Όταν ο ιταλός μαέστρος αποφάσισε να γυρίσει τη μίνι σειρά το 1973, ήθελε να δοκιμάσει τον Ρόμπερτ Πάουελ στον ρόλο του Ιούδα, όταν ένα σαρκαστικό αστείο του παραγωγού κόλλησε στον σκηνοθέτη και αποφάσισε να τον δει για τον ρόλο του Ιησού. Ο βρετανός ηθοποιός ντύθηκε λοιπόν στα γρήγορα με τον μανδύα και του φόρεσαν μια ψεύτικη γενειάδα, όταν και παρουσιάστηκε μπροστά στην κάμερα του Νανούτζι. Ο Τζεφιρέλι τον πρωτοαντίκρισε λοιπόν μέσα από το βιζέρ της κινηματογραφικής μηχανής και όλοι έμειναν άναυδοι. Η βοηθός ενδυματολόγου έκανε αμέσως τον σταυρό της λέγοντας «Ω, Θεέ μου!», αναγκάζοντας τον Τζεφιρέλι να αναφωνήσει «ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω;»! Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο και πασιφανές: ο Πάουελ ήταν ο Ιησούς. Ο σπουδαίος φλωρεντινός σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος δεν περιορίστηκε βέβαια μόνο στη σειρά-αρχέτυπο που λατρεύτηκε παγκοσμίως, καθώς στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 όργωνε τις όπερες του κόσμου σκηνοθετώντας τις μεγαλύτερες ίσως στιγμές της. Μεγαλομανής και βιρτουόζος, ο Τζεφιρέλι έφτιαξε βαρυφορτωμένες όπερες και εξίσου φτιασιδωμένες σεξπιρικές ταινίες, δημιουργώντας με τις παραγωγές του ολότελα νέους κόσμους. Κι όλα αυτά από έναν νεαρό ηθοποιό που μεταπήδησε στη σκηνογραφία και λειτούργησε ως βοηθός σε μεγάλους ιταλούς σκηνοθέτες, όπως ο Βισκόντι, ο Αντονιόνι και ο Ροσελίνι. Αν και η μεγαλύτερη κινηματογραφική στιγμή του έμελλε να είναι ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ», η κορυφαία θρησκευτική παραγωγή στην ιστορία της μικρής και μεγάλης οθόνης που διηγήθηκε με την καθαρή ματιά του Τζεφιρέλι τη γέννηση, τα πάθη και την ανάσταση του Ιησού, δίνοντας έμφαση στις Γραφές και σεβόμενος απολύτως την ιερότητα του θέματος. Όσο για τα γυρίσματα, κράτησαν τέσσερα χρόνια και έγιναν σε αυθεντικούς χώρους…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζιανφράνκο Τζεφιρέλι γεννιέται στις 12 Φεβρουαρίου 1923 στα περίχωρα της Φλωρεντίας ως εξώγαμος καρπός μιας σχεδιάστριας μόδας και ενός εισαγωγέα υφασμάτων. Καθώς και οι δύο τους ήταν παντρεμένοι, το παιδί δεν μπορούσε να πάρει το επίθετο κανενός, κι έτσι κατέληξαν στο «Τζεφιρέτι», αν και από λάθος του δημοτικού υπαλλήλου θα γραφεί τελικά στα δημοτολόγια ως «Τζεφιρέλι». Ο μητέρα του τον δίνει σε ανάδοχη οικογένεια και δύο χρόνια αργότερα που πεθαίνει ο σύζυγός της, τον παίρνει επιτέλους στο σπίτι της, αν και οι περιπέτειες του νεαρού αγοριού μόνο τέλος δεν θα έπαιρναν. Στα έξι του θα χάσει τη μητέρα του από φυματίωση και θα πάει να ζήσει με μια ξαδέλφη του πατέρα του σε ένα χωριουδάκι της Φλωρεντίας, όπου θα έρθει σε επαφή με τους περιπλανώμενους θιάσους και τα τσίρκο. Ο Φράνκο αρχίζει να φτιάχνει σκηνικά και αυτοσχέδιες παραστάσεις κουκλοθέατρου και όταν βλέπει την πρώτη του όπερα, παρά το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα, μαγεύεται μια για πάντα! Ήταν βέβαια τα χρόνια του φασισμού του Μουσολίνι και η ζωή μόνο εύκολη δεν ήταν. Ολοκληρώνοντας το σχολείο κατά τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου, γίνεται δεκτός στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, όταν θα εμπλακεί στα πόδια του η συλλογική Ιστορία: την ώρα που οι περισσότεροι συμφοιτητές του στρατεύονται, εκείνος επιλέγει να γίνει αντάρτης και παίρνει τα βουνά. Αφού κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια των ιταλών φασιστών, εντάχθηκε στις τάξεις των Συμμάχων ως διερμηνέας, οργανώνοντας ταυτοχρόνως παραστάσεις για την ψυχαγωγία των βρετανών στρατιωτών. Μέχρι να επιστρέψει στη Φλωρεντία, ο Τζεφιρέλι είναι πια ένας αλλιώτικος άνθρωπος. Τώρα ζει με τον πατέρα του και βλέπει κάποια στιγμή τον «Ερρίκο Δ’» του Λόρενς Ολίβιε, όταν και συνειδητοποιεί ότι το θέατρο είναι όλη του η ζωή…
Τα χρόνια της μαθητείας
Η καθοριστική στιγμή στη ζωή του θα έρθει το 1946, όταν θα μετακομίσει στη Ρώμη και θα βρει δουλειά ως ντεκορατέρ στη θεατρική εταιρία του σπουδαίου «κόκκινου κόμη» Λουκίνο Βισκόντι. Η στενή σχέση των δύο αντρών, καθώς ο Βισκόντι θα γίνει ο μέντοράς του, θα μετρήσει εννιά χρόνια αγαστής συνεργασίας και θα ωθήσει τον Τζεφιρέλι να ασχοληθεί με ό,τι και ο δάσκαλός του: όπερα, θέατρο και κινηματογράφο. Η καριέρα του Φράνκο άρχισε να απογειώνεται στη δεκαετία του 1950, όταν έγινε διεθνώς γνωστός ως σκηνογράφος θεάτρου και όπερας. Μέσα σε μια δεκαετία θα κάνει όλες τις φημισμένες παραστάσεις του στην όπερα και τον Σέξπιρ, αλλά και την πρώτη κινηματογραφική του επιτυχία, τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» (1968).
Οι όπερες του Τζεφιρέλι γίνονται θρυλικές και τον ενθρονίζουν στην κορυφή των σκηνοθετών, καθώς η μεγαλομανία και η τελειομανία του αφήνουν γερή παρακαταθήκη στο κλασικό τραγούδι. Ακόμα και ζωντανά ζώα πλαισίωναν τις στρατιές των τραγουδιστών και χορευτών του, για τέτοιο πρωτόγνωρο υπερθέαμα μιλάμε. Η Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης του ανήκει πια! Την ίδια εποχή γίνεται καρδιακός φίλος με τη Μαρία Κάλλας και μαζί οργώνουν τώρα τις μεγαλύτερες λυρικές σκηνές Ευρώπης και ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι οι ταινίες του δεν θα συναντήσουν την ίδια ανεπανάληπτη απήχηση όπως τα θεατρικά του, η μίνι τηλεοπτική σειρά του «Ιησούς από τη Ναζαρέτ», που βγήκε σε πέντε επεισόδια το 1977, αποκάλυπτε όλα τα στοιχεία του έργου του: την εξαντλητική έρευνα, την έμφαση στη λεπτομέρεια και τον σεβασμό στην ιστορικότητα. Η σειρά θα γίνει όπως ξέρουμε ένα σύγχρονο κλασικό, καθώς παίζεται κάθε Πάσχα ανελλιπώς στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης…
Ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ»
Ήταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1973 όταν ανέλαβε ο Τζεφιρέλι το πλέον μεγαλόπνοο έργο της καριέρας του, τη μεταφορά της ζωής του Ιησού Χριστού που ήθελε να χρηματοδοτήσει η κρατική ιταλική τηλεόραση. Ακόμα και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ είχε ευλογήσει την τηλεοπτική μεταφορά του Ιησού, η παραγωγή κρίθηκε λοιπόν νευραλγικής σημασίας (ο Τζεφιρέλι είπε αργότερα ότι η εμπλοκή του Ποντίφικα ήταν αποφασιστική για να υπερπηδούνται εμπόδια και να εξομαλύνεται η γνώριμη έλλειψη κονδυλίων!). Οι ιταλοί παραγωγοί ήθελαν αρχικά τον περίφημο σουηδό σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν να γυρίσει τη σειρά, αν και θεωρήθηκε τελικά πολύ αβάν-γκαρντ για την ιταλική τηλεόραση, κι έτσι προκρίθηκε η επιλογή του Τζεφιρέλι, ο οποίος είχε ήδη απολαύσει εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία με τις διασκευές στα σεξπιρικά «Το ημέρωμα της στρίγγλας» (1966) και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (1968), αλλά και τη μεγάλη θεατρική και οπερετική του καριέρα. Ο Τζεφιρέλι το σκεφτόταν μάλιστα αρχικά και δεν έλεγε να πει το μεγάλο «ναι», μέχρι να του κάνουν τουλάχιστον την οικονομική προσφορά που δεν σήκωνε «όχι». Όταν αποδέχτηκε την πρόταση, τα πράγματα κυλούσαν «σαν να είχαν ούριο άνεμο στα πανιά», όπως είπε σε συνέντευξή του το 2007. Ο Φράνκο δεσμεύτηκε να γυρίσει τη συνολικής διάρκειας 371 λεπτών βιογραφία του Ιησού με έμφαση στην ιστορική ακρίβεια, παρέχοντας μικρές λεπτομέρειες και στιγμιότυπα που θα φώτιζαν τη ζωή του Σωτήρα. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν επενδυθεί τέτοια ποσά στην αναβίωση της Μέσης Ανατολής του 1ου αιώνα, ούτε βέβαια και είχε ματαγίνει τέτοια έρευνα για τηλεοπτικό προϊόν: ιστορικοί ερευνητές και βιβλικοί μελετητές επιστρατεύτηκαν από τις τέσσερις γωνιές της οικουμένης, καθώς ο Τζεφιρέλι είχε δεσμευτεί να φτιάξει μια βιογραφία που θα ήταν «αποδεκτή απ’ όλα τα χριστιανικά δόγματα, τις θρησκείες, ακόμα και τους μη πιστούς». Και τα κατάφερε φυσικά και με το παραπάνω, αφού το ευαίσθητο τελικό προϊόν χαρακτηρίστηκε αριστουργηματικό απ’ όλους! Όσο για το σενάριο, στο οποίο συνεργάστηκε στενά ο Φράνκο, δεν δίστασε να επιστρατεύσει τον ίδιο τον Anthony Burgess, τον σεναριογράφο της αριστουργηματικής δυστοπικής σάτιρας «Κουρδιστό Πορτοκάλι»! Για τη μουσική προσέλαβε τον «γίγαντα» της μουσικής του 20ού αιώνα Μορίς Ζαρ, που είχε ήδη στο ενεργητικό του τα οσκαρικά soundtrack τόσο του «Λόρενς της Αραβίας» όσο και του «Δρος Ζιβάγκο».
Η σύγχρονη Ναζαρέτ στήθηκε στα βουνά του Μαρόκου, μέσα σε βερβέρικο οικισμό, ενώ γυρίσματα έγιναν και στην Τυνησία, όπου διάφορες τοποθεσίες επιστρατεύτηκαν για την Ιερουσαλήμ του 1ου αιώνα μ.Χ. Το πλέον φιλόδοξο και δαπανηρό τηλεοπτικό προϊόν όλων των εποχών μαγνήτισε μάλιστα το παγκόσμιο υποκριτικό ενδιαφέρον και πολλοί ηθοποιοί επικοινώνησαν με τον Τζεφιρέλι για κάποιο ρόλο. Ακόμα και ο παιδικός ήρωας και μεγάλη έμπνευση για τη ζωή του σκηνοθέτη, σερ Λόρενς Ολίβιε: «Παραείμαι μεγάλος για ιππασία, άρα δεν μπορώ να είμαι ο Πιλάτος. Δεν είμαι αρκετά εβραίος για Καϊάφας. Δώσε μου απλά αυτές τις δύο μικρές σκηνές του Νικόδημου», είπε στον Τζεφιρέλι, όπως το ανακαλεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Το διεθνές καστ περιλάμβανε από τον Πίτερ Ουστίνοφ και τον Κρίστοφερ Πλάμερ μέχρι και τον Άντονι Κουίν, τον Έρνεστ Μπόργκναϊν, την Κλαούντια Καρντινάλε και τον Λόρενς Ολίβιε φυσικά. Ο Τζεφιρέλι έδωσε τον ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, αν και η άρνησή της να δεσμευτεί στα χρονοβόρα γυρίσματα τον έκανε να τον προσφέρει τελικά στην Αν Μπάνκροφτ.
Όσο για τον ρόλο του Ιησού, οι ιταλοί παραγωγοί σκέφτονταν σοβαρά τον Ντάστιν Χόφμαν ή τον Αλ Πατσίνο, όταν η σύζυγος του εκτελεστή παραγωγού πρότεινε έναν βρετανό ηθοποιό που είχε δει μόλις σε μια σειρά του BBC, κάποιον Ρόμπερτ Πάουελ. Όπως είπαμε, ο Τζεφιρέλι ήταν να τον δει για τον ρόλο του Ιούδα, τελευταία στιγμή σκέφτηκε όμως να τον δοκιμάσει ως Ιησού, κι αυτό ήταν όλο! «Το φιλμ αντιπροσωπεύει ένα πολύ σημαντικό σημείο καμπής στη ζωή μου, γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να έρθω κοντύτερα στα μυστήρια του Ιησού. Αναγκάστηκα να μελετήσω ενδελεχώς τις Γραφές και ο καθολικισμός μου … γνώρισε ένα νέο ξεκίνημα που πήγε πολύ βαθύτερα από την παιδική μου εμπειρία … Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ‘‘Ιησού από τη Ναζαρέτ’’, ένιωσα ότι ο Κύριος οδηγούσε τα βήματά μας και πως ο αέρας ήταν πάντα πίσω μας. Όλοι όσοι συμμετείχαν στο φιλμ είχαν την ίδια αίσθηση, κι αυτή ήταν μια ιδιαιτέρως χαρούμενη, ευάερη και εύκολη στιγμή στις ζωές μας. Υπήρχε μια συγκεκριμένη ενέργεια γύρω μας»…
Κατοπινά χρόνια και μελλοντικά σχέδια
Ο Τζεφιρέλι συνέχισε μετά το 1977, όταν ολοκληρώθηκε η τετράχρονη περιπέτειά του με τον Θεάνθρωπο, την καριέρα του σε θέατρο, όπερα και κινηματογράφο, όντας τώρα ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα διεθνώς. Παρά το γεγονός ότι τα κατοπινά του φιλμ δεν θα έβρισκαν την ίδια επιτυχία και αρκετά από αυτά θα πυροδοτούσαν βιτριολικές κριτικές και κακή πορεία στα ταμεία, η φήμη του ήταν τώρα ασφαλής. Οι επόμενες κινηματογραφικές απόπειρές του περιλαμβάνουν τα περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα «Brother sun, sister moon» (1972), «Τhe Champ» (1979), «Endless Love» (1981), «Οθέλος» (1986), «Άμλετ» (1990), «Τζέιν Έιρ» (1996) και «Τσάι με τον Μουσολίνι» (1999), μεταξύ άλλων…
Στην όπερα συνέχισε βέβαια να δρέπει καρπούς ανά την υφήλιο, αν και στη δεκαετία του 1980 έμελλε να στραφεί και σε μια νέα δραστηριότητα, την πολιτική. Φλογερός δεξιός εδώ και 40 χρόνια, κατέβηκε στις εκλογές του 1983 με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αλλά έχασε. Ο στόχος του, όπως είπε στην αυτοβιογραφία του, ήταν «να χρησιμοποιήσω τις πολιτιστικές μου διασυνδέσεις και να κάνω τη Φλωρεντία την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα των παραστατικών τεχνών».
Το 1994 κατάφερε να μπει στην ιταλική Βουλή με το κόμμα του Μπερλουσκόνι και επανεκλέχτηκε το 1996, προωθώντας πια κοινοβουλευτικά τα θέματα που πάντα τον ενδιέφεραν: «τον πολιτισμό, την ιστορική μνήμη, την Παιδεία και το περιβάλλον, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τα δικαιώματα των ζώων». Συντηρητικός πολιτικά, ο Τζεφιρέλι παραμένει ένας από τους πιο παθιασμένους πολιτικούς υπέρμαχους του Βατικανού. Το 1996 δήλωσε δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος, αν και πάντοτε κρατούσε την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και κάποια στιγμή υιοθέτησε ως παιδιά του δύο ενήλικες και μακροχρόνιους συνεργάτες του. Σήμερα, στα 93 του, συνεχίζει να δραστηριοποιείται στις τέχνες και τα γράμματα, αν και σποραδικά πια, καθώς «όσο περισσότερο δουλεύεις, τόσο περισσότερη ενέργεια έχεις»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr