Ως σωστός γίγαντας της νεοελληνικής κωμωδίας και άσος στις μεταμφιέσεις, ο κύπριος ηθοποιός δεν δίσταζε στιγμή να τσαλακώνει την εικόνα του για να αφήσει τη δική του εποχή γέλιου, σάτιρας, ακόμα και σάχλας. Γνήσιο κωμικό ταλέντο και συνώνυμο άλλοτε του γέλιου, ο Μουστάκας αποθέωσε την κωμωδία, αν και δεν εξαντλήθηκε εκεί, ερμηνεύοντας πληθώρα κλασικών ρόλων του διεθνούς ρεπερτορίου. Μεγάλο όνομα της θεατρικής επιθεώρησης, ο Μουστάκας δεν ήταν άλλος ένας καρατερίστας, αλλά ένας ηθοποιός-χαμειλέοντας με τεράστια υποκριτικά χαρίσματα και ένα ταλέντο πηγαίο που διακρίθηκε ιδιαίτερα στην αριστοφανική κωμωδία. Κι αν οι περισσότεροι τον έμαθαν από τις φτηνές και σχεδόν ερασιτεχνικές βιντεοκασέτες της δεκαετίας του 1980, ο Μουστάκας ακόμα και μέσα στην αρπαχτή αυτή κατάφερε να διασωθεί, καθώς άλλαζε σε κάθε ταινία, κάθε ρόλο, επανεφευρίσκοντας λες την περσόνα του σε όλες αυτές τις σαχλαμάρες που είπανε ταινίες. Οι βιντεοκασέτες του στέρησαν μεν τη δυνατότητα να δείξει το εύρος των υποκριτικών του δυνατοτήτων, αν και ο ίδιος είχε ήδη στις πλάτες του μια μακρά και σπουδαία θεατρική πορεία στην κλασική επιθεώρηση αλλά και μια χούφτα ταινιών του ελληνικού σινεμά που θυμόμαστε ακόμα. Παρεξηγημένος ήταν ίσως -αν ήταν- γιατί αδικήθηκε από τις παραγωγές που του έφερναν σωρηδόν να παίξει, γι’ αυτό και μετά τη δεκαετία του ’90 στράφηκε σε ποιοτικότερα έργα αναδεικνύοντας το πρωτοφανές ταλέντο του. «Δεν ήμουν φιλόδοξο άτομο ποτέ», δήλωσε το 1993 για την καριέρα που θα μπορούσε να είχε κάνει αν οι εποχές ήταν άλλες. Πάντοτε διακριτικός, μετρημένος, ευγενής και λιγομίλητος, ο Μουστάκας χαμογελούσε εκτός σκηνής ακόμα και όταν η ζωή του έδειχνε το σκληρό της πρόσωπο, τόσο με τα προβλήματα υγείας της αγαπημένης του συζύγου, ηθοποιού Μαρίας Μπονέλου, όσο και τις δικές του περιπέτειες με τον καρκίνο. Η «σημαία» των βιντεοταινιών των ’80s ήταν ένας γεννημένος κωμικός που σπάνια θα ξαναδούμε στον τόπο μας. Αν είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ, τα πράγματα θα ήταν σαφώς διαφορετικά για τον μεγάλο αυτό χαμαιλέοντα που έπαιζε με την ίδια ευκολία τον «Παρθενοκυνηγό» και τον «Μήτσο τον ρεζίλι» στο βίντεο και ταυτοχρόνως ερμήνευε Σέξπιρ, Αισχύλο και Αριστοφάνη στο σανίδι! «Δεν περιμένω στην ηλικία μου αναγνώριση», είπε σε μια από τις τελευταίες του δηλώσεις, καθιστώντας σαφές πως μόνο δικαιωμένος δεν ένιωθε από ένα σύστημα που κόσμησε με την παρουσία του όσο λίγοι. Κι όλα αυτά από έναν μαθητευόμενο βιολιστή μιας κυπριακής οικογένειας που έγινε αγωνιστής της ΕΟΚΑ και φυλακίστηκε στα 15 του, πριν δει στο θέατρο στον Νίκο Σταυρίδη και ξεκινήσει με πλαστό διαβατήριο για την Αθήνα για να του μοιάσει…
