Ανασφαλής, υποχονδριακός, κινδυνολόγος, ντροπαλός και ολότελα απαισιόδοξος, ο αμερικανός μετρ του σινεμά βυθίστηκε από την πρώτη στιγμή στον εαυτό του για να βρει λύτρωση αλλά και έμπνευση, γινόμενος στο τέλος ορόσημο ιδιοσυγκρασιακού δημιουργού! «Καταραμένος» από τη στιγμή που γεννήθηκε, «υπήρχε ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι μου όταν ήμουν στην κούνια», όπως συνηθίζει να αστειεύεται, μπόλιασε τις συνήθεις δυσκολίες της καθημερινότητας με γλυκόπικρο και βιτριολικό χιούμορ, γεννώντας κινηματογραφικά σενάρια που αναμειγνύουν την ψυχανάλυση –τη μεγάλη του αγαπημένη–, την υπαρξιακή αγωνία και τις «σκοτεινές» σκέψεις. Ανατρεπτικός, θεότρελος και μοναδικά ανεπανάληπτος, ο 80χρονος σήμερα Γούντι Άλεν προσπαθούσε ανέκαθεν να αποδράσει από την πραγματικότητα, με ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του το χιούμορ: «Είναι λυπηρό το να είσαι άνθρωπος, είναι όμως μια κατάσταση που πρέπει να περάσεις»! Με περισσότερες πια από 50 ταινίες στο ενεργητικό του και μια χούφτα από αυτές να λογίζονται αριστουργήματα, ο Γούντι Άλεν έβαλε σκοπό να αποθεώσει τη Νέα Υόρκη –τη δεύτερη αγαπημένη του–, να μιλήσει για τις κοινωνικές σχέσεις, τη φθορά του χρόνου και την ανθρώπινη κατάσταση, παραμένοντας ακραία γήινος: «Δεν είμαι γεμάτος φοβίες, έχω κάποιες. Δεν διασχίζω τούνελ γιατί είμαι κλειστοφοβικός. Και ναι, αν με τσιμπήσει κουνούπι, θα υποθέσω ότι έχω όγκο στο κεφάλι. Αν δεν ήμουν ντροπαλός θα είχα σίγουρα μια καλύτερη ζωή». Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Γούντι είχε σκαρφαλώσει στις πρώτες θέσεις των κινηματογραφιστών του πλανήτη, αν και οι σχετικά άνισες ταινίες του ’80 και του ’90 θα αμαύρωναν την πρωτόγνωρη φήμη του, όπως και μια σειρά από περιπέτειες της προσωπικής του ζωής που τον εμφάνιζαν βιαστή και παιδόφιλο. Παρά ταύτα, κατάφερε να υπερπηδήσει τους σκοπέλους και παρέμεινε ένας από τους πλέον προβεβλημένους και αναγνωρίσιμους δημιουργούς του σινεμά, συνεχίζοντας αγέρωχα την εξαίσια καριέρα του και στον 21ο αιώνα: παρά τα όσα γράφτηκαν όταν εγκατέλειψε την επί πολλά χρόνια σύντροφό του Μία Φάροου για να ζήσει με τη θετή της κόρη, ο Γούντι βρήκε στην Ευρώπη, πολύ μακριά από Χόλιγουντ, την πηγή έμπνευσης για την κινηματογραφική αναγέννησή του. Έχοντας σφραγίσει την κωμωδία με την προσωπική και σοφιστικέ ματιά του, όντας ο κοινός καθημερινός άνθρωπος, ο Άλεν δεν θέλει να πετύχει την αθανασία μέσα από το έργο του, «θέλω να την πετύχω με το να μην πεθάνω»! Και βέβαια διαμηνύει προς πάσα κατεύθυνση πως δεν σκοπεύει να συνταξιοδοτηθεί, τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσει. «Όσο έχω τα λογικά μου και όσο ο κόσμος μπορεί να δίνει χρήματα για να βλέπει τις ταινίες μου, δεν θα συνταξιοδοτηθώ»… Πρώτα χρόνια Ο Άλαν Στιούαρτ Κένιγκσμπεργκ γεννιέται την 1η Δεκεμβρίου 1935 στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης ως ένα από τα δύο παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας εβραϊκής καταγωγής, με τους παππούδες του να καταφτάνουν στον Νέο Κόσμο από τη Ρωσία και την Αυστρία. Ο πατέρας του έκανε πολλές δουλειές και η μητέρα του ήταν λογίστρια. Παρά τη γνώριμη υπερδραματοποίηση με την οποία πλαισιώνει τα γεγονότα της ζωής του, η παιδική του ηλικία δεν ήταν και τόσο κακή, αν και στιγματίστηκε από τους ομηρικούς καυγάδες των γονιών του: «Έμειναν μαζί από πείσμα. Εκτός από το να πυροβολήσουν ο ένας τον άλλον, όλα τα άλλα τα είχαν κάνει». Παρά την εικόνα του δειλού ανθρώπου που έχει προβάλει όμως, στο σχολείο του Μπρούκλιν ήταν αρκετά κοινωνικός και η ψυχή της παρέας, καθώς το χιούμορ ήταν ανέκαθεν ο μεγάλος σύμμαχος της ζωής του. Όρεξη για γράμματα δεν είχε και συνήθιζε να κάνει κοπάνες για να βρεθεί στη σκοτεινή αίθουσα. Είχε μάλιστα κόλλημα με τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και περνούσε ώρες ολόκληρες εξασκώντας τα μαγικά του. «Οι γονείς μου άρχισαν να με παίρνουν μαζί τους στο σινεμά όταν ήμουν περίπου πέντε χρονών. Μαγεύτηκα. Ζούσαμε σε μια μικροαστική γειτονιά του Μπρούκλιν και πρέπει να υπήρχαν 25 κινηματογράφοι στους οποίους μπορούσα να πάω με τα πόδια. Περνούσα λοιπόν ατελείωτες ώρες στο σινεμά», είπε χρόνια αργότερα. Το όνομα «Γούντι Άλεν» το σκαρφίστηκε σε ηλικία 17 ετών, όταν άρχισε να στέλνει ανέκδοτα και αστείες ιστορίες στην τοπική εφημερίδα. Αμέσως σχεδόν έγινε γνωστός και σύντομε εξασφάλισε δουλειά ως κειμενογράφος γνωστών κωμικών! Αποφοιτώντας, γράφτηκε στο Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, αλλά και σε νυχτερινή σχολή του City College, ήταν ωστόσο εξαιρετικά δυστυχισμένος με τις σπουδές του, γι’ αυτό και τα παράτησε για να γίνει γραφιάς κωμικών σκετς. Πριν κλείσει τα 20 χρόνια ζωής, είχε ήδη πουλήσει περισσότερα από 20.000 αστεία και ανέκδοτα σε εφημερίδες της Νέας Υόρκης και πλέον έγραφε τα νούμερα πολλών γνωστών stand-up κωμικών. Στα 23 του προσλήφθηκε για να γράφει τις αστείες ατάκες του παρουσιαστή-αστέρα της αμερικανικής τηλεόρασης Sid Caesar, αν και τότε αποφάσισε ότι διψούσε τελικά για γνώση, γι’ αυτό και προσέλαβε καθηγητή πανεπιστημίου για να του διδάξει λογοτεχνία και φιλοσοφία! Το 1960 πήρε τη γενναία απόφαση να ανεβεί στο κωμικό πάλκο και άρχισε να παρουσιάζει το δικό του υλικό σε νυχτερινό κέντρο της Νέας Υόρκης. Δούλευε πια έξι νύχτες τη βδομάδα, έβγαζε καλά λεφτά και, το σημαντικότερο, έμαθε πώς να κάνει το ζωντανό κοινό να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Πριν καλά-καλά το καταλάβει, θα βρεθεί στη μικρή οθόνη να παριστάνει τον κωμικό. Αντίθετα όμως με τους άλλους χιουμορίστες της τηλεόρασης που λάτρευαν το πολιτικό χιούμορ, ο Γούντι Άλεν διακωμωδούσε τον εαυτό του και την περσόνα που είχε μόλις εφεύρει: του δειλού και ανασφαλή άντρα που τον τρομοκρατούν τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και κυρίως το μυστήριο της γυναίκας! Όλα τα υλικά για την κατοπινή δουλειά του ήταν πια εκεί. Η επιτυχία του στα κλαμπ και το γυαλί κατέληξαν σε έναν κωμικό δίσκο, ο οποίος προτάθηκε μάλιστα για Γκράμι το 1964. Ένα σημαντικό κομμάτι βέβαια των κωμικών μονολόγων του βασιζόταν στις περιπέτειες της προσωπικής του ζωής, καθώς ο πρώτος του γάμος με τη γειτόνισσά του Harlene Rosen αποδείχτηκε σωστή τραγωδία! Το ζευγάρι πήρε άρον-άρον διαζύγιο το 1962, όντας η πρώτη από μια μακρά σειρά προβληματικών σχέσεων για τον ανατρεπτικό κωμικό. Όπως είπαμε, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γούντι ήταν μια από τις εξέχουσες μορφές της αμερικανικής κωμωδίας, χαρίζοντας υπερεπιτυχημένα ευθυμογραφήματα στον νεοϋορκέζικο Τύπο, εμφανιζόμενος σε πάλκα και τηλεόραση και φωτογραφημένος σε πάμπολλα εξώφυλλα και πρωτοσέλιδα… Κινηματογραφικό ντεμπούτο και πρώτα φιλμ Εραστής του σινεμά ήδη από τα μικράτα του, ο Γούντι στράφηκε στην κινηματογραφία το 1965, τόσο ως σεναριογράφος όσο και ηθοποιός, με το «What’s New, Pussycat?», αν και η όλη εμπειρία θα αποδεικνυόταν καταστροφική για τον ίδιο. Οι περιπέτειες με το στούντιο και η μάχη για τον έλεγχο του τελικού προϊόντος τον εξόργισαν τόσο που ορκίστηκε ότι δεν θα ξανάκανε ποτέ ταινία κάτω από αυτούς τους όρους! Ευτυχώς δηλαδή που το φιλμ αποδείχθηκε τέτοια επιτυχία, επιτρέποντάς του έτσι να κάνει ταινίες με απόλυτα δικούς του όρους. Η United Artists του δίνει συμβόλαιο στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι θα έγραφε ό,τι ήθελε και θα το γύριζε όπως ήθελε!
Ακολουθούν τα σπαρταριστά «Take the Money and Run» (1969) και «Bananas» (1971), τα οποία γνωρίζουν τη δική τους επιτυχία, την ίδια ώρα που το θεατρικό του για το Μπρόντγουεϊ «Don’t Drink the Water» έφτασε επίσης στο σινεμά το 1969, αν και ούτε το σκηνοθέτησε ούτε έπαιξε ο ίδιος.
Ακολουθούν μια σειρά ακόμα από ιδιόρρυθμες κωμωδίες με την προσωπική του σφραγίδα, που έγιναν επίσης εισπρακτικές επιτυχίες και τον ενθρόνισαν στην κορυφή των αμερικανών κωμικών δημιουργών: «Play It Again, Sam» το 1972 (που βασίστηκε επίσης σε θεατρικό του έργο), «Sleeper» το 1973 και «Love and Death» το 1975. Την ίδια εποχή, το 1969, ο δεύτερος και επίσης θυελλώδης γάμος του με την ηθοποιό Louise Lasser φτάνει στο τέλος του… Πρώτα κινηματογραφικά διαμάντια και σχέσεις με τις πρωταγωνίστριές του Οι ξεκαρδιστικές ταινίες του Γούντι έδωσαν προοδευτικά τη θέση τους σε πιο φιλόδοξες απόπειρες να περιγράψει τις ανθρώπινες σχέσεις, με όχημα την ψυχανάλυση και τη ζωή στη μεγαλούπολη. Το πρώτο του «σοβαρό» φιλμ, το «Annie Hall» («Νευρικός Εραστής» στη χώρα μας), έρχεται το 1977, μια αριστουργηματική γλυκόπικρη κωμωδία για ένα ρομάντζο που τελειώνει απρόοπτα. Το φιλμ σάρωσε στα Όσκαρ με 4 χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων και ένα για τον Γούντι (Καλύτερο Σενάριο).
Τον εμπορικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο του «Annie Hall» ακολούθησαν τόσο το «Interiors» (1978) όσο και το εμβληματικό και ασπρόμαυρο «Manhattan» (1979), που σηματοδότησαν τη στροφή στην καριέρα του και την αναγνώρισή του ως σημαντικού πια δημιουργού του καιρού του. Δεν ήταν πια ο αστείος Γούντι Άλεν, αλλά ο σκηνοθέτης που έχει πολλά να καταθέσει για τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής στη μητρόπολη.
Ο Γούντι πειραματιζόταν πλέον με διάφορες σκηνοθετικές τεχνικές και στιλ, γυρίζοντας τις επόμενες ταινίες του με ιδιαίτερη κάθε φορά ματιά. Στο «Stardust Memories» (1980), για παράδειγμα, μιμήθηκε τη σκηνοθετική ματιά του ιταλού μαέστρου Φεντερίκο Φελίνι, με την ταινία να παραμένει η απολύτως αγαπημένη του Άλεν… Ο Γούντι συνήθιζε να συνδέεται ερωτικά με τις πρωταγωνίστριές του, σε ένα μοτίβο που θα απλωνόταν σε αρκετές δεκαετίες της ζωής του. Πρώτα ήταν η Louise Lasser, η οποία έπαιξε σε αρκετές από τις πρώτες ταινίες του, και μετά ακολούθησε η Ντάιαν Κίτον, η οποία έπαιξε στα «Annie Hall», «Bananas», «Play It Again, Sam», «Sleeper», «Love and Death», «Interiors», «Manhattan» και «Radio Days» (1987), με τον δεσμό να λήγει με τον γνώριμο επεισοδιακό τρόπο. Το 1982 ο Γούντι ερωτεύτηκε παράφορα τη νέα του πρωταγωνίστρια, τη Μία Φάροου, η οποία πρωταγωνίστησε στα «Zelig» (1983), «Broadway Danny Rose» (1984) και «The Purple Rose of Cairo» (1985), αν και θα ήταν η επόμενη ταινία τους που θα την εγκαθίδρυε ως ηθοποιό, με το φιλμ να αποσπά τρία Όσκαρ (το δεύτερο του Γούντι Άλεν στην κατηγορία Καλύτερο Σενάριο). Μιλάμε για το αριστουργηματικό «Hannah and Her Sisters» του 1986 («Η Χάνα και οι αδερφές της»).
Το ζευγάρι δούλεψε σε πολλές ακόμα ταινίες μαζί, αν και η σχέση τους διακόπηκε απρόοπτα το 1992… Επόμενες δουλειές και προσωπικές περιπέτειες Παρά το γεγονός ότι συνέχισε να γυρίζει σοφιστικέ κομεντί και σπαρταριστές κωμωδίες που γίνονταν πάντα επιτυχίες, όπως το «Manhattan Murder Mystery» του 1993 (που τον έφερε για μια ακόμα φορά στο πλευρό της Ντάιαν Κίτον), και το κωμικό μελόδραμα «Bullets Over Broadway» του 1994 (που απέσπασε 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ!), και πλέον σκάρωνε μία ταινία τον χρόνο, η προσωπική του ζωή μαστίστηκε από το σκάνδαλο της σχέσης του με την υιοθετημένη κόρη της Φάροου. Έχοντας κάνει μαζί ένα παιδί και υιοθετώντας άλλα δύο κατά τα 12 χρόνια που παρέμειναν μαζί, η Φάροου ανακάλυψε το 1992 γυμνές φωτογραφίες της υιοθετημένης κόρης της Σουν-Γι Πρεβέν στο διαμέρισμα του Γούντι. Άλεν και Πρεβέν διατηρούσαν για μήνες κρυφή ερωτική σχέση, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα και μετά τη δημοσιοποίησή της (την παντρεύτηκε τελικά το 1977). Ακολούθησε μια μακρά και πολύκροτη δίκη, όπου η Φάροου κέρδισε την κηδεμονία των παιδιών, αφήνοντας αιχμές ότι ο σκηνοθέτης ασέλγησε στην επτάχρονη κόρη τους. Αλληλοκατηγορίες ανταλλάχθηκαν, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ τίποτα και ο Γούντι συνέχισε να δουλεύει πυρετωδώς, παρά την αρνητική δημοσιότητα και το παγκόσμιο σκάνδαλο. Συνέχισε δυναμικά με την κωμωδία «Mighty Aphrodite» το 1995, παρωδώντας την αρχαιοελληνική τραγωδία, ενώ η επόμενη ταινία του σηματοδότησε άλλη μια στροφή στην καριέρα του, αυτή τη φορά σε μουσικά μονοπάτια. Το μιούζικαλ «Everyone Says I Love You» (1996) εναρμονιζόταν με την άλλη καριέρα που έκανε στο περιθώριο της κινηματογραφικής δουλειάς του, καθώς είναι γνωστός τζαζίστας και παίζει κλαρινέτο. Πάντοτε μέτριου προϋπολογισμού οι ταινίες του και μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον γυρισμένες αναγκαστικά στη Νέα Υόρκη, την οποία αρνιόταν σθεναρά να εγκαταλείψει για δεκαετίες, τα φιλμ του Γούντι Άλεν εξελίχθηκαν στον χρόνο, όπως και η κινηματογραφική του γλώσσα. Παραμένει ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο της δουλειάς τους, παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1980 το αμερικανικό κοινό τού γύρισε την πλάτη και ήταν οι πιστοί ευρωπαίοι σινεφίλ που έσωσαν την παρτίδα για τον ίδιο. Ακολούθησαν το «Small Time Crooks» (2000), το ξεκαρδιστικό «The Curse of the Jade Scorpion» (2001) και το «Hollywood Ending» (2002), ταινίες που έδειξαν ήδη από τις αρχές του 2000 το πόσο είχε εξελιχθεί η θεματολογία του και πόσο είχε ωριμάσει το χιούμορ του. Παραμένει ένας από τους πλέον πολύπλευρους σκηνοθέτες των ΗΠΑ και μια από τις λίγες εν ζωή ιδιοφυΐες του σινεμά. Οι επόμενες ταινίες του θα του έφερναν ανάμεικτες κριτικές, κάνοντας πολλούς να διερωτούνται αν είχε αλλάξει για άλλη μια φορά στην πλούσια καριέρα του θεματολογία και κινηματογραφικά ενδιαφέροντα. Αν και το 2005 η απόφασή του να γυρίσει στην Αγγλία το μαύρο δράμα «Match Point» αποδείχτηκε αποτελεσματικότατη, καθώς πολλοί μίλησαν για την καλύτερη ταινία του εδώ και χρόνια!
Μετά ήρθε το «Scoop» (επίσης το 2005), το «Cassandra’s Dream» (2007) και οι κινηματογραφικές περιπέτειες του Γούντι Άλεν εκτός Αμερικής, όπως το γυρισμένο στην Ισπανία και ρομαντικό «Vicky Cristina Barcelona» (2008) και το ανάλαφρο παρισινό «Midnight in Paris» (2011), το οποίο του εξασφάλισε τη 15η υποψηφιότητά του για Σενάριο και την 7η για Σκηνοθεσία. Μετά ήρθε το γυρισμένο στην Ιταλία «To Rome with Love» και μια σειρά ακόμα από ταινίες που εξερευνούν τις ανθρώπινες σχέσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους (αν και για την τελευταία του ταινία, τον «Παράλογο άντρα», επέστρεψε στις ΗΠΑ), με τον 80χρονο πια και πολυβραβευμένο Γούντι να συνεχίζει την πυρετώδη δουλειά, όταν δεν παίζει το κλαρινέτο του και δεν παρακολουθεί τους πολυαγαπημένους του Νικς… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr