Λένε ότι καμιά δεν έχει ενσαρκώσει καλύτερα τον ρόλο της μάνας και την κατεξοχήν «γήινη» γυναίκα στο μεγάλο πανί από το ιερό τέρας του κινηματογράφου Άννα Μανιάνι και πιθανότατα έχουν δίκιο. Ως μια σοβαρή υποψηφιότητα για την κορυφαία ηθοποιό όλων των εποχών, η ανεπανάληπτη Ιταλίδα ενέπνευσε σκηνοθέτες και σεναριογράφους από την αξιομνημόνευτη εκείνη μέρα που εμφανίστηκε στη «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» το 1945. Κατόπιν έγινε η μούσα του ιταλικού νεορεαλισμού και η φήμη της απλώθηκε στην οικουμένη, αναγκάζοντας ακόμα και τον Τένεσι Ουίλιαμς να τη χρησιμοποιήσει ως έμπνευση για το «Τριαντάφυλλο στο Στήθος», η κινηματογραφική μεταφορά του οποίου έμελλε να της χαρίσει και χρυσό αγαλματίδιο. Τέτοιος ήταν ο μύθος της που από τη δεκαετία του 1960 το σινεμά φαινόταν μικρό να τη χωρέσει και η ίδια δεν μπορούσε να βρει τώρα ρόλους που να υποβαστάζουν το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο, καταρρέοντας λες κάτω από το βάρος της καριέρας της. Η «Λύκαινα», όπως την έλεγαν, έπαιξε σε μια εποχή που οι διεθνούς φήμης συνάδελφοί της, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό, η Σοφία Λόρεν και η Τζίνα Λολομπριτζίτα, για παράδειγμα, βασίζονταν στα απλόχερα εξωτερικά τους χαρίσματα για την καριέρα τους, αφήνοντας την ιταλίδα ντίβα ως τη μόνη εξαίρεση στον κανόνα της σεξοβόμβας. Κι όλα αυτά από ένα κορίτσι που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα της και ξεκίνησε τη ζωή ως τραγουδίστρια του καμπαρέ…
Πρώτα χρόνια
Η Άννα Μανιάνι γεννιέται στις 7 Μαρτίου 1908, αν και τόσο ο τόπος γέννησής της όσο και η καταγωγή της παραμένουν μυστήριο. Άλλοι λένε (μεταξύ των οποίων και η ίδια) ότι γεννήθηκε σε φτωχοσυνοικία της Ρώμης, άλλοι πάλι την τοποθετούν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου η εβραϊκής καταγωγής μητέρα της παντρεύτηκε έναν Αιγύπτιο. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο πατέρας έγινε καπνός και η νεαρή μητέρα την παράτησε στους γονείς της, που διέμεναν στις παραγκουπόλεις της Ρώμης, όπου και θα μεγαλώσει η Άννα κάνοντας όνειρα να γίνει μια μέρα ηθοποιός. Το σχολείο το άφησε στα 14, φοίτησε πάντως σε γαλλική μοναστική σχολή και έμαθε από τις καλόγριες πιάνο και καλά γαλλικά. Στα 17 της θα βρεθεί να σπουδάζει υποκριτική σε σχολή της Ρώμης και για να πληρώνει τα δίδακτρα θα ανέβει στη σκηνή των καμπαρέ και των νυχτερινών κέντρων, απ’ όπου θα αποκομίσει το παρατσούκλι «η Εντίθ Πιάφ της Ιταλίας». Η τραγουδίστρια του καμπαρέ θα γνωρίσει σε κέντρο διασκέδασης του Σαν Ρέμο τον σκηνοθέτη Αλεσαντρίνι το 1933 και θα παντρευτούν αμέσως, καθώς ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Αυτός θα τη συστήσει στον κινηματογραφικό δημιουργό Μαλασόμα, ο οποίος θα της δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ του 1934 «La Cieca di Sorrento». Ακολουθούν κι άλλοι ρόλοι σε ιταλικά φιλμ εγχώριας κατανάλωσης της εποχής και η Μανιάνι ανεβαίνει την ίδια εποχή και στο σανίδι, βρίσκοντας σαφώς μεγαλύτερη φήμη στο θέατρο παρά στο σινεμά. Παρά το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο, στις αρχές της δεκαετίας του 1940 οι ιταλοί σκηνοθέτες της έδιναν μικρορολάκια. Μοναδική ίσως εξαίρεση η ταινία του μεγάλου δημιουργού Βιτόριο Ντε Σίκα «Teresa Venerdi» (1941), που θα βάλει στο κινηματογραφικό κάδρο τη Μανιάνι για πρώτη φορά.