Πρώτα χρόνια και η μοιραία συνάντηση με τον Σταυρίδη
Καριέρα στο θέατρο και το σινεμά
Εξίσου αλησμόνητα έμειναν και τα σύντομα περάσματά του από τη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, από το τσιράκι των αρχαιοκάπηλων στο «Πρόσωπο της ημέρας» (1965) και τον βιολιστή που λιμοκτονεί στο «Μπετόβεν και μπουζούκι» (1965) μέχρι και τον ρόλο του στο «Να ζει κανείς ή να μη ζει» (1966)…
Το 1967 θα εμφανιστεί με τη σύζυγό του Μπονέλου στο «Κολωνάκι διαγωγή μηδέν» (1967) και «Ο κόσμος τρελάθηκε» (1967), αν και ξεχωρίζει ο ρόλος του ατζέντη της Τρούμπας στο αλησμόνητο «Καλώς ήρθε το δολάριο» (1967). Ο Μουστάκας θα παίξει σε πάμπολλες ταινίες του ελληνικού σινεμά, περισσότερες από πενήντα δηλαδή, σε δεύτερους πάντα ρόλους, αν και ήταν όχι μόνο καθοριστικοί αλλά και ιδιαιτέρως ενδεικτικοί του υποκριτικού του εύρους.
Τη δεκαετία του 1980 το τοπίο θα αλλάξει άρδην, καθώς το ελληνικό σινεμά περνά τα πέτρινα χρόνια του και τον πρώτο λόγο παίρνουν τώρα οι βιντεοταινίες, που γυρίζονται με το τσουβάλι. Ο Μουστάκας θα πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες κυριολεκτικά βιντεοταινίες, οι οποίες παρά την έλλειψη στιβαρού σεναρίου και συντελεστών, διασώζονται μόνο χάρη στο τεράστιο υποκριτικό ταλέντο του μεγάλου κωμικού. «Δική μου είναι η ευθύνη και για τα καλά και για τα μέτρια και για τα κακά», έλεγε ο Μουστάκας για την εποχή, χωρίς να αρνείται την προσωπική ευθύνη για τη διολίσθηση της καριέρας του στη φάρσα.
Η μακροχρόνια συνεργασία του Μουστάκα με τον Ερρίκο Θαλασσινό απλώνεται σε 20 χρόνια και 10 ταινίες, ενώ μαζί πέρασαν και στην εποχή της βιντεοκασέτας, απ’ όπου έχει μάθει εξάλλου τον μεγάλο μας κωμικό η νέα γενιά, μεγαλώνοντας με τις καλτ ταινίες της δεκαετίας του 1980, όπως ο «Πάτερ Γκομένιος» (1982), «Το παίζω και πολύ άντρας» (1983), «Μερικές τον προτιμούν ηλεκτρονικό» (1986) και τόσες ακόμα.
Μέσα στη γελοιότητα υπήρξαν βεβαίως μερικές αναλαμπές πραγματικού σινεμά, καθώς το ταλέντο του Μουστάκα υπερκάλυπτε τις αδυναμίες. Τρανό παράδειγμα, η συνεργασία του με τον Κώστα Βουτσά και η επιστροφή τους στα θρανία στα «Τούβλα» του 1985…
Τελευταία χρόνια
Όταν μάλιστα ο Σμαραγδής τον ενημέρωσε ότι σκόπευε να πετσοκόψει κάποιες από τις σκηνές του, ο Μουστάκας τον παρακάλεσε: «του έκοψα αυτό που έλεγε ο Τισιάνο ότι ‘‘αυτός ο πίνακας είναι ελληνικόςʼʼ. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ‘‘ό,τι άλλο θέλεις να κόψω, αλλά μη μου πάρεις από το στόμα αυτού του ρόλου τη λέξη ‘‘ελληνικός’’. Θέλω να την πω για πολλούς λόγους αυτή τη λέξη. Αργότερα έμαθα ότι είχε πει ‘‘πάνω από τον τάφο μου θέλω την ελληνική σημαίαʼʼ. Ήταν μεγάλος πατριώτης, μεγάλος καλλιτέχνης και πολύ σπουδαίος άνθρωπος».