Ο ζωντανός θρύλος του παγκόσμιου κινηματογράφου και πρωταγωνίστρια του Βισκόντι, του Φελίνι, του Λεόνε και πολλών ακόμα σπουδαίων ιταλών κινηματογραφιστών δεν λέει να καταλαγιάσει, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της. «Αν πάψω να εργάζομαι θα πεθάνω», δηλώνει η 77χρονη σήμερα σταρ, η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να εκπλήσσεται από το σινεμά και την υποκριτική, παραμένοντας μια δυναμική γυναίκα που πάντα κοιτούσε μπροστά και φοβόταν μόνο το να παγιδευτεί στην αδράνεια. Το sex symbol της Ιταλίας που ήρθε στην κινηματογραφική επικράτεια ως αντίπαλο δέος της Γαλλίδας Μπε-Μπε έμελλε να κοσμήσει με την ομορφιά και τα υποκριτικά της χαρίσματα ταινίες-σταθμούς του σινεμά, όπως το «8½» του Φελίνι, τον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι, το «Κάποτε στη Δύση» του Λεόνε αλλά και το «Το κορίτσι με τη βαλίτσα» του Τζουρλίνι. Η διεθνούς βεληνεκούς καλλονή με τη βραχνή και σαγηνευτική φωνή δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το ιταλικό σινεμά, σπέρνοντας τρόμο στην Τζίνα Λολομπριτζίτα και τη Σοφία Λόρεν, καθώς αμφότερες φοβήθηκαν ότι το νέο αίμα ερχόταν ολοταχώς να τις αντικαταστήσει στις καρδιές του αντρικού κοινού. Από καθαρή τύχη βρέθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας το 1957, λες και η μοίρα είχε προαποφασίσει την καριέρα της, με τις προτάσεις από τους παραγωγούς και τους σκηνοθέτες να πέφτουν αμέσως βροχή. Παρά το γεγονός ότι δεν έφτασε ποτέ την επιτυχία των Μπαρντό και Λόρεν, μέτρησε μια αξιοζήλευτη καριέρα που απλώθηκε σε πέντε δεκαετίες και δεν βασιζόταν πια αποκλειστικά στα απλόχερα εξωτερικά της χαρίσματα: «Βασική αρχή μου είναι να συμβιβάζομαι με την ηλικία μου γιατί μόνο έτσι μπορείς να βρεις την ηρεμία», δηλώνει αγέρωχα η άλλοτε Σειρήνα του ιταλικού σινεμά που στάθηκε επάξια δίπλα στα ιερά τέρατα του κινηματογράφου. Με περισσότερες από 135 ταινίες στο ενεργητικό της και καριέρα 50 και πλέον ετών που επιβίωσε όλων των άλλων, η Καρντινάλε παραμένει ένα sex symbol ανεξαρτήτως εποχής…
Πρώτα χρόνια
Η Κλαούντια Τζοζεφίν Καρντινάλε γεννιέται στις 15 Απριλίου 1938 στην Τυνησία, γαλλικό προτεκτοράτο τότε, από σικελό πατέρα και ιταλίδα μητέρα. Η μικροαστική οικογένεια του εργάτη των σιδηροδρόμων και της νοικοκυράς συζύγου του τα έβγαζε δύσκολα πέρα, αν και το κέφι και η παρέα δεν έλειπαν από τους πρόσφυγες Ιταλούς, καθώς η ιταλική παροικία της Τυνησίας ήταν ανθηρότατη. Ήσυχο κορίτσι και χαμηλών τόνων, τελειώνει το σχολείο και φοιτά σε προπαρασκευαστική σχολή με σκοπό να γίνει δασκάλα. Όπως και όλες οι συμμαθήτριές της βέβαια, είχε μαγευτεί από τη θηλυκότητα που απέπνεε η Μπριζίτ Μπαρντό στο μεγάλο πανί, έχοντας την ευκαιρία να την απολαύσει έφηβη ακόμα στο σινεμά στο «Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα» το 1956. Η Καρντινάλε δεν σκόπευε να γίνει ηθοποιός ούτε είχε οραματιστεί ποτέ μια τέτοια καριέρα. Ακόμα και ο χώρος της μόδας και της ομορφιάς δεν τη μάγευαν, αν και η μοίρα θα είχε τις δικές της βουλές: η υποκριτική της καριέρα θα ξεκινούσε έπειτα από καλλιστεία που κέρδισε, στα οποία όμως δεν είχε πάρει καν μέρος…
Το sex symbol της Ιταλίας
Σε ηλικία 18 ετών, τη διακρίνουν στο πλήθος οι υπεύθυνοι διαγωνισμού ομορφιάς και τη στέφουν ήθελε δεν ήθελε «Ομορφότερη Ιταλίδα της Τυνησίας». Το πρώτο βραβείο συνοδευόταν από ένα ταξίδι στη Μόστρα (το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας), όπου και μετατράπηκε η έφηβη Ιταλίδα σε άγιο δισκοπότηρο του ιταλικού σινεμά! Οι προτάσεις για δουλειά έπεσαν βροχή, αν και η ίδια τις απέρριψε όλες. «Είναι σαν τον άντρα», είπε, «όταν σε κυνηγάει, αν πεις αμέσως ναι, τότε έπειτα από λίγο φεύγει. Αν πεις όχι, τότε σε ποθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα». Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος, σαφώς πιο σκοτεινός και τραγικός: την περίοδο αυτή ήταν έγκυος και σύντομα θα έφερνε στον κόσμο τον γιο της. Τον πατέρα του παιδιού δεν τον αποκάλυψε ποτέ, αν και χρόνια αργότερα δήλωσε πως ήταν καρπός του βιασμού της από έναν Γάλλο στην Τυνησία. Η Βενετία έμελλε όμως να παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή της, καθώς αποδέχτηκε τελικά τις προτάσεις, τόσο επαγγελματικές όσο και προσωπικές, του παραγωγού Franco Cristaldi. Αυτός της εξασφάλισε συμβόλαιο 7 ετών για τον κινηματογράφο και ένα ακόμα, ισόβιο, για τη ζωή της, καθώς έγιναν ζευγάρι από την πρώτη στιγμή! Κάτω από τις οδηγίες του, η Καρντινάλε θα μεταμορφωνόταν σύντομα σε αντίπαλο δέος της Μπε-Μπε, αν και ο έλεγχος που ασκούσε ο παραγωγός ήταν απόλυτος και απλωνόταν μάλιστα σε κάθε πτυχή της ζωής της: όχι μόνο τι δουλειές θα έκανε στο σινεμά, αλλά το στιλ των μαλλιών της, τα ρούχα που φορούσε, τα ιδανικά κιλά για τον σωματότυπό της, ακόμα και την κοινωνική ζωή της κανόνιζε ο σύζυγος. Όσο για τον γιο της, την ανάγκασε να πει στον κόσμο ότι ήταν ο μικρότερος αδερφός της και τον έστειλε να μείνει με την οικογένεια Καρντινάλε στην Τυνησία. Σχεδόν αμέσως, το 1958, η Καρντινάλε θα εμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα σε ταινία του Μάριο Μονιτσέλι, δίπλα στους Βιτόριο Γκάσμαν και Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η τεράστια επιτυχία του «Big Deal on Madonna Street» την κάνει αμέσως γνωστή στην Ιταλία, προσυπογράφοντας τη συνέχιση της καριέρας της… Ταυτοχρόνως στέλνεται να φοιτήσει σε δραματική σχολή της Ρώμης, αν και εγκαταλείπει το πρόγραμμα σπουδών έπειτα από μόλις τρεις μήνες, καθώς δεν ήξερε καλά ιταλικά και δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα. Παρόλα αυτά, εμφανίζεται σε σωρεία ταινιών, μεταξύ των οποίων και η γαλλική υπερπαραγωγή του Αμπέλ Γκανς «Ο Ναπολέων στο Αούστερλιτζ». Σιγά-σιγά αρχίζει να παίρνει μεγαλύτερους ρόλους, όσο η γνώση της ιταλικής γινόταν ολοένα και καλύτερη δηλαδή, και πριν κάνει το μεγάλο «μπαμ» με τα δύο αριστουργήματα εμφανίστηκε σε σπουδαία φιλμ, όπως «Το κορίτσι με τη βαλίτσα» του Τζουρλίνι (1961) αλλά και το γαλλικό «Καρτούς» (1962) με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό, που θα τη συστήσει στη Γαλλία κάνοντας την Μπαρντό να ιδρώνει από την αγωνία της. Οι «New York Times», αφού επιδοκίμασαν την υποκριτική της δεινότητα, αποθέωσαν το πλατύ της χαμόγελο, την ευχάριστα βραχνή φωνή της και τα φυσικά της χαρακτηριστικά που δεν μπορούσαν να κρυφτούν κάτω από τα τσιγγάνικα κοστούμια. Αν και τα φιλμ που θα την έκαναν παγκοσμίως γνωστή και λατρεμένη δεν ήταν άλλα από τον «Γατόπαρδο» του Λουκίνο Βισκόντι και το «8½» του Φεντερίκο Φελίνι, κάνοντας το 1963 τη μεγάλη χρονιά της. «Ο Φεντερίκο με ήθελε ξανθιά, ο Λουκίνο με ήθελε μελαχρινή. Με τον Φελίνι δεν είχες σενάριο, ήταν όλα αυτοσχεδιασμός. Όταν κινηματογραφούσε, όλοι οι ηθοποιοί έρχονταν να τον δουν, γιατί ήταν μαγικός. Το πλατό ήταν σαν τσίρκο … Με τον Βισκόντι, το ακριβώς αντίθετο, σαν να κάνεις θέατρο. Δεν μπορούσαμε να πούμε λέξη. Ήταν πολύ σοβαρός».
Μέχρι τα τέλη του 1963, το «8½» είχε αποσπάσει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και «Ο Γατόπαρδος» έφευγε από τις Κάνες με τον Χρυσό Φοίνικα παραμάσχαλα. Όσο για τον «Ροζ Πάνθηρα» (1964) που έγινε παγκόσμια τρέλα, την έκανε πασίγνωστη στα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Όλοι ήθελαν πια την ιταλίδα καλλονή κι εκείνη απόλαυσε την απήχησή της περνώντας από τα κρεβάτια των σταρ της εποχής, όπως ο Στιβ ΜακΚουίν, ο Μπελμοντό, ο Μαστρογιάνι και ο Ντελόν, αν και ποτέ δεν είπε λέξη για κανέναν τους. Για τον μόνο που εκφράστηκε με εγκωμιαστικό τρόπο ήταν αυτός που θα της ξέφευγε τελικά: ο Μάρλον Μπράντο! Με το που έφτασε στο Χόλιγουντ, η Καρντινάλε δεν έκρυψε τον θαυμασμό της για τον σταρ και ένα βράδυ εκείνος βρέθηκε στην πόρτα της: «Είπε κάτι για το γεγονός ότι ήμασταν και οι δυο Κριοί. Ήταν πολύ γοητευτικός και αστείος, εγώ όμως μόνο γελούσα. Τον έδιωξα στο τέλος. Όταν όμως έκλεισα την πόρτα, είπα στον εαυτό μου: Είσαι τόσο ηλίθια!».
Κατοπινά χρόνια
Αντίθετα από τα άλλα sex symbols της εποχής που κατέρρευσαν στο βάρος της εικόνας τους, η Καρντινάλε όχι μόνο επιβίωσε αλλά μακροημέρευσε κιόλας. Την ώρα που η Μπαρντό εγκατέλειπε το σινεμά ήδη από το 1973 χτυπημένη από τη δημοσιότητα -αμέσως μετά το «Les Petroleuses» που την έφερε δίπλα στην ανταγωνίστρια Καρντινάλε!-, η Ιταλίδα τώρα θα ξεκινούσε.
Όταν παρήλθε η διάρκεια του συμβολαίου της το 1975, χώρισε αμέσως τον Cristaldi και έκανε πολλές και φρικτές ταινίες στις επόμενες δύο δεκαετίες (1970 και 1980), αλλά και μια σειρά από ακόμα χειρότερους ντίσκο δίσκους, το γεγονός όμως ότι μεγάλωνε και έβγαινε σταδιακά από τη θέση της σεξοβόμβας ήταν γι’ αυτήν ευλογία. Η υποκριτική δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός για την ίδια, ούτε ήταν αυταξία η πολυτέλεια και η χλιδή: «Όταν ήμουν νέα, το όνειρό μου ήταν να γνωρίσω τον κόσμο. Και το έκανα». Η ηθοποιία ήταν απλώς το διαβατήριο, ένα μαγικό χαρτάκι που αξιοποίησε στο έπακρο η Καρντινάλε και κατάφερε να επιβιώσει τόσες δεκαετίες μέσα στο φαλλοκρατικό κινηματογραφικό σινάφι: «Ποτέ δεν εμφανίστηκα γυμνή και ποτέ δεν έκανα κάτι για να αλλάξω το πρόσωπό μου. Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά. Θέλω να είμαι αυτή που είμαι, γιατί δεν μπορείς να σταματήσεις τον χρόνο». Απλή και προσιτή, ποτέ δεν είχε οδηγούς και σωματοφύλακες και επέμενε να παίζει ακόμα και στις πιο επικίνδυνες σκηνές των ταινιών, κάνοντας πολλούς σκηνοθέτες να παινέσουν το πόσο γήινη και συνεργάσιμη υπήρξε. Στο «Fitzcarraldo», ο Βέρνερ Χέρτζογκ εγκωμίασε τον επαγγελματισμό και τον μαγνητισμό της μπροστά στην κάμερα, σε πλήρη αντίστιξη με τα όσα είπε για τη μεγαλομανία του Κλάους Κίνσκι!
Τελευταίες της δουλειές, έχοντας ήδη παίξει σε 150 και πλέον ταινίες, ήταν το «Ο Καλλιτέχνης και το Μοντέλο», ενώ αμέσως μετά έπαιξε σε ταινία του βραζιλιάνου μετρ Μανουέλ ντε Ολιβέιρα (στα 103 του εκείνος!), όπως και σε δύο ακόμα νέων σκηνοθετών, μία στην Ιταλία και μία στη Νέα Υόρκη. Αφού έπαιξε σε άλλο ένα φιλμ πρωτοεμφανιζόμενου αυστριακού σκηνοθέτη, πήρε μέρος στο βρετανικό «Effie Gray» πλάι στην Έμα Τόμσον.
Ακτιβίστρια, πολιτικά ενεργή και μια γυναίκα όλων των εποχών, η πάντα καλλονή Κλαούντια Καρντινάλε διαβάζει σενάρια για τις επόμενες δουλειές της… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr