Στο πανέμορφο λιμάνι του Σαντιάγκο ντε Κούμπα, ένας καταλανός παντοπώλης αγοράζει ένα αποστακτήριο στις 4 Φεβρουαρίου 1862 για να παρασκευάσει ρούμι ανώτερης ποιότητας, ανταποκρινόμενος έτσι στη ζήτηση που ερχόταν από Ισπανία. Όταν το μικρό αποστακτήριο άνοιξε τις πύλες του κανείς δεν περίμενε φυσικά να γεννήσει έναν θρύλο του αλκοόλ, το ίδιο το λευκό ρούμι δηλαδή με το οποίο θα φτιάχνονταν τα πρώτα κουβανέζικα κοκτέιλ που σήμερα είναι εξίσου θρυλικά: κούμπα λίμπρε, πίνια κολάδα, ντάκιρι (νταϊκιρί) και ελ πρεζιντέντε! Όσο για την ιστορία της φίρμας του, έμελλε να επιβιώσει από επαναστάσεις, σεισμούς, εξορίες, φωτιές και όλα τα δεινά της πολύπαθης κουβανικής ιστορίας! Κανείς δεν θα πίστευε φυσικά ότι το ανώτερης ποιότητας λευκό ρούμι του δον Μπακαρντί παρασκευαζόταν σε ένα ταπεινό αποστακτήριο με τσίγκια στην οροφή και νυχτερίδες στα δοκάρια του. Κι όμως! Ο περιπετειώδης Καταλανός Φάκουντο Μπακαρντί Μασό, που είχε μετοικήσει οικογενειακώς από την Ιβηρική Χερσόνησο στην Κούβα, θέλησε να παρασκευάσει ένα ανώτερης ποιότητας αλκοολούχο ποτό, βάζοντας όλο το μεράκι του αλλά και τις νεωτεριστικές του ιδέες και γεννώντας εν αγνοία του το ίδιο το ρούμι ως ποιοτική κατηγορία αποστάγματος. Ο Μπακαρντί αναθεώρησε την παραγωγική διαδικασία του ρούμι και έφτιαξε το πρώτο κυριολεκτικά ρούμι της προκοπής, καθώς το νεροζούμι από τα ζαχαροκάλαμα που φτιαχνόταν στην Καραϊβική δεν πινόταν. Ο δον Φακούντο τελειοποίησε την τέχνη της παρασκευής του ποτού πειραματιζόμενος για περισσότερο από μια δεκαετία με συνταγές και μεθόδους απόσταξης. Στο τέλος κατέληξε στη μαγική συνταγή του: τη χρήση μίας μόνο μαγιάς, την απόσταξη δύο ξεχωριστών τύπων ρούμι που αναμειγνύονται μεταξύ τους, τη χρήση των δρύινων βαρελιών για να δοθεί το χαρακτηριστικό άρωμα και το φιλτράρισμα φυσικά με ξυλάνθρακα για να εξευγενιστεί η γεύση. Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, ο δον Μπακαρντί έχανε όλο του το βιος στον σεισμό του 1852, θρηνούσε τα δυο νεκρά παιδιά του από την επιδημία χολέρας που ξέσπασε εντωμεταξύ και έβλεπε την εταιρία του να χρεοκοπεί. Ακόμα και μέσα στην προσωπική τραγωδία όμως συνέχισε με πείσμα και θέληση, δημιουργώντας πια στην οικία του το απαλό και εξευγενισμένο λευκό ρούμι που ερχόταν ολοταχώς να αντικαταστήσει τα ακατέργαστα και σκληρά αποστάγματα ζαχαροκάλαμου που κυκλοφορούσαν μαζικά στην Καραϊβική του καιρού. Το δικό του ποτό θα ταίριαζε περισσότερο στον απαιτητικό ουρανίσκο των αναδυόμενων μεσαίων τάξεων της Δύσης, δημιουργώντας στην πραγματικότητα έναν νέο κλάδο και αποτελώντας διαχρονικό πρότυπο για τον τρόπο με τον οποίο παρασκευάζεται το ρούμι μέχρι και σήμερα. Το Bacardi Rum ήταν μια ιστορία επιτυχίας σε πείσμα των ιστορικών δεινών και των προσωπικών αναποδιών, γινόμενο στην πορεία καλοκαιρινό σύμβολο ανεμελιάς και ξενοιασιάς. Για να συμβούν βέβαια όλα αυτά, έλειπε κάτι ακόμα, η νυχτερίδα του λογοτύπου, η οποία θα ερχόταν όταν η σύζυγος του δον Φακούντο, δόνα Αμαλία, είδε ένα σμήνος νυχτερίδων να κρέμονται από τα δοκάρια της στέγης του αποστακτηρίου και τα θεώρησε καλό οιωνό, κατά τη λαϊκή ισπανική παράδοση. Ο άντρας της υπέγραφε πια με το χέρι του κάθε ετικέτα που έβγαινε από το αποστακτήριό του για να αντιπαλέψει την πειρατεία. Το Bacardi είχε έρθει για να γίνει η μεγαλύτερη σήμερα φίρμα αλκοολούχων ποτών που παραμένει σε χέρια ιδιώτη, που δεν είναι άλλος από τους απογόνους του δον Φακούντο. Και βέβαια συνεχίζει να παρασκευάζεται με τη «μυστική φόρμουλα» του Μπακαρντί, τη μείξη δηλαδή του φιλτραρίσματος με ξυλάνθρακα και της μαγιάς του κονιάκ…
Πρώτα χρόνια
Ο δον Φάκουντο Μπακαρντί Μασό γεννιέται περί το 1814 σε επαρχία της καταλανικής Βαρκελώνης ως ένας από τους τέσσερις γιους ενός λιθοξόου. Είμαστε στην εποχή της ραγδαίας εξάπλωσης της αποικιοκρατικής Ισπανίας και σύντομα μια ακμάζουσα καταλανική αποικία θα σχηματιστεί στο γραφικό λιμάνι Σαντιάγκο ντε Κούμπα εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί θα καταφτάσουν το 1830 τα τέσσερα αδέρφια Μασό αναζητώντας την τύχη τους μέσα σε κουρσάρους και τυχοδιώκτες. Εκεί θα δοκιμάσουν για πρώτη φορά το τραχύ ρούμι της Καραϊβικής που μόνο οι πιο σκληροτράχηλοι πειρατές μπορούσαν να βάλουν στο στόμα τους. Και εκεί θα στήσει ο καθένας του τη δική του επιχείρηση προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην. Ο Φακούντο ανοίγει λοιπόν ένα μαγαζί γενικού εμπορίου το 1843 έχοντας ως εχέγγυο την καλή φήμη που συνοδεύει τους καταλανούς εμπόρους. Μέχρι τότε είχε μαζέψει αρκετά μέσα από τη σκληρή δουλειά και την αιματηρή οικονομία και τώρα ήταν έτοιμος να ανοιχτεί στην επιχειρηματική περιπέτεια με την ευκατάστατη γαλλικής καταγωγής σύζυγό του Αμαλία (την οποία παντρεύτηκε στις 5 Αυγούστου 1843 στον καθεδρικό του Σαντιάγκο) και έναν τρίτο συνεργάτη. Η Facundo Bacardi y Compania είναι γεγονός…
Η γέννηση του Bacardi
Στα επόμενα χρόνια, ο Φακούντο γνωρίζει προσωπική και επαγγελματική επιτυχία: η οικογένειά του αυξάνεται, έχοντας πια τέσσερα παιδιά, και το λιανεμπόριό του πάει τόσο καλά που σύντομα θα ανοίξει και δεύτερο μαγαζί στη γειτονική πόλη με τα πάμπολλα ορυχεία Ελ Κόμπρε. Το 1852 όμως η τύχη του άλλαξε δραματικά: απανωτοί σεισμοί πλήττουν το Σαντιάγκο και μέσα στα ερείπια εξαπλώνεται η επιδημία χολέρας. Ο Φακούντο χάνει δύο παιδιά από τη νόσο και παίρνει τη φαμίλια του και επιστρέφει στη γενέτειρά του για να γλιτώσουν από τη συμφορά. Όταν επιστρέφει μερικούς μήνες αργότερα, βλέπει τα μαγαζιά του λεηλατημένα αλλά και την τοπική οικονομία του νησιού σμπαράλια, καθώς η τιμή της ζάχαρης, του βασικού εξαγωγικού προϊόντος της Κούβας, είχε κατακρημνιστεί διεθνώς. Ο Φακούντο έχασε ό,τι με κόπο και ιδρώτα είχε χτίσει και παρά τις ασίγαστες προσπάθειές του, το μαγαζί του δεν θα επέστρεφε στην κερδοφορία, βάζοντας οριστικά λουκέτο το 1855. Παρά το γεγονός ότι η Αμαλία του εμπιστεύεται ένα γενναίο ποσό από τους γονείς της, η επιχείρηση θα χρεοκοπήσει οριστικά μέσα στο σχεδόν ερημωμένο Σαντιάγκο ντε Κούμπα. Τώρα ήταν στο κατώφλι της εξαθλίωσης, ο φον Φακούντο -όπως φώναζαν τον Μπακαρντί όσοι τον σέβονταν για το σοβαρό του χαρακτήρα του- δεν το έβαλε όμως κάτω. Ψάχνοντας να κάνει μια νέα αρχή, συνειδητοποιεί ότι η Κούβα συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ζάχαρης της Καραϊβικής, κλέβοντας πια όλη τη δόξα από την ανταγωνίστρια Αϊτή, η εξέγερση των σκλάβων στις ζαχαροφυτείες της οποίας είχαν μειώσει κατά πολύ την παραγωγή ζάχαρης. Στο στόχαστρό του μπήκε λοιπόν το αλκοολούχο νεροζούμι της φωτιάς που παρασκευαζόταν στην Κούβα. Αντίθετα από τα άλλα -γαλλικής κατοχής- νησιά της Καραϊβικής που έφτιαχναν καλύτερης ποιότητας ρούμι, η υπό ισπανικό ζυγό Κούβα δεν είχε αντίστοιχο ρούμι της προκοπής να επιδείξει. Η μικρή παραγωγή του τοπικού aguardiente ήταν τόσο κακής ποιότητας που το σκεύασμα χρησιμοποιούνταν περισσότερο για ιατρικούς σκοπούς παρά για ψυχαγωγία. Ήταν όμως και το ισπανικό στέμμα που είχε για χρόνια απαγορεύσει την παραγωγή ρούμι στην Κούβα (μέχρι το 1796) και είχε βάλει φρένο στις όποιες απόπειρες να παρασκευαστεί κάτι αξιοπρεπές για τον εξευγενισμένο ουρανίσκο του λευκού αποικιοκράτη. Όταν ο Φακούντο έστρεψε την προσοχή του στο ρούμι, δεν θα μπορούσε να είχε βρει ιδανικότερη εποχή: οι καραβιές με μελάσα που εξήγαν οι Κουβανοί στις ΗΠΑ είχαν σταματήσει, καθώς οι Αμερικανοί στρέφονταν ολοένα και περισσότερο στο τοπικό μπέρμπον, και υπήρχε άφθονη και αδιάθετη πρώτη ύλη, την ίδια ώρα που το Σαντιάγκο είχε νευραλγική γεωγραφική θέση για την οικονομία της Καραϊβικής, ως σύνδεσμος δηλαδή των γαλλικών και αγγλικών αποικιών με τα άλλα νησάκια του συμπλέγματος. Μεγάλο ρόλο στις πρώτες απόπειρες του δον Φακούντο και τους ασίγαστους πειραματισμούς του θα παίξει ένας γάλλος εμιγκρές στην Κούβα, ο Χοσέ Λεόν Μπουτελιέ, ο οποίος είχε στα χέρια του ένα μικρό αποστακτήριο κονιάκ. Οι δυο άντρες άρχισαν να παίζουν με τις μαγιές και τις αποστάξεις, περισσότερο από περιέργεια παρά ως εναρκτήριο λάκτισμα εμπορικής δραστηριότητας. Η καθοριστική στιγμή θα έρθει όταν θα πεθάνει η πλούσια γιαγιά της Αμαλία Μπακαρντί και θα της αφήσει την έκτασή της στο Σαντιάγκο. Ο Φακούντο αδράχνει την ευκαιρία για να στήσει το δικό του αποστακτήριο, ένα παράπηγμα με τσίγκους δηλαδή για να στεγάσει τα φιλόδοξα όνειρά του. Ο αποστακτήρας του κονιάκ του Μπουτελιέ εγκαθίσταται στην παράγκα και τα καζάνια πιάνουν δουλειά! Ο Φακούντο θέλει να φτιάξει ανώτερης ποιότητας ρούμι με ραφιναρισμένη γεύση και αρώματα και είναι έτοιμος να μην κοιτάξει κόστη και έξοδα. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα προϊόν απαλό στη γεύση, διαπιστώνει κάποια στιγμή πόσο σημαντικό είναι να χρησιμοποιεί μία μόνο μαγιά, ώστε να ελέγχει απόλυτα τη ζύμωση και να δίνει στο παρασκεύασμά του το ελαφρύ γευστικό προφίλ που αποζητούσε. Έπειτα από αναρίθμητες δοκιμές και λάθη, απομόνωσε τη μαγιά που βρήκε να αναπτύσσεται φυσικά στα χωράφια ζαχαροκάλαμου γύρω από το Σαντιάγκο, δημιουργώντας μια μακρά παράδοση που ισχύει ως και τις μέρες μας. Η μαγιά του δον Φακούντο παραμένει ο παλαιότερος τύπος καλλιεργημένης κουβανέζικης μαγιάς και μυστικό επτασφράγιστο φυσικά της δυναστείας των Μπακαρντί! Δεύτερος μεγάλος σταθμός, όταν ο Μπακαρντί συνειδητοποιεί ότι το φιλτράρισμα με ξυλάνθρακα θα μπορούσε να τον βοηθήσει να εξευγενίσει το ρούμι του. Κατάλαβε ότι οι διάφοροι τύποι ξυλάνθρακα έχουν την ιδιότητα να εξαλείφουν σκληρές και ανεπιθύμητες γεύσεις από το ποτό και να δημιουργούν κάτι πραγματικά υπέροχο στη γεύση. Αφού τελειοποίησε την τεχνική αυτή επιλέγοντας ξυλάνθρακες με συγκεκριμένες ιδιότητες για τη διαδικασία που ακολουθούσε και πήρε το πρώτο καθαρό (λευκό) ρούμι, επιστράτευσε κατόπιν την παλιά του ιδιότητα του εμπόρου κρασιών. Ξέροντας από υπομονή και ζύμωση, έγινε ο πρώτος ρουμοποιός που άφηνε τους διαφορετικούς τύπους ποτού να αναπαύονται σε δρύινα βαρέλια, γεννώντας άλλη μια παράδοση στο ρούμι που έμελλε να γίνει παγκόσμια σταθερά. Έχοντας γίνει εξπέρ στην απόσταξη διάφορων τύπων ρούμι, άρχισε να αποστάζει το δικό του σε έναν αποστακτήρα 30 βαρελιών ανά παρτίδα. Ήταν αυτός ο αποστακτήρας που έκανε δυνατή την εμπορική παραγωγή και θα του έδινε την ευελιξία να δημιουργήσει μια ολόκληρη γκάμα από ρούμι διαφορετικών γεύσεων. Η «παράλληλη διαδικασία» του οδήγησε στη δημιουργία ενός τύπου ρούμι που αποκαλούσε «aguardiente» (νερό της φωτιάς), στην οποία οφείλεται ο ακατέργαστος και δυνατός χαρακτήρας του Bacardi του, αλλά και ενός υποπροϊόντος που είπε «redestilado» (δεύτερης απόσταξης) και ήταν το ελαφρύ ρούμι με την καθαρή και φρέσκια γεύση. Το Bacardi δεν ήταν παρά η μείξη των δύο αυτών καζανιών. Εξελίσσοντας τις γεύσεις και τους τύπους του ρούμι και αναμειγνύοντάς τους μεταξύ τους, δημιούργησε με εξαιρετική μαεστρία μια επακριβώς καθορισμένη διαδικασία παρασκευής που άλλαξε τους κανόνες στην παραγωγή του ποτού! Το ανώτερης ποιότητας και λευκό ρούμι του πωλούνταν τώρα σαν τρελό στα εμπορικά των αδερφών του στο Σαντιάγκο. Το ποτό του δον Φακούντο ικανοποιούσε τους λευκούς αποικιοκράτες της Καραϊβικής αλλά και το βασιλικό διάταγμα του ισπανού ηγεμόνα που καλούσε πια τους υπηκόους του να φτιάχνουν αλκοολούχα σκευάσματα που να «ικανοποιούν τις ορέξεις της αυλής αλλά και της ελίτ της Ισπανικής Αυτοκρατορίας», όπως διατεινόταν το σχετικό φιρμάνι του θρόνου. Σύντομα το παραδοσιακό aguardiente της Κούβας, το αλκοολούχο σκεύασμα που προέκυπτε ως υποπροϊόν της μελάσας και το έπινε μόνο η εργατική τάξη και οι σκληροτράχηλοι πειρατές, είχε αντικατασταθεί από το ρούμι του Μπακαρντί. Ήταν η πρώτη φορά που πωλούνταν ρούμι στα λιανεμπορικά της ευρύτερης οικογένειας των Μπακαρντί, αφού μέχρι τότε αρνούνταν σθεναρά να βάλουν το τραχύ νερό της φωτιάς στα ράφια των μαγαζιών τους. Το 1862, ενθουσιασμένοι από τη θερμή υποδοχή του κόσμου για το ρούμι τους, οι δυο συνεργάτες αγοράζουν ένα νέο και μεγαλύτερο αποστακτήριο στην περιοχή ιδρύοντας την εταιρία Bacardi, Boutellier & Compania. Στα εγκαίνια του αποστακτηρίου, ένας οικογενειακός φίλος του Μπακαρντί χαρίζει στον γιο του, Φακούντο τον Νεότερο, έναν μικρό κοκοφοίνικα. Το 14χρονο αγόρι τον φυτεύει μπροστά ακριβώς από την είσοδο της εγκατάστασης με την ευχή να ακολουθήσει το δέντρο την ίδια επιτυχημένη πορεία όπως και η ραγδαία ανάπτυξη της φίρμας. Σύμβολο της επιτυχίας της φαμίλιας αλλά και ένδειξη των ιστορικών δεσμών της με την Κούβα και την Καραϊβική, ο θρυλικός «El Coco» συνέχισε να μεγαλώνει στην πόρτα του αποστακτηρίου για περίπου έναν αιώνα. Παρά την παρασκευαστική του επιτυχία, καθώς ο δον Φακούντο έφτιαχνε τώρα το καλύτερο ρούμι της Κούβας και ένα από τα δυνατά χαρτιά όλης της Καραϊβικής, η δουλειά του δεν είχε τελειώσει. Τώρα θα στρεφόταν στη δυναμική προώθηση του προϊόντος του και θα αποδεικνυόταν εξίσου ανεπανάληπτος διαφημιστής! Ο Μπακαρντί είχε βάλει σκοπό να συνδέσει το ρούμι του με το «πνεύμα της Καραϊβικής», κάνοντάς το το εθνικό ποτό της εξωτικής χώρας. Την ώρα που το φτηνό ρούμι του νησιού πωλούνταν σε βαρέλια ή στα δοχεία που έφερνε μαζί του ο πελάτης στα μαγαζιά του λιανεμπορίου, ο δον Φακούντο το συσκεύαζε σε μπουκάλια ή δικά του βαρέλια υπογράφοντας με το χέρι όλες τις ετικέτες, ώστε να ξέρουν όλοι ότι αυτό που βάζουν στο στόμα τους είναι η αυθεντική δημιουργία του Μπακαρντί. Ο καταλανός ποτοποιός έγραφε στις ετικέτες «Bacardi M», από το πλήρες όνομά του «Μπακαρντί Μασό», έχοντας ήδη υιοθετήσει το μυστηριώδες λογότυπο με τη νυχτερίδα που συνέβαλε κι αυτό στον μύθο του εξωτικού ποτού που έφευγε πια μαζικά από το λιμάνι του Σαντιάγκο για τις μεγάλες αγορές της Ευρώπης. Όπως θέλει ο θρύλος, ήταν τα σμήνη των νυχτερίδων που φώλιαζαν στο μικρό πρώτο αποστακτήριο του δον Φακούντο που ενέπνευσαν τη γυναίκα του να το χρησιμοποιήσει στο λογότυπο, αν και μια πιο ασφαλής θεωρία το θέλει να φιγουράρει πάνω στα βαρέλια με λάδι που φιλοξενούσαν τα αδέρφια-παντοπώληδες του Φακούντο το ρούμι του…
Κατοπινά χρόνια
Το 1877, αρκετά χρόνια μετά την απόσυρση του Μπουτελιέ από την κοινή περιπέτειά τους λόγω γήρατος, ο δον Φακούντο παρέδωσε την επιτυχημένη εταιρία του στα παιδιά του. Μέχρι να το κάνει βέβαια αυτό, είχε εξαγοράσει όλο το ποσοστό του παλιού του συνεργάτη αλλά και τα μικρομερίδια των τριών αδερφών του, μετονομάζοντας την επιχείρηση σε Bacardí and Company (1874). Πριν την παραδώσει ακμάζουσα και ανθηρή στα παιδιά του, είχε ήδη αποσπάσει πρώτα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις σε πάμπολλους διεθνείς διαγωνισμούς και εκθέσεις. Ο μεγαλύτερος Εμίλιο, που τον είχαν εμπιστευτεί σε φιλική οικογένεια όταν είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στην Ισπανία για να γλιτώσουν από τη χολέρα, είχε μορφωθεί στη Βαρκελώνη και λειτουργούσε τώρα ως πρόεδρος της φίρμας. Ο Εμίλιο ένιωθε περισσότερο Κουβανός παρά Ισπανός, κι έτσι όταν ξέσπασε η σπίθα της Κουβανικού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, ο πρόεδρος της Bacardi υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις την επανάσταση για την ανεξαρτητοποίηση από τον ισπανικό ζυγό. Ο Εμίλιο έβγαζε πύρινους πολιτικούς λόγους, έγραφε επαναστατικές μπροσούρες και στήριζε οικονομικά τους επαναστάτες, μια ανατρεπτική δράση που θα τον έφερνε μπόλικα χρόνια πίσω από τα κάγκελα της φυλακής αλλά και σε -προσωρινή- εξορία στη Βόρεια Αφρική. Με τον Εμίλιο κυνηγημένο από το καθεστωτικό μόρφωμα και τον αδερφό του Φακούντο τον Νεότερο στα ηνία, η εταιρία έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας το 1880 εν μέσω του Μικρού Πολέμου της Κούβας. Τα αδέρφια Μπακαρντί πούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να κρατήσουν ζωντανή την πατρική κληρονομιά και κατάφεραν τελικά να τη σώσουν, αν και σύντομα θα ξανάφταναν στα όριά τους όταν πυρκαγιά που ξέσπασε σε αποθήκη θα κατέκαιγε το αποστάκτηριο. Ήταν όμως και το άλλο που απείλησε οριστικά το ρούμι: παθιασμένοι επαναστάτες καθώς ήταν, οι Μπακάρντι συντάχθηκαν και υποστήριξαν τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν ωστόσο στον νου τους να απελευθερώσουν τους σκλάβους από τα δεσμά τους. Και σκλάβοι ήταν αυτοί που δούλευαν στις φυτείες ζάχαρης, οπότε ο Εμίλιο όφειλε να αναδιπλωθεί: την ώρα που κήρυττε την κατάργηση της δουλείας, έβαζε τους μαχητές της ελευθερίας να απαλλοτριώνουν τις φυτείες για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η παραγωγή της μελάσας. Με την Ανεξαρτησία της Κούβας, ο Εμίλιο χρίζεται το 1899 δήμαρχος του Σαντιάγκο ντε Κούμπα και είναι ο πρώτος που υψώνει την ελεύθερη κουβανική σημαία στο οχυρό της πόλης! Την ίδια περίοδο, φτιάχνεται και το πρώτο κούμπα λίμπρε, όταν ένα βράδυ του Αυγούστου του 1900 μια παρέα από στρατιώτες του αμερικανικού Σώματος Διαβιβάσεων πίνουν Bacardi με κόλα, πάγο και λίγο στυμμένο λάιμ σε μπαρ της Αβάνας και κάποιος από την ομήγυρη προτείνει να πιουν άλλον έναν γύρο από το «Por Cuba Libre». Λίγο πρωτύτερα, το 1898, ένας αμερικανός μηχανικός που εργαζόταν στην Κούβα παρασκεύασε το πρώτο ντάκιρι του κόσμου! Το δροσιστικό παρασκεύασμα που έδωσε στους εργάτες των ορυχείων αποτελούνταν από φρεσκοστυμμένο τοπικό λάιμ, ζάχαρη, τριμμένο πάγο και Bacardi φυσικά. Με τα κοκτέιλ του ρούμι, το Bacardi γίνεται παγκόσμια τρέλα και μέχρι το 1910, το αποστακτήριο του δον Φακούντο ήταν πια η πρώτη πολυεθνική εταιρία της Κούβας, έχοντας ήδη δικές της εγκαταστάσεις σε Βαρκελώνη και Νέα Υόρκη. Μέχρι το 1930 θα γινόταν το μεγαλύτερο αποστακτήριο ρούμι του κόσμου, θέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Μέχρι να συμβούν βέβαια όλα αυτά, ο Φακούντο θα είχε φύγει από τη ζωή. Πέθανε στις 9 Μαΐου 1886, μέσα στις πολιτικές αναταραχές της Κούβας. Εκείνος ήταν βέβαια υπέρ του ισπανικού ζυγού και πριν κλείσει τα μάτια του τσακωνόταν διαρκώς με τους επαναστάτες γιους του. Η ασίγαστη δράση του Εμίλιο θα έφερνε μάλιστα και τον πατέρα στα καθεστωτικά κρατητήρια, αν και εκείνος ήταν υπεράνω υποψίας ως γέννημα-θρέμμα Ισπανός. Ο δον Φακούντο απελευθερώθηκε από τη σαρωτική αυτή δράση των ισπανικών αποικιοκρατικών δυνάμεων, αφήνοντας τον γιο του Εμίλιο στη φυλακή για τέσσερα χρόνια. Έζησε πάντως αρκετά για να τον δει να απελευθερώνεται και να εκτοξεύει την εικόνα του Bacardi στην κορυφή του κόσμου, αν και όχι στην οικονομική ευρωστία… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr