Με δέκα υποψηφιότητες για χρυσό αγαλματίδιο στο ενεργητικό του και μόλις ο δεύτερος καλλιτέχνης οπτικών εφέ που τιμήθηκε ποτέ με το δικό του αστέρι στη χολιγουντιανή Λεωφόρο της Φήμης, δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έκανε στο πλατό ο πιονέρος του σινεμά στην οδύσσειά του να μας παραδώσει ακόμα ρεαλιστικότερους χαρακτήρες και σκηνικά. Με τίτλους blockbusters και αριθμό συνεργασιών που προκαλούν ίλιγγο, ακόμα και σε κομμωτή, μακιγιέρ και υπεύθυνο κοστουμιών μετατράπηκε ο Σταν Ουίνστον, πριν γράψει τα δικά του σενάρια, υπογράψει σκηνοθεσίες και κρατήσει ακόμα και την παραγωγή. Αν και τίποτα αυτά δεν θα ξεπερνούσε φυσικά την αμίμητη δουλειά του στα σπέσιαλ εφέ και τη δημιουργία χαρακτήρων. Εκείνος θα μας μάλωνε βέβαια, καθώς το έλεγε διαχρονικά: «Δεν κάνω ειδικά εφέ. Κάνω χαρακτήρες. Κάνω πλάσματα». Κι έκανε πράγματι, γεννώντας από τον «Ψαλιδοχέρη» του Μπάρτον, τον «Εξολοθρευτή», το franchise του «Alien» και το «Avatar» μέχρι τα «Jurassic Park», την «Τεχνητή Νοημοσύνη», τον «Ιντιάνα Τζόουνς» του Σπίλμπεργκ αλλά και κάθε άλλο αλλόκοτο πλάσμα σε μια τεράστια σειρά δημιουργών! Δική του ήταν η τεράστια βασίλισσα των «Άλιενς» (1986), δικός του ο «Κυνηγός» (1 και 2), δική του τέλος η γκροτέσκα μορφή του Ντάνι ΝτεΒίτο ως Πιγκουίνος στο «Ο Μπάτμαν επιστρέφει» (1992). Εκείνος πάντως έλεγε πως από όλα αυτά τα αξεπέραστα φιλμ για τα οποία έφτιαξε μια τεράστια σειρά χαρακτήρων, η «Τεχνητή Νοημοσύνη» (2001) του Σπίλμπεργκ ήταν το πιο φιλόδοξο. Μέχρι τότε ήταν βέβαια γκουρού των οπτικών εφέ και ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνονταν όλοι στο Χόλιγουντ. Τώρα είχε δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, καθώς ακόμα και η Ακαδημία του αναγνώριζε τη δεξιοτεχνία του στον συνδυασμό του μακιγιάζ, των ρομποτικών πλασμάτων και των ψηφιακών εφέ για τη δημιουργία των πιο ρεαλιστικών φανταστικών χαρακτήρων που έβλεπε ποτέ ο παγκόσμιος κινηματογράφος. Και θα έπαιρνε τελικά τέσσερα χρυσά αγαλματίδια, ένα για τα οπτικά εφέ του «Άλιενς: Η επιστροφή» (1986), δύο για τον «Εξολοθρευτή 2: Μέρα Κρίσης» του 1991 (ένα για το μέικαπ και ένα για τα ειδικά εφέ) και ένα για το «Jurassic Park» (1993) και τα οπτικά εφέ του! Το κοινό θα τον θυμάται επίσης για τα πιο περίεργα χέρια της μεγάλης οθόνης («Ψαλιδοχέρης»), για τις θωρακισμένες στολές του «Iron Man» (2008) αλλά και την πληθώρα των φρικιαστικότατων πλασμάτων που χάρισε στην επικράτεια του κινηματογραφικού τρόμου! Πριν φύγει από τη ζωή, ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής του κλάδου των ειδικών εφέ, ο πρωτεργάτης και ισοβίως ο καλύτερος μαθητής όλων των νέων τάσεων και τεχνολογιών. Η σχολή του έβγαζε πια τη νέα γενιά φιντανιών του χώρου και το στούντιό του (Stan Winston Studio) παρέδιδε από animatronic «Εξολοθρευτές» μέχρι και ψηφιακούς δεινόσαυρους, πλάσματα που σφράγισαν το σύγχρονο σινεμά. Ο Ουίνστον ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά από τους άλλους, αλλά και ένα σκαλί πιο ψηλά από τον ανταγωνισμό. Η δική του δημιουργική ομάδα είχε ζωγράφους, γλύπτες, κατασκευαστές και όλων των λογιών τις ειδικότητες, λες και ήταν αναγεννησιακός δάσκαλος της τέχνης και είχε το δικό του εργαστήριο. Ήταν πάντα ομαδικός παίκτης, γι’ αυτό και κατάφερε ουσιαστικά να πάρει το Χόλιγουντ από το χεράκι και από τις κακότεχνες και εντελώς ψεύτικες λαστιχένιες στολές της δεκαετίας του 1950 και του 1960 να του χαρίσει ολοζώντανες και μηχανικές πια κούκλες σε πραγματικό μέγεθος που θα χαράσσονταν ανεξίτηλα στα μυαλά των κινηματογραφόφιλων. «Κάνω την τέχνη μου για χάρη της τέχνης στον ελεύθερό μου χρόνο. Ξοδεύω όσο χρόνο θέλω σε αυτό, καθώς είναι τέχνη για την τέχνη και όχι για το δολάριο. Δεν το κάνω με επαγγελματικές παραμέτρους στο μυαλό μου», έλεγε ο άνθρωπος που έκανε όντως τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Γιατί ο δικός του τρόπος ήταν σταθερά ο καλύτερος. Μόνιμος συνεργάτης εξάλλου του Τζέιμς Κάμερον, του Στίβεν Σπίλμπεργκ και του Τιμ Μπάρτον, ήταν πια αναγκασμένος να έχει πάμπολλα στούντιο στο ενεργητικό του (όπως το περιβόητοStan Winston Digital) για να προλαβαίνει τις δουλειές. Μέσα σε όλα, πρόφταινε πάντα να κάνει αστεία και να σκαρώνει φάρσες, κι αυτό το ήξερε ιδιαιτέρως καλά ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Όταν γύριζαν τον «Κυνηγό» (1987) λοιπόν, ο Γουίνστον επέστρεψε στο ξενοδοχείο του μια μέρα για να βρει το μπάνιο του γεμάτο με βατράχια. Πεπεισμένος πως του την είχε στήσει ο Σβαρτσενέγκερ, μάζεψε τα βατράχια με το συνεργείο του σε μια μαξιλαροθήκη και τα τρύπωσαν στο κρεβάτι του Άρνι. Κανείς τους όμως δεν τόλμησε να συζητήσει το θέμα την επομένη, κι έτσι ξεχάστηκε. Μόνο χρόνια αργότερα θα εξομολογούνταν ο Ουίνστον την ιστορία σε μια εκπομπή, ξέροντας πως την επομένη θα ήταν καλεσμένος ο καλός του φίλος Άρνολντ. Ο οποίος είπε μάλιστα πως δεν είχε σχέση με την αρχική φάρσα στον Σταν, όντας τελικά το θύμα μιας πλάκας που του είχαν στήσει τα μέλη του συνεργείου του…
Πρώτα χρόνια
Πώς ξεκίνησαν όλα
Το αφεντικό των ειδικών εφέ που έπλαθε χαρακτήρες
Την επόμενη χρονιά θα έρθει άλλη μια αξιομνημόνευτη δουλειά του, δημιουργώντας το αποτρόπαιο πλάσμα του «Κυνηγού» (1987), ένα εξωγήινο ον που αποβιβάζεται στη Γη για να σπείρει όλεθρο και καταστροφή. Συνεργαζόμενος μάλιστα στενά με τόσους σκηνοθέτες, ο Ουίνστον ήταν πια έτοιμος να σκηνοθετήσει τις δικές του ταινίες. Το ντεμπούτο του στην καρέκλα του σκηνοθέτη θα λάβει χώρα το 1988, με τον «Δαιμονισμένο εκδικητή», ένα φιλμ τρόμου που θα πατώσει εμπορικά στη σκοτεινή αίθουσα πριν γίνει καλτ διαμαντάκι στα βιντεοκλάμπ. Παρά ταύτα, η ταινία θα του εξασφαλίσει το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Παρισιού.
Αφού σχεδιάσει και τα ανατριχιαστικά πλάσματα για τον υποβρύχιο τρόμο του «Λεβιάθαν» (1989) του Τζορτζ Κοσμάτος και αποσπάσει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για τον «Ψαλιδοχέρη» (1990) του Τιμ Μπάρτον, ο Ουίνστον πήρε το διπλό του Όσκαρ για τον «Εξολοθρευτή 2: Μέρα Κρίσης» (1991), στις κατηγορίες του Μακιγιάζ και των Οπτικών Εφέ. Είχε βελτιώσει δραστικά τον μεταλλικό σκελετό της φονικής μηχανής από το πρώτο φιλμ.
Παρά την επαναστατική του δουλειά με τις κούκλες και τα animatronics, ο Ουίνστον διαισθάνθηκε ότι τα ψηφιακά εφέ και το animation κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Κι έτσι πρότεινε αμέσως στον Τζέιμς Κάμερον να φτιάξουν ένα νέο στούντιο που θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στις νέες τεχνολογίες των ειδικών εφέ. Όταν φτιάχτηκε μάλιστα το Digital Domain, έπαιζε ουσιαστικά μπάλα μόνο του, παραμένοντας πίσω μόνο από το Industrial Light and Magic του Τζορτζ Λούκας! Κι έτσι το 1992, με τη βοήθεια του νέου του στούντιο, θα κάνει πραγματικά ό,τι θέλει στο «Μπάτμαν: Η επιστροφή» του Τιμ Μπάρτον. Η δουλειά του στον Πιγκουίνο Ντάνι ΝτεΒίτο, την Κάτγουμαν Μισέλ Φάιφερ και γενικότερα στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του Γκόθαμ Σίτι τραγουδήθηκε από όλους και του έφερε μεγαλύτερη φήμη και καταξίωση από κάθε χρυσό αγαλματίδιο.
Παρά τις δύο αποτυχημένες σκηνοθετικές του απόπειρες, στα ειδικά εφέ συνέχισε να διαπρέπει, καθώς δεύτερος δεν υπήρχε σε όλο το Χόλιγουντ. Το τέταρτο Όσκαρ του θα έρθει την ίδια χρονιά, καθώς τα οπτικά εφέ και οι ρεαλιστικότατοι δεινόσαυροι που έφτιαξε για το «Jurassic Park» (1993) δεν χωρούσαν συζήτηση. Ποιος να ξεχάσει τον δικό του Τυραννόσαυρο Ρεξ; Η ταινία ήταν ένα μείγμα ψηφιακών εφέ και δεινοσαύρων φυσικού μεγέθους, καθώς πάντα πίστευε πως το αληθινό πράγμα είναι πάντα καλύτερο.
Η επόμενη δουλειά του ήταν το χαρακτηριστικό μέικαπ του βαμπίρ στη «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» (1994) του Νιλ Τζόρνταν, πριν λειτουργήσει ως δεύτερος σκηνοθέτης στο «Κονγκό» (1995) του Φρανκ Μάρσαλ και καθοδηγήσει μαεστρικά τον Μάικλ Τζάκσον στο μικρού μήκους φιλμ «Ghosts» (1996). Και λέμε μικρού μήκους, καθώς για βιντεοκλίπ παραήταν μεγάλο, το πιο μεγάλο μάλιστα όλων των μουσικών εποχών!
Ο Ουίνστον επιστρέφει πιο δυναμικά από ποτέ στην επικράτεια των ειδικών εφέ για το sequel «Jurassic Park: The Lost World» (1997). Όπως έκανε μάλιστα με κάθε sequel, δεν έμενε στα σίγουρα αλλά έφτιαχνε πάντα από την αρχή όλα τα υλικά, καθώς χρόνο και κόπο δεν σκεφτόταν ποτέ. Ο πιονέρος των ειδικών εφέ στράφηκε τώρα στα πρωτοποριακά animatronics, τα οποία έφτιαξε για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, ακόμα και για θεματικά πάρκα. Το πιο φιλόδοξο σχέδιό του για animatronic και το προσωπικά αγαπημένο του ήταν για την «Τεχνητή νοημοσύνη» του Σπίλμπεργκ, κάτι που θα του φέρει άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Οπτικών Εφέ.
Από τις αρχές του 2000, ο Γουίνστον στράφηκε και πάλι στην τηλεόραση συνεργαζόμενος με καλωδιακά κανάλια όπως το ΗΒΟ, «πειράζοντας» τις σειρές και τις τηλεταινίες τους…
Τελευταία χρόνια