Στο πανέμορφο λιμάνι του Σαντιάγκο ντε Κούμπα, ένας καταλανός παντοπώλης αγοράζει ένα αποστακτήριο στις 4 Φεβρουαρίου 1862 για να παρασκευάσει ρούμι ανώτερης ποιότητας, ανταποκρινόμενος έτσι στη ζήτηση που ερχόταν από Ισπανία. Όταν το μικρό αποστακτήριο άνοιξε τις πύλες του κανείς δεν περίμενε φυσικά να γεννήσει έναν θρύλο του αλκοόλ, το ίδιο το λευκό ρούμι δηλαδή με το οποίο θα φτιάχνονταν τα πρώτα κουβανέζικα κοκτέιλ που σήμερα είναι εξίσου θρυλικά: κούμπα λίμπρε, πίνια κολάδα, ντάκιρι (νταϊκιρί) και ελ πρεζιντέντε! Όσο για την ιστορία της φίρμας του, έμελλε να επιβιώσει από επαναστάσεις, σεισμούς, εξορίες, φωτιές και όλα τα δεινά της πολύπαθης κουβανικής ιστορίας! Κανείς δεν θα πίστευε φυσικά ότι το ανώτερης ποιότητας λευκό ρούμι του δον Μπακαρντί παρασκευαζόταν σε ένα ταπεινό αποστακτήριο με τσίγκια στην οροφή και νυχτερίδες στα δοκάρια του. Κι όμως! Ο περιπετειώδης Καταλανός Φάκουντο Μπακαρντί Μασό, που είχε μετοικήσει οικογενειακώς από την Ιβηρική Χερσόνησο στην Κούβα, θέλησε να παρασκευάσει ένα ανώτερης ποιότητας αλκοολούχο ποτό, βάζοντας όλο το μεράκι του αλλά και τις νεωτεριστικές του ιδέες και γεννώντας εν αγνοία του το ίδιο το ρούμι ως ποιοτική κατηγορία αποστάγματος. Ο Μπακαρντί αναθεώρησε την παραγωγική διαδικασία του ρούμι και έφτιαξε το πρώτο κυριολεκτικά ρούμι της προκοπής, καθώς το νεροζούμι από τα ζαχαροκάλαμα που φτιαχνόταν στην Καραϊβική δεν πινόταν. Ο δον Φακούντο τελειοποίησε την τέχνη της παρασκευής του ποτού πειραματιζόμενος για περισσότερο από μια δεκαετία με συνταγές και μεθόδους απόσταξης. Στο τέλος κατέληξε στη μαγική συνταγή του: τη χρήση μίας μόνο μαγιάς, την απόσταξη δύο ξεχωριστών τύπων ρούμι που αναμειγνύονται μεταξύ τους, τη χρήση των δρύινων βαρελιών για να δοθεί το χαρακτηριστικό άρωμα και το φιλτράρισμα φυσικά με ξυλάνθρακα για να εξευγενιστεί η γεύση. Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, ο δον Μπακαρντί έχανε όλο του το βιος στον σεισμό του 1852, θρηνούσε τα δυο νεκρά παιδιά του από την επιδημία χολέρας που ξέσπασε εντωμεταξύ και έβλεπε την εταιρία του να χρεοκοπεί. Ακόμα και μέσα στην προσωπική τραγωδία όμως συνέχισε με πείσμα και θέληση, δημιουργώντας πια στην οικία του το απαλό και εξευγενισμένο λευκό ρούμι που ερχόταν ολοταχώς να αντικαταστήσει τα ακατέργαστα και σκληρά αποστάγματα ζαχαροκάλαμου που κυκλοφορούσαν μαζικά στην Καραϊβική του καιρού. Το δικό του ποτό θα ταίριαζε περισσότερο στον απαιτητικό ουρανίσκο των αναδυόμενων μεσαίων τάξεων της Δύσης, δημιουργώντας στην πραγματικότητα έναν νέο κλάδο και αποτελώντας διαχρονικό πρότυπο για τον τρόπο με τον οποίο παρασκευάζεται το ρούμι μέχρι και σήμερα. Το Bacardi Rum ήταν μια ιστορία επιτυχίας σε πείσμα των ιστορικών δεινών και των προσωπικών αναποδιών, γινόμενο στην πορεία καλοκαιρινό σύμβολο ανεμελιάς και ξενοιασιάς. Για να συμβούν βέβαια όλα αυτά, έλειπε κάτι ακόμα, η νυχτερίδα του λογοτύπου, η οποία θα ερχόταν όταν η σύζυγος του δον Φακούντο, δόνα Αμαλία, είδε ένα σμήνος νυχτερίδων να κρέμονται από τα δοκάρια της στέγης του αποστακτηρίου και τα θεώρησε καλό οιωνό, κατά τη λαϊκή ισπανική παράδοση. Ο άντρας της υπέγραφε πια με το χέρι του κάθε ετικέτα που έβγαινε από το αποστακτήριό του για να αντιπαλέψει την πειρατεία. Το Bacardi είχε έρθει για να γίνει η μεγαλύτερη σήμερα φίρμα αλκοολούχων ποτών που παραμένει σε χέρια ιδιώτη, που δεν είναι άλλος από τους απογόνους του δον Φακούντο. Και βέβαια συνεχίζει να παρασκευάζεται με τη «μυστική φόρμουλα» του Μπακαρντί, τη μείξη δηλαδή του φιλτραρίσματος με ξυλάνθρακα και της μαγιάς του κονιάκ…
Πρώτα χρόνια
Η γέννηση του Bacardi
Κατοπινά χρόνια