Δε νομίζω πως σε ολόκληρη την Ελλάδα υπάρχει άλλη πόλη σαν τον Πειραιά. Πριν βιαστούν οι αναγνώστες να με θεωρήσουν τοπικιστή, σπεύδω να διευκρινίσω γιατί. Η τρίτη πόλη της Ελλάδος, μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αποτελεί το μεγαλύτερο σε επιβατική κίνηση λιμάνι της Ευρώπης, καθώς συνδέει ακτοπλοϊκά την Αθήνα με τα νησιά, ενώ αποτελεί σημαντικό προορισμό για την Κρουαζιέρα. Παράλληλα, πρόκειται για μία πόλη που συνθέτει μοναδικά ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία από κάθε περιοχή της χώρας, κι όχι μόνο.
Στον Πειραιά, θα βρει κάποιος γειτονιές και συνοικίες που δημιουργήθηκαν από Νησιώτες, Λάκωνες και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Είναι το λιμάνι που έπιασαν οι πονεμένοι και επέλεξαν να ζήσουν για να ξανά φτιάξουν τις ζωές τους. Το πειραιώτικο ρεμπέτικο, η άνθιση της Ναυτιλίας, η ιστορία των Λεμονάδικων αν είχαν συνδυαστεί με την ορθή αξιοποίηση της εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων που βρίσκονται στην περιοχή και τη στρατηγική ανάδειξη των σπουδαίων αρχαιοτήτων, θα μιλούσαμε για κάτι διαφορετικό σήμερα και με πολύ καλύτερες προοπτικές.
Σήμερα το επίνειο των Αθηνών θα ήταν μία τουριστική Μητρόπολη, που θα προσέλκυε το ενδιαφέρον όχι μόνο των αλλοδαπών επισκεπτών, αλλά και των κατοίκων άλλων περιοχών ανά την επικράτεια. Έτσι, η πόλη θα αποκτούσε μία ισχυρή τοπική οικονομία με πολλαπλασιαστικά οφέλη για τους κατοίκους της. Μολαταύτα, για χρόνια, ο Πειραιάς και οι όμοροι δήμοι του «έπεσαν θύματα» της πολιτικής και αυτοδιοικητικής αδιαφορίας. Η απουσία πρωτοβουλιών, ουσιαστικών σχεδιασμών και οράματος διαμόρφωσαν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας σε μία πόλη χωρίς αναπτυξιακές υποδομές. Σε μία πόλη «ανίκανη» να κρατήσει τις χιλιάδες τουριστών που περνούν για να μεταβούν από και προς τα νησιά ή το κέντρο των Αθηνών και το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Σε μία πόλη χωρίς ευκαιρίες για παιδιά της.
Οφείλω, ωστόσο, να αναγνωρίσω πως τον τελευταίο καιρό έχουν υλοποιηθεί σημαντικά έργα ανάπλασης, όπως ο εξωραϊσμός του Μικρολίμανου και δρομολογούνται νέα που εστιάζουν στην ενίσχυση και την εξωστρέφεια της πόλης. Το ερώτημα, όμως, είναι πώς αυτά θα αξιοποιηθούν στρατηγικά, ώστε να αλλάξει ριζικά η πόλη; Διότι, δεν έχει νόημα να υπάρχουν μουσεία χωρίς επισκέπτες, πράσινες υποδομές χωρίς κουλτούρα χρήσης τους, εγκαταστάσεις χωρίς μεταξύ τους συνεκτικότητα.
Θα πρέπει να πούμε εδώ ότι η πρόθεση και ο διαφαινόμενος σχεδιασμός εκμετάλλευσης της κρουαζιέρας από τον Δήμο και τους συλλογικούς φορείς είναι μια ορθή κατεύθυνση, που πρέπει να τύχη ανάλογης συνέχειας.
Στα παραπάνω αξίζει να προστεθεί ότι μόλις πριν από 7 μήνες ο Πειραιάς κατέστη ως ένας από τους μεγαλύτερους συγκοινωνιακούς κόμβους στην Ευρώπη. Πλέον, πρόκειται για τη μοναδική πόλη στη χώρα που διαθέτει όλα τα μέσα σταθερής τροχιάς (2 γραμμές Μετρό, Προαστιακό, Τραμ), ενώ διασυνδέει απευθείας το μεγαλύτερο λιμάνι με το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας. Θα περίμενε κάποιος ότι με αυτό το έργο, ο Πειραιάς θα γνώριζε τεράστια αύξηση εμπορικής κίνησης, αλλά ίσως είναι πολύ νωρίς για να δημιουργηθούν οι νέες εμπορικές συνήθειες…
Τι φταίει; Η έλλειψη ενός ενιαίου σχεδίου, καθώς το κάθε έργο «τρέχει αυτόνομα» προς την αποπεράτωσή του, όπως επίσης η αμφίδρομη πίεση από την Αυτοδιοίκηση στην Πολιτεία και αντιστρόφως. Θα πει δικαίως κάποιος είναι μόνο αυτοί οι λόγοι; Όχι. Κατά τη γνώμη μου, η γραφειοκρατία και η χρόνια εγκατάλειψη αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια.
Παραταύτα, πρώτη φορά στα χρονικά φαίνεται η διάθεση για να αλλάξει ο Πειραιάς. Αυτό από μόνο του είναι ελπιδοφόρο, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται επιμονή, πείσμα και άρτιος συντονισμός, ώστε κάθε ενέργεια, κάθε υποδομή, κάθε επενδυτικό project να μην υπόκεινται σε μεμονωμένα σενάρια αξιοποίησης, αλλά κάτω από ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό σχέδιο για τον Πειραιά.
Μόνον έτσι το μεγάλο λιμάνι θα μετασχηματιστεί σε πραγματικό πόλο έλξης επισκεπτών ως εμπορικός και τουριστικός προορισμός.
- Νίκος Μανωλάκος, Βουλευτής ΝΔ Α Πειραιώς & Νήσων