Σε μια εντελώς άγνωστη πτυχή της αμερικανικής ιστορίας, τόσο άγνωστη που ούτε η ίδια η χώρα δεν την ξέρει καλά καλά, οι ΗΠΑ «κυβερνούνταν» επισήμως από τις 17 Σεπτεμβρίου 1859 από τον Τζόσουα Νόρτον. Έναν αδέκαρο τρελάρα από τον Σαν Φρανσίσκο δηλαδή που σε μια ριπή της εμπνευσμένης παράνοιάς του αυτοανακηρύχθηκε «Αυτοκράτορας των Ηνωμένων Πολιτειών και Προστάτης του Μεξικού». Διασκεδάζοντας τους καλιφορνέζους για τα επόμενα είκοσι χρόνια με τα αμίμητα καμώματά του, ο Νόρτον Α’ και το παραλήρημα μεγαλείου του θα γίνονταν τοπικές διασημότητες, αποσπώντας τον θαυμασμό ακόμα και μεγάλων προσωπικοτήτων, όπως ο Μαρκ Τουέιν και ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Ο πρώτος και μόνος αυτοκράτορας της άλλης πλευράς του Ατλαντικού έκοψε σαφώς τα νήματα των συμπολιτών του όταν διάβασαν στην εφημερίδα «San Francisco Bulletin» εκείνη τη μέρα του Σεπτεμβρίου του 1859 το πρώτο βασιλικό διάταγμα που έβλεπαν ποτέ τους. Με τη χαρακτηριστική μεγαλοστομία του συντάκτη της, η αυτοκρατορική βούλα έγραφε: «Μετά το επιτακτικό αίτημα και την επιθυμία μιας μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, εγώ, ο Τζόσουα Νόρτον, ανακηρύσσω και χρίζω τον εαυτό του αυτοκράτορα των Ηνωμένων Πολιτειών». Καλούσε μάλιστα κάθε πολιτεία να στείλει αντιπροσώπους στο σπίτι του για να κανονίσουν το νέο Σύνταγμα αλλά και τις μικρολεπτομέρειες, μπας και «βελτιωθούν όλα τα κακά κάτω από τα οποία δουλεύει η χώρα». Ο διευθυντής της εφημερίδας τύπωσε το έδικτο για να σπάσει πλάκα, καθώς δεν μπορούσε να περιμένει πως για τα επόμενα 20 χρόνια ο συντάκτης του διατάγματος θα μετατρεπόταν στη μεγαλύτερη τουριστική ατραξιόν του Σαν Φρανσίσκο! Φορώντας το ναυτικό σακάκι του με τις επωμίδες και συχνά ακόμα και τη σπάθα του, ο εκκεντρικός αυτοκράτορας όργωνε τους δρόμους και δεχόταν τη λατρεία όλων αυτών που ήθελαν να συνδράμουν στα βασιλικά του παραληρήματα. Ο Νόρτον έτρωγε όπου ήθελε χωρίς να πληρώνει, κυκλοφόρησε κάποια στιγμή το δικό του νόμισμα και έκανε δημόσιες διακηρύξεις που κυμαίνονταν από το κωμικοτραγικό μέχρι και το εντυπωσιακά προφητικό. Μπορεί να ήταν κομματάκι ανισόρροπος, ένας φτωχός ζητιάνος δηλαδή με σαλεμένο μυαλό, οι πολίτες του Σαν Φρανσίσκο απολάμβαναν ωστόσο να υποδαυλίζουν τη μεγαλομανία του κάνοντας το κομμάτι τους. Όταν μάλιστα ένας αληθινός αυτοκράτορας, ο Πέδρο Β’ της Βραζιλίας, επισκέφτηκε το Σαν Φρανσίσκο, οι υπήκοοι έβγαλαν στους δρόμους τον δικό τους «Τρελό Μονάρχη», όπως τον έλεγαν, για μια επίσημη γαλαζοαίματη συνάντηση! Πολλά και ξεκαρδιστικά έκανε ο αυτοκράτορας των ΗΠΑ με τη βοήθεια πάντα των πιστών υπηκόων του και όλοι έκλαψαν πραγματικά όταν έφυγε από τον κόσμο το 1880, χτυπημένος από βασιλικό εγκεφαλικό. Τον αποχαιρέτισαν όλες οι εφημερίδες, ακόμα και οι «New York Times», την ίδια ώρα που ο καλιφορνέζικος Τύπος τον ξεπροβόδισε με μεγαλειώδεις επικήδειους στα πρωτοσέλιδά του. Όσο για την κηδεία του, περισσότεροι από 10.000 πιστοί υπήκοοί του συνέρρευσαν για το ύστατο χαίρε…
Πρώτα χρόνια
Πριν γίνει ο Νόρτον Α’ των ΗΠΑ, ο Τζόσουα Αβραάμ Νόρτον γεννιέται πιθανότατα το 1818 ή το 1819 στο Λονδίνο μέσα σε εβραϊκή οικογένεια εμπόρων. Με τον μικρό μωρό ακόμα, η οικογένεια μετακομίζει στη Νότια Αφρική στις αρχές του 1820 ακολουθώντας το κάλεσμα της βρετανικής κυβέρνησης για αποικισμό και αυτής της αφρικανικής γωνιάς. Τα ίχνη του χάνονται έκτοτε και τον ξαναβρίσκουμε το 1849, έχοντας μόλις λάβει ένα κληροδότημα από την πατρική περιουσία, πάνω στο καράβι για τον Νέο Κόσμο. Διαισθανόμενος την ευκαιρία, εγκαθίσταται στο Σαν Φρανσίσκο κατά τον πυρετό του χρυσού το 1849, καθώς η Άγρια αμερικανική Δύση ήταν το μέρος όπου κατέφευγαν τότε όσοι είχαν επιχειρηματικό δαιμόνιο. Ή ήταν τυχοδιώκτες. Και ο Νόρτον είχε άφθονο, καταφέρνοντας μέσα σε λίγα χρόνια να αυγατίσει το πατρικό κομπόδεμα των 40.000 δολαρίων σε 250.000! Ασχολούνταν με την κτηματομεσιτική, αν και ήταν πάντα μεγαλομανής. Κι έτσι θεώρησε πως διέκρινε μια ανέλπιστη εμπορική ευκαιρία όταν η Κίνα, αντιμέτωπη με έναν εκτεταμένο λιμό, απαγόρευσε τις εξαγωγές ρυζιού το 1853. Η τιμή του ρυζιού εκτοξεύτηκε στις ΗΠΑ και ο Νόρτον θέλησε μερίδιο από την αγορά. Αγόρασε λοιπόν μια ολόκληρη καραβιά με ρύζι από το Περού, 91 τόνους από δαύτο, έναντι 25.000 δολαρίων. Το ίδιο έκαναν ωστόσο και πάμπολλοι ακόμα επιχειρηματίες και η τιμή του ρυζιού καταποντίστηκε ακόμα χαμηλότερα και από πριν! Το διάστημα μεταξύ 1853-1857 θα το περάσει στα δικαστήρια με τον προμηθευτή του, καθώς θέλησε να απαλλαγεί από το χρέος, αν και παρά τις αρχικές δικαστικές του επιτυχίες έχασε τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια. Οι τράπεζες του πήραν ό,τι είχε και δεν είχε και ο ίδιος αναγκάστηκε να κηρύξει χρεοκοπία. Μέχρι το 1858, ζούσε πλέον σε ένα οικοτροφείο για την εργατική τάξη και τα ίχνη του χάνονται ξανά. Και τότε, τον Σεπτέμβριο του 1859, ορμά στα γραφεία της εφημερίδας «San Francisco Bulletin» με το βασιλικό διάταγμα ανά χείρας, πεπεισμένος καθώς ήταν πια πως ήταν ο επίσημος μονάρχης των ΗΠΑ…
Ο αυτοκράτορας και τα βασιλικά διατάγματά του
Παρά το γεγονός ότι δεν είχε δείξει δείγματα ψυχικής ασθένειας στα προηγούμενα χρόνια, όταν ήταν ένας αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, τώρα ήταν σαφές πως παρουσίαζε έντονα σημάδια πως είχε χάσει το μυαλό του. Παρά τις αυθάδικες διακηρύξεις του ωστόσο κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, οι πολίτες του Σαν Φρανσίσκο τον αγκάλιασαν από την αρχή και κανείς δεν έφερε αντίρρηση στον «ωραίο τρελό», όπως τον έλεγαν αρχικά πριν ξεκινήσουν αυτό το «Τρελός Μονάρχης». Οι άνθρωποι υποκλίνονταν μπροστά του και μάλιστα μαζικά. Ακόμα και στα δημοτολόγια του Σαν Φρανσίσκο ανέγραφε «αυτοκράτορας» στο επάγγελμά του! Διαισθανόμενος την ευκαιρία, ο τοπικός Τύπος ενθάρρυνε ενεργά το παραλήρημα του Νόρτον Α’ φιλοξενώντας συνεντεύξεις και δηλώσεις του κάθε τόσο. Ο μύθος του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια του Σαν Φρανσίσκο και πολλοί έσπευδαν από κάθε γωνιά των ΗΠΑ στην πόλη για να του σφίξουν το χέρι ή, σωστότερα, να υποκλιθούν μπροστά του. Ένα από τα πρώτα δημοσιεύματα που τον αφορούσαν, με ημερομηνία Οκτώβριος του 1859, έγραφε πως «η νοθεία και η διαφθορά απέτρεψαν τη δίκαιη έκφραση της λαϊκής βούλησης … η οποία ήθελε να αποτινάξει το Σύνταγμα»! Όταν μάλιστα οι εκλεγμένοι ηγέτες των ΗΠΑ είχαν το θράσος να συνεχίζουν τον κοινοβουλευτικό τους βίο, ο Νόρτον Α’ έβγαλε δεύτερο φιρμάνι διατάζοντας τον στρατηγό Σκοτ να μπει με τα όπλα στην Ουάσιγκτον και να κατατροπώσει τους εθνοπατέρες. Το επόμενο καλοκαίρι, όσο οι ΗΠΑ σπρώχνονταν ολοένα και περισσότερο στο χείλος του εμφυλίου πολέμου, ο Νόρτον Α’ ανακοίνωσε ότι είχε διαλύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το δημοκρατικό πολίτευμά τους, το οποίο είχε αντικαταστήσει με μια «απόλυτη μοναρχία». Αφού κάλεσε και τις δύο εκκλησίες, ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες, να τον αναγνωρίσουν ως αυτοκράτορα, καταφέρθηκε κατά των δύο πολιτικών κομμάτων, τα οποία επίσης διέλυσε κάποια στιγμή. Όταν μάλιστα οι Γάλλοι εισέβαλαν αργότερα στον νότιο γείτονα των ΗΠΑ, ο Νόρτον έγινε διεθνής σπεύδοντας να πάρει υπό την προστασία του το Μεξικό και προσθέτοντας αυτό το «Προστάτης του Μεξικού» στον τίτλο του. Όσο η λαοφιλία του αυξανόταν, καθώς όλοι τον αγαπούσαν πραγματικά, όπως μας παραδίδουν όσοι έγραψαν στα σοβαρά γι’ αυτόν, τόσο γινόταν η μασκότ της πόλης. Οι φωτογραφίες του με την αυτοκρατορική ή τη στρατιωτική στολή του έγιναν ένα από τα δημοφιλέστερα σουβενίρ του Σαν Φρανσίσκο, την ίδια ώρα που κούκλες-ομοιώματα του Νόρτον πουλούσαν σαν τρελές στα καταστήματα της Καλιφόρνιας. Κάθε θεατρικός επιχειρηματίας που σεβόταν μάλιστα τον εαυτό του του κρατούσε πάντα μια θέση στα κεντρικά θεωρεία κατά την πρεμιέρα της νέας παράστασης. Εισιτήρια δεν πλήρωνε ποτέ και πουθενά και πολλά εστιατόρια ήταν αυτά που τάιζαν τον αυτοκράτορα με την προϋπόθεση πως εκείνος θα άφηνε στο μαγαζί την αυτοκρατορική του βούλα «Εγκεκριμένο από την Αυτού Μεγαλειότητα, Νόρτον Α’». Ο αυτοκράτορας ήταν φυσικά απένταρος και οι πιστοί του υπήκοοι του προσέφεραν πάντα το κατιτίς τους. Όχι βέβαια ως ελεημοσύνη, αλλά ως φόρους ή δωρεές στα αυτοκρατορικά ταμεία. Το 1871 μάλιστα ένα μεγάλο τυπογραφείο του Σαν Φρανσίσκο τύπωσε το νέο νόμισμα της Αμερικής με το πρόσωπο του Νόρτον Α’ και την αυτοκρατορική του σφραγίδα. Ο μονάρχης μοίραζε τα χαρτονομίσματα ως επίσημα κρατικά ομόλογα μέχρι τη μέρα που πέθανε. Πλέον είναι συλλεκτικά και αξίζουν μια περιουσία. Δεν ήταν όμως μόνο ο λαός που τον αγαπούσε, αφού ακόμα και οι πιο ισχυροί άντρες της πόλης έσπευδαν να ικανοποιήσουν τα ηγεμονικά του καπρίτσια. Ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού του προμήθευαν τις υψηλόβαθμες στολές του και οι νομοθέτες της Καλιφόρνιας πέρασαν ακόμα και διάταγμα που χορηγούσε ένα κονδύλι για τη δημιουργία της «αυτοκρατορικής γκαρνταρόμπας»! Όταν ένας ζηλιάρης προφανώς αστυνομικός τον συνέλαβε κάποια στιγμή για αλητεία, συνάντησε απέναντί του όχι μόνο τον Τύπο και τον εξοργισμένο λαό, αλλά και την ίδια τη δημοτική αρχή του Σαν Φρανσίσκο. Ο δικηγόρος της οποίας τον υπερασπίστηκε στο δικαστήριο λέγοντας πως «από τη στιγμή που φόρεσε την αυτοκρατορική στολή, δεν έχει χύσει ρανίδα αίματος, δεν έκλεψε κανέναν και δεν λεηλάτησε τη χώρα από τίποτα, κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να ειπωθεί για πολλούς συγχρόνους του». Τον απελευθέρωσαν στη στιγμή. Οι πολιτικοί του Σαν Φρανσίσκο τον καλούσαν στα επίσημα γεύματά τους και έσπευδαν να αποδώσουν τις αρμόζουσες τιμές κάθε φορά που τον συναντούσαν στον δρόμο. Οι διευθυντές των εφημερίδων συνέχιζαν εντωμεταξύ να τυπώνουν τα φιρμάνια του, που κάλυπταν όλο το φάσμα τρέλας-λογικής. Το 1872 διακήρυξε, για παράδειγμα, πως όποιος αποκαλέσει ξανά και μειωτικά το Σαν Φρανσίσκο «Φρίσκο», θα τιμωρούνταν με πρόστιμο 25 δολαρίων. Άλλα πάλι διατάγματα έχουν μια εντυπωσιακή λογική και λογίστηκαν προφητικά. Όπως το κείμενο των αρχών της δεκαετίας του 1870 στο οποίο αναγνώριζε την ανάγκη να φτιαχτεί μια γέφυρα που να ενώνει το Σαν Φρανσίσκο με το Όκλαντ και ζητούσε την άμεση κατασκευή της. Παρά το γεγονός ότι αγνοήθηκε στον καιρό του, το όραμα του Νόρτον θα αποπερατωνόταν το 1936. Μέσα στην παραζάλη του, είχε πάντως τη φρόνηση να απαγορεύσει, με άλλο ένα χρυσόβουλό του, κάθε μορφής θρησκευτική βία στα εδάφη του. Ακόμα και οδηγίες έδωσε για τον σχηματισμό μιας παγκόσμιας διακρατικής ένωσης, απηχώντας τις ιδρυτικές διακηρύξεις της κατοπινής Κοινωνίας των Εθνών! Η ιστορία του καλοκάγαθου μονάρχη κυκλοφόρησε σε όλες τις ΗΠΑ και ενέπνευσε ακόμα και μεγάλους καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων. Ένας από αυτούς ήταν κάποιος Σάμιουελ Κλέμενς, δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα του Φρίσκο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νόρτον. Όταν θα υιοθετούσε το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο «Μαρκ Τουέιν», ο Κλέμενς δεν παρέλειψε να περιλάβει στις «Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν» (1885) έναν απατεώνα που παριστάνει τον μονάρχη. Τον είπε «Βασιλιά» και δήλωσε πως ήταν εμπνευσμένος από τον αυτοανακηρυγμένο αυτοκράτορα που ευτύχησε να συναντήσει στα νιάτα του. Αλλά και ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον τον έκανε χαρακτήρα του βιβλίου του «Ο έμπορος ναυαγίων» (1892). Πολλά θεατρικά, ακόμα και οπερέτες, γράφτηκαν για τον Νόρτον Α’ στον καιρό του, τον ηγεμόνα που αν εξαιρέσεις τις εμφανίσεις του σε επίσημα δείπνα και πολιτιστικές εκδηλώσεις, ζούσε σαν κοινός θνητός. Έμενε σε ένα μικρό δωματιάκι, δωρεά κάποιου υπηκόου του, και περνούσε τη μέρα του παίζοντας σκάκι, εκτελώντας τα θρησκευτικά του καθήκοντα, συχνάζοντας στη δημοτική βιβλιοθήκη και πηγαίνοντας εκείνες τις παροιμιωδώς μεγάλες βόλτες του στην πόλη, συνοδεία πάντα των δύο πιστότερων πολιτών του, δυο αδέσποτων σκύλων που τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Και, σύμφωνα με το αυτοκρατορικό πρωτόκολλο, το ένα πίσω από το άλλο! Όταν δεν τα έκανε όλα αυτά, επιθεωρούσε τις δημόσιες συγκοινωνίες αλλά και τους χωροφύλακες που περιπολούσαν, λαμβάνοντας ειδική μέριμνα να είναι όλα όπως πρέπει στην πόλη του. Αλλιώς ορμούσε στο δημαρχείο ή εξέδιδε ένα από τα φαρμακερά του διατάγματα, τα οποία είχαν αντίκτυπο στον κόσμο. Όπως είχε και ο ίδιος ο Νόρτον. Στις ταραχές που εκδηλώθηκαν πολλές φορές στις δεκαετίες του 1860 και του 1870 στις φτωχογειτονιές του Σαν Φρανσίσκο κατά της κινεζικής μειονότητας, δεν ήταν λίγες οι φορές που μπήκε στη μέση μεταξύ των ταραξιών και των κινέζικων στόχων τους. Όπως μας παραδίδουν, συχνά μάλιστα ο όχλος διαλυόταν και κάποιοι δεν παρέλειπαν να υποκλιθούν μπροστά του. Ακόμα και ο επίσημος κατάλογος απογραφής των πολιτών των ΗΠΑ το 1870 καταγράφει ως επάγγελμά του αυτό το «αυτοκράτορας»! Σημειώνει πάντως πικρόχολα πως ο κάτοχος του τίτλου ήταν τρελός…
Το τέλος
Ήταν σε έναν από αυτούς τους βασιλικούς περιπάτους στις 8 Ιανουαρίου 1880 που ο Αυτοκράτορας των Ηνωμένων Πολιτειών και Προστάτης του Μεξικού θα έπεφτε κάτω για να μην ξανασηκωθεί ποτέ. Εφημερίδες, απλός κόσμος και πολιτεία τον αποχαιρέτισαν όπως του έπρεπε, αναρτώντας ακόμα και πανό σε όλο το Σαν Φρανσίσκο που έγραφε «Le Roi Est Mort» (ο βασιλιάς είναι νεκρός). Το ίδιο έγραψαν και στο πρωτοσέλιδό τους όλες οι εφημερίδες της Καλιφόρνιας και μεγάλες προσωπικότητες ανέλαβαν το δύσκολο έργο να φτιάξουν τον επικήδειό του. «Κανένας πολίτης του Σαν Φρανσίσκο δεν έχει αμφιβολία για το αν υπάρχει κάποιος άλλος που θα μας έλειπε πιο πολύ», δήλωσε και η αγαπημένη του αυτοκράτορος «Chronicle». Τη μεγαλειώδη κηδεία του, που έγινε με έξοδα μιας εμπορικής ένωσης, παρακολούθησαν περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι (κάποιες εφημερίδες κάνουν λόγο ακόμα και για 30.000). Τον Ιανουάριο του 1980, στα 100 χρόνια από τον θάνατό του, το Σαν Φρανσίσκο τίμησε με πλήθος εκδηλώσεων τον «ένα και μοναδικό αυτοκράτορα των Ηνωμένων Πολιτειών»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr