Μέχρι τα τελευταία του μάλιστα τα πάμπολλα σπιτικά του ήταν σωστά ερείπια, αν και εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται, ζώντας σαν νομάς από το ένα χάλασμα στο άλλο. Και τα ρούχα του όμως είχαν φθαρεί ανεπανόρθωτα, καθώς φορούσε την ίδια φορεσιά πρωί-βράδυ, ακόμα και στο κρεβάτι, και δεν την έβγαζε μέχρι να τριφτεί ολότελα. Ρούχα έβρισκε από τα σκουπίδια, αν και όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην άλλη συνήθειά του: δεν πλήρωνε ποτέ για άμαξες και μετακινούνταν αποκλειστικά με τα πόδια, ακόμα και μέσα στη βροχή. Και μετά καθόταν με τα βρεγμένα μέχρι να στεγνώσουν, μια πολύωρη διαδικασία καθώς φωτιά δεν άναβε για κανέναν λόγο. Τρεφόταν με μουχλιασμένα και σάπια φαγητά και ο θρύλος τον ήθελε να κλέβει ακόμα και τις νεροπούλια του Τάμεση από τα δόντια των τρωκτικών. Ο γιατρός του άλλωστε είχε να το λέει για το βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι του και τραυμάτισε σοβαρά και τα δυο του πόδια, παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι. Ο Ελβς του είπε να θεραπεύσει μόνο το ένα του πόδι, βάζοντας στοίχημα πως το άλλο θα γινόταν από μόνο του καλά και μάλιστα γρηγορότερα. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες που δικαιώθηκε ο σπαγκοραμμένος, ήταν κάτι παραπάνω από χαρούμενος που όχι μόνο γλίτωσε την αμοιβή του γιατρού, αλλά έβγαλε κιόλας μερικές πένες από το στοίχημά τους. Με αυτά και με αυτά, εκλέχτηκε κάποια στιγμή βουλευτής το 1772, δαπανώντας για την προεκλογική του εκστρατεία… 18 πένες! Μόνο που η ζωή του πολιτευτή αποδείχτηκε δαπανηρή για τον ίδιο. Τώρα έπρεπε να πηγαίνει συχνά στο Λονδίνο για να παραβρίσκεται στο Κοινοβούλιο. Κι έτσι αναγκάστηκε να αγοράσει ένα ψωράλογο και να κάνει τεράστιες παρακάμψεις στον δρόμο του για να μην πληρώνει τα ενοχλητικά διόδια. Και όλο τον δρόμο τον έβγαζε με ένα βραστό αυγό που έπαιρνε από το σπίτι. Δώδεκα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε τελικά από τα ανώτατα αξιώματά του καθώς η πολιτική του θέση αποδείχτηκε οικονομικά δυσβάσταχτη. Και τότε καταβυθίστηκε σε ακόμα μεγαλύτερα βάθη τσιγκουνιάς. Αν και όταν πέθανε το 1789, άφησε περισσότερες από 800.000 λίρες στους δύο νόθους γιους του. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ δεν ήταν παρά μαθητούδι μπροστά του…
Πρώτα χρόνια
Καταραμένη τσιγκουνιά
Πολιτική καριέρα
Τελευταία χρόνια