Τη δυναμική που της χάρισε η ερμηνεία στο φιλμ του Ντε Σίκα ανέκοψε όμως η γέννηση του γιου της, καρπός της σχέσης της με τον ηθοποιό Μάσιμο Σεράτο, η οποία την ανάγκασε σε ένα καλό διάλειμμα από το θέατρο και το σινεμά. Όταν επέστρεψε το 1943, ήταν τα χρόνια του πολέμου και η κινηματογραφική παραγωγή έπνεε τα λοίσθια, όπως άλλωστε και το ιταλικό θέατρο. Η ίδια έπαιξε πάντως σε μια χούφτα από ανάλαφρες επιθεωρήσεις στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου, αλλά και σε μια σειρά από ελάσσονες ταινίες τρόμου και κωμωδίες εσωτερικής κατανάλωσης.
Η «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» και η γέννηση της μεγάλης κυρίας του σινεμά
Με την εθνική κινηματογραφία της Ιταλίας να παραπαίει και το πολεμικό χάος να δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις, ο θρυλικός σκηνοθέτης Ρομπέρτο Ροσελίνι πάλευε να φτιάξει μια ταινία, κινηματογραφώντας κρυφά ακόμα και την έξοδο των Ναζί από τη Ρώμη το 1945. Μιλάμε φυσικά για το αριστούργημα του ιταλικού νεορεαλισμού «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», την ταινία που η απαράμιλλη ερμηνεία της Μανιάνι εκτόξευσε σε διεθνή πορεία και έκανε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής!
Το φιλμ άλλαξε τη μοίρα της Μανιάνι, η οποία είχε σχεδόν τυποποιηθεί σε κωμικούς και ανάλαφρους ρόλους. Τώρα όλοι έβλεπαν ότι είχαν ένα δραματικό βαρύ πυροβολικό στα χέρια τους που έπρεπε πάση θυσία να εκμεταλλευτούν. Οι κριτικοί λάτρευαν τη «γήινη» ομορφιά της και την έλλειψη χαρακτηριστικών σεξοβόμβας, την ίδια ώρα που οι κορυφαίοι ιταλοί σκηνοθέτες της εποχής είχαν πια διαθέσιμη την απόλυτη μούσα τους. Η επιτυχία της «Ρώμης, Ανοχύρωτης Πόλης» εξαργυρώθηκε δυστυχώς από την ίδια, στην πρώτη αυτή φάση τουλάχιστον, σε ταινίες που δεν ήταν προορισμένες για διεθνή προβολή και έπρεπε να βάλει τη δική της συμβολή στο σενάριο για να φτάσει φιλμ που πρωταγωνιστούσε στις αίθουσες του κόσμου: η Μανιάνι συνεργάζεται στο σενάριο του φιλμ «L’Onοrevole Angelina» (1947), το οποίο της εξασφαλίζει το βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Βενετίας αλλά και διθυραμβικές κριτικές στα πέρατα της Δύσης.
Ο Ροσελίνι, ο δεσμός της από την εποχή της πρώτης τους συνεργασίας, την επιστράτευσε στην «Αγάπη» (1948) και την εγκαθίδρυσε πια ως δραματική ηθοποιός διεθνούς βεληνεκούς, αν και η σχέση τους μαστίστηκε από τον παράνομο δεσμό του σκηνοθέτη με τη νέα του μούσα, Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η Μανιάνι έκανε τώρα τη μια ταινία πίσω από την άλλη και το 1951 θα τη βρει στο αριστούργημα του Λουκίνο Βισκόντι «Bellissima», την ταινία που έβαλε τις τελευταίες πινελιές στο πορτρέτο της κορυφαίας ηθοποιού της γενιάς της.
Το 1953 συνεργάστηκε και με τον ανεπανάληπτο γάλλο δημιουργό Ζαν Ρενουάρ στη «Χρυσή Άμαξα», αναγκάζοντας τον σπουδαίο σκηνοθέτη να παραδεχτεί ότι «είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη ηθοποιός που δούλεψα ποτέ». Ο θεατρικός συγγραφέας Τένεσι Ουίλιαμς τόσο λάτρεψε την κινηματογραφική της παρουσία που έγραψε το έργο «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» βασισμένο στη Μανιάνι, η οποία δείλιασε ωστόσο να το παρουσιάσει στο Μπρόντγουεϊ. Συμφώνησε πάντως να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά του το 1955, κάτι που της εξασφάλισε Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και άνοιξε τις πόρτες του Χόλιγουντ διάπλατα για κείνη…
Πλέον μοίραζε τον χρόνο της μεταξύ Ρώμης και Λος Άντζελες, καθώς έπαιζε τόσο σε ιταλικές ταινίες όσο και αμερικανικές, όπως στο φιλμ του Τζορτζ Κιούκορ «Wild Is the Wind». Αφού πέρασε από τα πλατό πολλών και γνωστών ταινιών που βρήκαν μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, το 1962 θα αποδεχθεί την πρόταση να παίξει στη δεύτερη ταινία ενός άγνωστου ακόμα ιταλού δημιουργού. Μιλάμε για το αριστουργηματικό «Mamma Roma» (1962) του Πιερ-Πάολο Παζολίνι, την ταινία που σφράγισε την εικόνα της Μανιάνι και την έβαλε στην πιο περίβλεπτη θέση του κινηματογραφικού πάνθεου.
Η «Μάμα Ρόμα» έμελλε να είναι η τελευταία της ταινία που βρήκε διεθνή διανομή και πλέον στράφηκε περισσότερο στο θέατρο, συνεχίζοντα να γνωρίζει επιτυχίες και μόνο επιτυχίες. Έπειτα από μακρά απουσία, γύρισε στο Χόλιγουντ το 1969 μια τελευταία ταινία, αν και δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά στις ΗΠΑ. Με τον μύθο της να αποτελεί τώρα τροχοπέδη στην κινηματογραφική της δουλειά, η αλλοτινή μούσα του Ντε Σίκα, του Ροσελίνι, του Φελίνι, του Βισκόντι και του Παζολίνι(!) βρήκε κατά τη δεκαετία του 1970 μια νέα αγκαλιά στην ιταλική τηλεόραση. Όσο για την τελευταία της κινηματογραφική ερμηνεία, έμελλε να είναι και πάλι σε ταινία ιστορική: ο Φελίνι της εμπιστεύεται ρόλο στη «Ρόμα» (1972) του και υπενθυμίζει στην οικουμένη το ιερό τέρας του παγκόσμιου σινεμά…
Τιμημένη ευρύτατα τόσο από διεθνή φεστιβάλ όσο και από τη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ με δικό της αστέρι, η μοναδική Άννα Μανιάνι έφυγε από τον κόσμο στις 26 Σεπτεμβρίου 1973, σε ηλικία 65 ετών. Ο θάνατός της σκόρπισε θλίψη τόσο στην Ιταλία όσο και την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα και χιλιάδες κόσμου έσπευσαν στην κηδεία της για το ύστατο χαίρε. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με τον οποίο συμφιλιώθηκε κάποια στιγμή και ήταν πια καρδιακοί φίλοι… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr