«Δεν μπορώ να πίνω πια Μαρτίνι, αλλά η ζωή είναι ευλογία», δηλώνει ο 88χρονος σήμερα Ρότζερ Μουρ, ο καλύτερος κατά πολλούς Τζέιμς Μποντ που κόσμησε την κινηματογραφική σειρά με το φλέγμα, τη γοητεία αλλά και το διακριτικό του χιούμορ. Αν και ο άνθρωπος που συνήθιζε να πίνει το Μαρτίνι του «κουνημένο και όχι ανακατεμένο» ήταν ο Τζέιμς Μποντ του Σον Κόνερι, διαμαρτύρεται διαχρονικά ο Μουρ, καθώς «ο δικός μου δεν παρήγγειλε ποτέ Μαρτίνι»! Ήταν το 1973 όταν ο Κόνερι αποχώρησε οριστικά από τον θρυλικό 007, ανοίγοντας τον δρόμο διάπλατα για τον ήδη γνωστό τηλεοπτικά «Άγιο» Ρότζερ Μουρ, ο οποίος έδωσε στον Τζέιμς Μποντ ένα καλό μέρος της προσωπικότητάς του αλλά και της ζωής του, καθώς θα περάσει στα πλατό της σειράς ταινιών 12 καλά χρόνια, θα πρωταγωνιστήσει σε 7 φιλμ και θα μείνει στην Ιστορία ως ο μακροβιότερος Μποντ. «Τα χρόνια που έπαιζα τον Τζέιμς Μποντ τα λάτρεψα. Το ίδιο τα λάτρεψε και ο τραπεζίτης μου, ο ατζέντης μου και η γυναίκα μου!», δήλωσε σχετικά πρόσφατα για τον ρόλο που θα τον έστελνε μια και καλή στην κινηματογραφική αθανασία, αν και η πλούσια καριέρα του μέτρησε πολλές ακόμα επιτυχίες. Ο Μουρ εμφανίστηκε σε θέατρο και τηλεόραση το 1945 και έγινε αστέρι ήδη από τη δεκαετία του 1950 με ανεπανάληπτες σειρές μιας άλλης βέβαια εποχής, αναλαμβάνοντας έτσι τον ρόλο που θα τον έστελνε σε παγκόσμια δόξα ως επιστέγασμα της σπουδαίας του καριέρας. Η βασίλισσα της Αγγλίας τον έχρισε το 2003 ιππότη και ο σερ Μουρ τιμήθηκε με εθνικό μετάλλιο και από τη Γαλλία, ως υπόμνηση του αντίκτυπου που είχε άλλοτε στο κοινό του πλανήτη…
Πρώτα χρόνια
Ο Ρότζερ Τζορτζ Μουρ γεννιέται στις 14 Οκτωβρίου 1927 σε προάστιο του Λονδίνου ως γιος τοπικού αστυνομικού και της νοικοκυράς συζύγου του. Ο μοναχογιός των Μουρ μεγάλωσε με αγάπη και στοργή και διακρίθηκε ήδη από τα μικράτα του στα σπορ και τα γράμματα. Στο σχολείο έλαμπε ως μαθητής και ήταν πάντα στους τρεις πρώτους της τάξης του, την ίδια ώρα που οι επιδόσεις του στο κολύμπι τον έκαναν δημοφιλή στους συμμαθητές του. Από τα παιδικά του χρόνια ανακαλεί πάντα τους ναζιστικούς βομβαρδισμούς του Λονδίνου κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την παιδική απορία όταν οι αρχές γκρέμισαν τον σιδερένιο φράχτη της οικίας του για να τον κάνουν πυρομαχικά και σφαίρες. Το παιδικό μυαλό δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο φράχτης θα μετατρεπόταν σε βόμβες για να σκοτώσουν ανθρώπους! Παρά τα αθλητικά του χαρίσματα, ανέπτυξε στα παιδικά του χρόνια αγάπη για το σχέδιο και τη ζωγραφική και πάντα πίστευε ότι θα γινόταν καλλιτέχνης άμα μεγάλωνε. Κι έτσι σε ηλικία 15 ετών φορτώνει τα γράμματα στον κόκορα για να δουλέψει σε εταιρία παραγωγής κινουμένων σχεδίων, κάνοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Αργότερα θα βρεθεί σε κινηματογραφικό στούντιο να βοηθά στην παραγωγή και να παίζει μικρορολάκια ως κομπάρσος. Έτσι ξεκίνησε η κινηματογραφική του καριέρα, χωρίς κραυγές και τυμπανοκρουσίες. Ήταν στον βρετανικό «Καίσαρα και Κλεοπάτρα» (1945) με τη Βίβιαν Λι που θα παίξει έναν ρωμαίο στρατιώτη και θα κάνει έτσι το ντεμπούτο του στο μεγάλο πανί, παρά το γεγονός ότι δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό του ηθοποιό. Ο σκηνοθέτης, αναγνωρίζοντας τις δυνατότητές του, τον προσέγγισε και του υποσχέθηκε να πληρώσει τα δίδακτρά του για να φοιτήσει ο νεαρός στη Βασιλική Δραματική Σχολή, κάνοντάς του την προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί! Περιμένοντας την έναρξη των υποκριτικών μαθημάτων, παίζει σε αρκετές ακόμα ταινίες ως κομπάρσος, την ίδια ώρα που θα τον προλάβει η στρατιωτική θητεία, καθώς ήταν πια στα 18 του. Στον στρατό θα εκπαιδευτεί ως αξιωματικός και θα υπηρετήσει τελικά στην ψυχαγωγική υπηρεσία των ενόπλων δυνάμεων, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα την περίοδο της θητείας του. Κάποια στιγμή μετατέθηκε όμως στη Γερμανία και όντας εκεί υπέστη ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα με μοτοσικλέτα, που λίγο έλειψε να του στερήσει τη ζωή. Αφού πέρασε μπόλικους μήνες σε νοσοκομείο του Αμβούργου, επέστρεψε με άδεια στο σπίτι του στο Λονδίνο, όπου και παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο σε ηλικία 19 ετών, τη συμμαθήτριά του στη Βασιλική Ακαδημία και αθλήτρια του πατινάζ Doorn van Steyn. Μετά την απόλυσή του από το στράτευμα, του εμπιστεύτηκαν μικρορολάκια στο θέατρο και για να συμπληρώνει το εισόδημά του άρχισε να κάνει το μοντέλο σε επιδείξεις και φωτογραφίσεις. Ο γάμος του πήρε την κάτω βόλτα το 1949, καθώς οι υποκριτικές του υποχρεώσεις τον κρατούσαν συνήθως μακριά από τη σύζυγο και το 1953 το ζευγάρι χώρισε οριστικά. Περιμένοντας την έκδοση του διαζυγίου, ο Μουρ γνώρισε σε ένα πάρτι την τραγουδίστρια Dorothy Squires και έγιναν αμέσως ζευγάρι. Ο Μουρ την ακολούθησε στην Αμερική για την προώθηση του νέου της δίσκου, ελπίζοντας να βρει τη θέση του στη showbiz των ΗΠΑ. Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1953 στο Νιου Τζέρσεϊ…
Άνοδος στο καλλιτεχνικό στερέωμα
Λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή του στον Νέο Κόσμο, ο Μουρ εξασφαλίζει ρόλο στην τηλεόραση, στη σειρά «World by the Tail» (1953). Αμέσως, δέχεται απανωτά τηλεφωνήματα από τη Warner Bros, την Paramount, την MGM, τη Fox και την Columbia! Όλα τα στούντιο ήθελαν να τον συναντήσουν, η Βασιλική Θεατρική Εταιρία του Σέξπιρ του πρόσφερε συμβόλαιο, λες και η Αμερική μαγεύτηκε από τον βρετανό ηθοποιό! Ο Μουρ υπογράφει τελικά με την MGM και πάει να δουλέψει στην τηλεόραση της Νέας Υόρκης και το σινεμά του Χόλιγουντ. Μέσα σε τρεις μήνες, βρισκόταν ήδη στα πλατό της MGM και δίπλα στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην ταινία «The Last Time I Saw Paris» (1954). Την επόμενη χρονιά έπαιξε στο «Interrupted Melody» (1955), αλλά και στο «The King’s Thief» (1955) στο πλευρό του Ντέιβιντ Νίβεν.
Το 1956 έφτασε η μεγάλη του στιγμή να πρωταγωνιστήσει σε χολιγουντιανή ταινία, στην «Diane», δίπλα στη Λάνα Τέρνερ. Τότε ήταν που θα μπει στο παιχνίδι η Warner Brothers και θα τον κλέψει από την MGM, διαβλέποντας το ανοδικό του μέλλον.
Το 1957-1958 θα τον βρει στην Αγγλία να πρωταγωνιστεί σε θεατρικά και την ίδια περίοδο θα βρεθεί στην Ιταλία για δουλειά, όπου θα γνωρίσει την ιταλίδα ηθοποιό Luisa Mattioli, με τον έρωτα να είναι κεραυνοβόλος. Αυτός δεν μιλούσε γρι ιταλικά και αυτή δεν ήξερε λέξη αγγλικά, αν και ο έρωτας τέτοιες λεπτομέρειες δεν κοιτά. Η Warner του έδωσε το 1958 τον πρώτο του καλό τηλεοπτικό ρόλο στον «Ιβανόη» και την επόμενη χρονιά στο «The Alaskans», απ’ όπου θα ξεπηδήσει αστέρας της τοπικής αμερικανικής σκηνής. Αν και το παγκόσμιο ντεμπούτο του δεν θα ερχόταν πριν από το 1962, όταν θα εξασφαλίσει τον ρόλο του γοητευτικού πράκτορα Σάιμον Τέμπλαρ στον περιβόητο «Άγιο»! Η βρετανική σειρά έκανε τον γύρο στις τηλεοράσεις του πλανήτη και έκανε όνομα διεθνούς βεληνεκούς τον Μουρ. Το 1967 η σειρά άρχισε να γυρίζεται έγχρωμη και ο Μουρ σκηνοθέτησε μερικά επεισόδια, αν και την εγκατέλειψε το 1969, επειδή βαρέθηκε την τυποποίηση! Πλέον ήταν όμως αστέρι…
Στην προσωπική του ζωή, περνούσε περισσότερο χρόνο στα πλατό παρά στο πλευρό της συζύγου του, αν και στην πραγματικότητα ζούσε τώρα με τη Mattioli εδώ και χρόνια και το ζευγάρι είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Η νόμιμη σύζυγός του αρνήθηκε να του δώσει διαζύγιο για χρόνια, αν και το 1968 είπε τελικά το μεγάλο ναι. Τον Απρίλιο του 1969 παντρεύτηκε τη φλογερή Ιταλίδα και το ζευγάρι απέκτησε άλλον έναν γιο το 1973. Ο Μουρ έπαιξε σε μερικές ακόμα ταινίες αυτή την εποχή, αποδεικνύοντας την ευρύτατη υποκριτική του γκάμα, και μάγεψε για άλλη μια φορά την τηλεόραση δίπλα στον Τόνι Κέρτις στη σπουδαία σειρά «The Persuaders!» (1971)…
Ο Τζέιμς Μποντ
Έχοντας ήδη περισσότερα από 20 καλύτερα ή χειρότερα φιλμ στο ενεργητικό του αλλά και πάμπολλες τηλεοπτικές και θεατρικές επιτυχίες, η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει για τον Μουρ για τον ρόλο που θα τον εκτόξευε στη δόξα. Ήταν το 1973 όταν οι παραγωγοί του 007 του χάρισαν τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο «Live and Let Die» (1973), αν και το κοινό παραήταν επιφυλακτικό, καθώς είχε ήδη λατρέψει τον Σον Κόνερι. Ο Μουρ έπεισε όμως από την πρώτη στιγμή ότι ήταν κατάλληλος για τον ρόλο του υπερκατάσκοπου και κέρδισε αμέσως τις καρδιές του παγκόσμιου κοινού, κόβοντας μάλιστα περισσότερα εισιτήρια από κάθε Μποντ του Κόνερι!
Με την πρωτόγνωρη επιτυχία στο τσεπάκι του, ο Μουρ γράφει ένα βιβλίο για την εμπειρία του από τα γυρίσματα του πρώτου του Τζέιμς Μποντ, βασισμένο στο ημερολόγιο που κρατούσε κατά την κινηματογράφηση. Το «Roger Moore as James Bond: Roger Moore’s own account of filming Live and Let Die» που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1973 αναγνώριζε την προσφορά του Σον Κόνερι στον μύθο του Μποντ. Έξι ακόμα ταινίες 007 θα ακολουθούσαν στα επόμενα 12 χρόνια, που με χρονολογική σειρά είναι: «The Man with the Golden Gun» (1974), «The Spy Who Loved Me» (1977), «Moonraker» (1979), «For Your Eyes Only» (1981), «Octopussy» (1983) και «A View to a Kill» (1985). Ο Μουρ ήταν 43 ετών όταν ενσάρκωσε τον Μποντ στο «Live and Let Die» του 1973 και παρέδωσε τη σκυτάλη μετά το «A View to a Kill» το 1985 όντας 58 ετών, αρκετά μεγάλος πια για Μποντ.
Όπως το είπε και ο ίδιος, άρχισε να νιώθει παράξενα και άβολα στις ερωτικές σκηνές με γυναίκες τόσο μικρότερές του που θα μπορούσαν να είναι κόρες του (ο Κόνερι ήταν στα 52 του όταν ενσάρκωσε τελευταία φορά τον Μποντ). Κι έτσι στις 3 Δεκεμβρίου 1985 ο Μουρ ανακοίνωσε επισήμως την απόσυρσή του από το θρυλικό κινηματογραφικό franchise. Παρά το γεγονός ότι ο Τζέιμς Μποντ μονοπώλησε το ενδιαφέρον του κοινού στα 12 αυτά χρόνια, ο Μουρ έπαιξε σε πολλές ακόμα ταινίες και γνώρισε μεγάλες δόξες τόσο στο «Shout at the Devil» (1976) και το πολεμικό δράμα «The Wild Geese» (1978), όσο και το «Escape to Athena» (1979) με τον Ντέιβιντ Νίβεν και τον Τέλη Σαβάλας.
Κατοπινά χρόνια
Το 1980 ο Μουρ τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα, καθώς η δημοτικότητά του ήταν τώρα στα ύψη, κάτι που συνεχίστηκε με το «The Cannonball Run» (1981), στο οποίο ο Μουρ παρωδούσε λίγο πολύ τον ρόλο του στον Μποντ.
Μετά το τέλος της Μποντ εποχής, ο Μουρ έκανε μια σειρά από ατυχείς κινηματογραφικές επιλογές που πάτωσαν εισπρακτικά και καλλιτεχνικά, όπως το «Fire, Ice and Dynamite» (1990), η κωμωδία «Bullseye!» (1990) με τον Μάικλ Κέιν και το «The Quest» (1996) με τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ!
Παρά τις αποτυχίες, ο Μουρ παρέμενε στην κορυφή του Χόλιγουντ, παρουσιάζοντας τηλεοπτικές σειρές στην Αμερική και φέρνοντας γύρο τον κόσμο. Η προσωπική του ζωή μέτρησε την ίδια εποχή άλλον έναν χωρισμό, καθώς ο εδώ και 27 χρόνια γάμος του με τη Luisa Mattioli έληξε άδοξα το 1996. Το 1999 τιμήθηκε ωστόσο με σπουδαίο βρετανικό έπαθλο και το 2003 έγινε ιππότης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, με το «σερ» να προσκολλάται πια πριν από το όνομά του. Η βασίλισσα τον τίμησε μάλιστα κυρίως για το εκτεταμένο φιλανθρωπικό του έργο παρά για τη συνεισφορά του στο σινεμά, κάτι που χαροποίησε πολύ τον Μουρ. Από το 1991, ο Μουρ λειτουργεί ως πρέσβης καλής θελήσεως της UNICEF, διαδεχόμενος στον ρόλο αυτό την Όντρεϊ Χέπμπορν. Το 2000 τιμήθηκε και με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Βραβείο για τις τόσες αγαθοεργίες του ανά την οικουμένη. Η προσωπική του ζωή μέτρησε και έναν τέταρτο γάμο, αυτή τη φορά με την Christina Tholstrup (Μάρτιος του 2002). Το ζευγάρι είναι ακόμα μαζί και πλέον μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ των σπιτιών του στην Ελβετία και το Μόντε Κάρλο. Πλέον, πλησιάζοντας αισίως στα 90 χρόνια ζωής, ο Μουρ έκοψε ρυθμούς, αν και εμφανίζεται συχνά πυκνά στην αγγλική και αμερικανική τηλεόραση και τώρα δανείζει τη φωνή του σε κινούμενα σχέδια, όπως στο «Cats & Dogs: The Revenge Of Kitty Galore». Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012, εμφανίστηκε σε διαφήμιση ντυμένος σαν Τζέιμς Μποντ, λάτρης καθώς είναι το χιούμορ και της αυτοδιακωμώδησης! Τώρα ο σερ Μουρ χρησιμοποιεί την απήχησή του στον κόσμο για να προωθήσει το φιλανθρωπικό έργο της UNICEF, καθώς κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι είναι τόσο ο Τζέιμς Μποντ όσο και ο Σάιμον Τέμπλαρ με το μονίμως σηκωμένο από την ειρωνεία φρύδι… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr