Υπήρξαν εποχές που ο Τάσος Προύσαλης σε έκανε να γελάσεις και μόνο που τον έβλεπες στη μικρή οθόνη. Με ένα στόμα επιτηδευμένα στραβό κι ένα μάγκικο ύφος από τα λίγα, ξεχώριζε με τις αμίμητες γκριμάτσες και το χαρακτηριστικό look-σήμα κατατεθέν των ’80s: τo μουστάκι και τη χαίτη-λασπωτήρα δηλαδή! Υπήρχε βέβαια πάντα κι εκείνο το αργό και μακρόσυρτο «δικέ μου» που έλεγε μονίμως και έβρισκε το κοινό ακαταμάχητο. Και μπορεί να ερχόταν συνήθως από τα μετόπισθεν του καστ, σύντομα γινόταν όμως ο χαρακτήρας που δεν χόρταινες να βλέπεις. Ηθοποιός ολοκληρωμένος δηλαδή, όσο κι αν οι προχειροδουλειές του βίντεο δεν άφηναν να αποκαλυφθεί το υποκριτικό του μεγαλείο. Παρά το γεγονός ότι ο Τάσος Προύσαλης, ανιψιός του αείμνηστου Αθηνόδωρου Προύσαλη, έγινε ευρύτερα γνωστός από την αρπαχτή της βιντεοκασέτας, εκείνος ήταν πάντα πολλά περισσότερα από το ανεκδιήγητο μαγκάκι του γυαλιού. Πρωτίστως ήταν ένας θεατρικός ηθοποιός και η βιντεοταινία δεν ήταν παρά ένα μικρό κεφάλαιο της καριέρας του, μια αξιοσημείωτη υποσημείωση σε μια πορεία που απαθανατίστηκε σε σανίδι, πανί και τηλεόραση. Όταν πέρασε η δεκαετία του 1980, ο Προύσαλης έκλεισε το ιδιαίτερο αυτό κεφάλαιο της επαγγελματικής του διαδρομής και αφιερώθηκε στο μεγάλο θεατρικό ρεπερτόριο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, διατηρώντας εδώ και χρόνια τη δική του σκηνή. Αποδεικνύοντας ότι το τηλεοπτικό τυπάκι των ’80s, ο άπαιχτος «Μπίλιας» των «Μηχανόβιων και μπάτσων» (1989), και ο Προύσαλης του σήμερα (και του χθες) ήταν πάντα δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι…
Υποκριτική καριέρα
Ο Αναστάσιος Προύσαλης γεννήθηκε στο Θησείο με την υποκριτική να ρέει στις φλέβες του, καθώς θείος του ήταν ο σπουδαίος ηθοποιός Αθηνόδωρος Προύσαλης. Ήταν σαν να τον διάλεξε η υποκριτική, κι έτσι δεν είχε και πολλά περιθώρια επαγγελματικής αποκατάστασης παρά να γίνει ηθοποιός. Αφού περάσει από δραματική σχολή, θα βρει σύντομα τη θέση του στις σκηνές κεντρικών αθηναϊκών θεάτρων, δίπλα στα μεγάλα κωμικά ονόματα της εποχής, όπως ο Γκιωνάκης, ο Βουτσάς, ο Κωνσταντίνου, ο Ρίζος, ο Γεωργίτσης και ο Αθηνόδωρος Προύσαλης φυσικά. Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και έπαιξε πρακτικά τα πάντα, από νεοελληνικό θέατρο μέχρι και ξένο ρεπερτόριο, ακόμα και Αριστοφάνη. Ξεχωρίζουν ίσως οι παραστάσεις «Το φυντανάκι» του Παντελή Χορν, «Φωνάζει ο κλέφτης» του Δημήτρη Ψαθά, «Υποψήφιος Βουλευτής» του Σοφοκλή Καρύδη, «Ξύπνα ραγιά» του Γιώργου Κοτζιούλα κ.ά. Το 1982 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στον αριστοφανικό «Πλούτο», όπως έκανε και την επόμενη χρονιά, πάλι με το Εθνικό, στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Με αυτές τις περγαμηνές μπήκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στη μαγνητοταινία του βίντεο, γι’ αυτό και δεν χάθηκε όταν τα βιντεοκλάμπ εξαφανίζονταν σιγά-σιγά. Η θεατρική του πορεία δεν υπονομεύτηκε μάλιστα καθόλου από την αρπαχτή της εποχής. Παραμένοντας στα θεατρικά πράγματα, ίδρυσε το 2004 τη σκηνή ΕσωΘέατρο και από την επόμενη χρονιά ανέβαζε πλέον τις δικές του παραγωγές. Τώρα διασκεύαζε ή προσάρμοζε τα έργα και ανέβαινε στη σκηνή ως πρωταγωνιστής, κρατώντας μάλιστα συχνά και τη θέση του σκηνοθέτη. Από κάποια στιγμή και μετά το ΕσωΘέατρο λειτουργούσε και ως δραματική σχολή, με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Προύσαλη να διδάσκει αρχαίο δράμα και κλασικό θέατρο. Ο Προύσαλης ξεχώρισε στις ερμηνείες του στη «Σκόνη του δρόμου» του Κένεθ Γκούντμαν, στη «Νυχτερινή συνομιλία με ένα απεχθές πρόσωπο» του Φρίντριχ Ντίρενματ, στα «Έγκλημα και Τιμωρία» και «Μπόμποκ» του Ντοστογιέφσκι αλλά και στον «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλιο, τον οποίο διασκεύασε, σκηνοθέτησε και έπαιξε. Πριν τον ανακαλύψει η βιντεοκασέτα, τον είχε ήδη ανακαλύψει ο ελληνικός κινηματογράφος. Έπαιξε στους «Άρχοντες» (1977) του Μανούσου Μανουσάκη, στο φιλμ του Κώστα Βουτσά «Αλλαγή και το λουρί της μάνας» (1982), στη «Σκιάχτρα» (1985) του Μανουσάκη, καθώς και στο οπτικό δοκίμιο του Δήμου Θέου «Καπετάν Μεϊντάνος: Η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού» (1987).
Την ευρύτερη αναγνώριση θα την αποκτούσε ωστόσο μέσα από τη μαγνητοταινία του βίντεο, έναν χώρο που υπηρέτησε με την ίδια αξιοπρέπεια που συνήθιζε να περιβάλει τις δουλειές του. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μία και μόνο μία, θα μιλήσουμε αναγκαστικά για το «Κάνε μου λιγάκι… μα» (1987), εκεί που τον βλέπεις και δεν τον ξεχνάς ποτέ!
Από τις καμιά σαρανταριά βιντεοκασέτες που πήρε μέρος ή πρωταγωνίστησε ξεχωρίζουν «Ο καλλιτέχνης της πλάκας» (1987), «Ο Λόρενς της αφραγκίας» (1987), «Άγριες πλάκες στα θρανία 2» (1987), «Γρανίτα από χιόνι» (1986), «Η μεγάλη των κερατάδων σχολή» (1986), «Ο ιππότης της σφαλιάρας» (1985), «Λάκης και πάσης Ελλάδος» (1985), «Κρυστάλλω κιντ» (1988), «Παπαδίστικη Κομπανία Νο 3»…
Αλλά και «Μηχανόβιοι και μπάτσοι» (1989), «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα 4» (1987), «Φαντάροι για κλάματα» (1988), «Γύφτικη δυναστεία» (1986), «Πυρετός στην γκαρσονιέρα μου» (1987) και το αμίμητο «Χουάν Γκαμόν Φούντες Γκράτσια Χοσ…Κοτά» (1988), μια παρωδία του ελληνικού μικρόκοσμου της εποχής στην οποία ο Προύσαλης δίνει ρέστα ως τσοπανάκος που «βαφτίζεται» ουρουγουανός μπαλαδόρος για τα μάτια του προέδρου Γιώργου… Χοσκωτά!
Κι αν σε πολλές ταινίες του τον βλέπουμε να γρατσουνάει την κιθάρα και να τραγουδά, αυτό συνέβαινε γιατί είναι και μουσικός. Σουρεαλιστής μουσικός φυσικά! Ο Προύσαλης ηχογράφησε μερικά ροκ άσματα το 1982 (γραμμένα από το 1977-1980), ενώ στα νιάτα του διατηρούσε και συγκρότημα με τον γιο του Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργο. Πρόκειται για έξοχα δείγματα σατιρικών στίχων που καυτηριάζουν το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο… Υπήρχαν εξάλλου εποχές που μετά τη δραματική σχολή τραγουδούσε επαγγελματικά στις μπουάτ της Πλάκας, παίζοντας ταυτόχρονα την κιθαρούλα του. Κάποια μάλιστα από τα τραγούδια που είχε σκαρώσει βρήκαν τον δρόμο τους για τις βιντεοταινίες που πήρε μέρος…
Ο Τάσος Προύσαλης έπαιξε και σε καμιά ντουζίνα τηλεοπτικές σειρές, από τις οποίες αναφέρουμε ενδεικτικά τα «Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα» (1984 – ΕΡΤ2), «Καφενείο Εμιγκρέκ» (1986 – ΕΡΤ2), «Άγγελος κατά λάθος» (1990 – ΑΝΤ1), «Τα εφτά κακά της μοίρας μου» (1991 – MEGA), «Η Ελίζα και οι άλλοι» (1992 – MEGA), «Άλλη το πρωί, άλλη το βράδυ» (1994 – MEGA) κ.ά. Πλέον μετρά μια πολύχρονη παρουσία στο θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και δάσκαλος υποκριτικής πια, έχοντας εκδώσει και ένα σχετικό πόνημα το 2011: «Το Αρχαίο Δράμα για φυγόπονους σπουδαστές υποκριτικής». Στην προσωπική του ζωή, παραμένει κάτοικος Θησείου, διατηρεί μακροχρόνια σχέση και ασχολείται με τον αποκρυφισμό και τον δωδεκαθεϊσμό, μελετώντας ενδελεχώς την ινδουιστική παράδοση και τη σχέση της με την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά. Και βέβαια συνεχίζει εξίσου δυναμικά την ενασχόλησή του με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr