«Είναι οξύμωρο να ζητά ο πρωθυπουργός από το ΠΑΣΟΚ να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, από την παράταξη που στις κρίσιμες επιλογές για τη χώρα όχι μόνο ήρθη στο ύψος των περιστάσεων, αλλά πλήρωσε και μονοσήμαντα το πολιτικό κόστος εθνικών και δύσκολων επιλογών, την ίδια ώρα που η παράταξη του κ. Μητσοτάκη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός κρυβόταν πίσω από εύκολες αναζήτησης και λύσεις. Και επίσης είναι οξύμωρο να ζητάει συναίνεση ο πρωθυπουργός όταν ανεβάζει τους τόνους έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όταν δυναμιτίζει αυτή τη συζήτηση γιατί η τοξική αντιπαράθεση θεωρεί ότι τον βολεύει» τόνισε ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής Μιχάλης Κατρίνης μιλώντας στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για τις επερχόμενες αλλαγές στα πανεπιστήμια.
Όπως είπε, «για το νομοσχέδιο αυτό έχουμε διαφωνήσει ξεκάθαρα, καθώς ούτε ο διάλογος που έπρεπε έγινε, ούτε διατάξεις που προκαλούν την πανεπιστημιακή κοινότητα αποσύρατε. Καμία συντηρητική επιλογή και πρόταση δεν συνιστά μεταρρύθμιση, δεν τολμάτε καν να επαναφέρεται το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας».
Κατά τον κ. Κατρίνη, «είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση θέλει να δραπετεύσει από τη δυσάρεστη πραγματικότητα που αποκαλύπτει τόσο το μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα όσο και το μέγεθος των ευθυνών της. Επιχειρεί να δραπετεύσει μέσω της δημιουργίας μιας εικονικής πραγματικότητας αλλά και της προσπάθειας εξαφάνισης επώδυνο για αυτήν δεδομένων και ειδήσεων, όπως η απόφαση να καταργήσει την καθημερινή ενημέρωση των πολιτών για την επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα. Και αυτό γιατί τα 15.000 με 20.000 δηλωμένα κρούσματα κορονοϊού την ημέρα, χαλάνε το αφήγημα αλλά και τον «ύπνο» της κυβέρνησης. Κυρίως όμως επιβεβαιώνουν και επαναφέρουν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας μία ακόμα αποτυχία της κυβέρνησης, αυτή της διαχείρισης της πανδημίας. Στην ίδια λογική κινείται και η απόκρυψη πραγματικών προβλημάτων της οικονομίας που η κυβέρνηση προσδοκά να μην αποκαλυφθούν τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές. Η πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων καθιστά ακόμα ακριβότερο τον δανεισμό της χώρας, για να μην πω αρκετά δυσκολότερο, και επηρεάζει και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αν όμως αποκαλυφθεί μετά τις εκλογές το εύρος των προβλημάτων που η κυβέρνηση προσπαθεί επιμελώς να κρύψει κάτω από το χαλί με μετάθεση πληρωμών και με τις απλήρωτες εγγυήσεις, αυτό θα συνιστά μια «βόμβα» στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και ένα κρυφό χρέος. Ακριβώς δηλαδή όπως έκανε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και το 2009. Τον λογαριασμό θα κληθούν και πάλι να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες, όπως πληρώνουν καθημερινά το κόστος της ακρίβειας που έχει μετατραπεί σε αισχροκέρδεια σε αρκετές περιπτώσεις. Και δυστυχώς για την κυβέρνηση το καλοκαίρι δεν μπορεί να αποσπάσει την προσοχή των πολιτών από την ασφυκτική καθημερινότητα και την ενεργειακή κρίση».
Κατά τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής Ομάδας, «οι Έλληνες βλέπουν τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 12%, να παραμένει σε υψηλά επίπεδα όλο το 2022 και την κυβέρνηση όχι μόνο απλά να παρακολουθεί την κατάσταση αλλά να συνεχίζει να εισπράττει υπερέσοδα από τους φόρους στα καύσιμα και την φορολογία στα βασικά είδη διατροφής επιστρέφοντας ψυχούλα και φιλοδωρήματα στους πολίτες. Τουλάχιστον η μετάθεση των εκλογών για μετά το Σεπτέμβριο φαίνεται ότι μειώνονται τα προεκλογικού χαρακτήρα πυροτεχνήματα. Όχι βέβαια πως θα τα γλιτώσουμε στο άμεσο μέλλον, γιατί υφαρπαγή της ψήφου των πολιτών αποτελεί το κυρίαρχο για να μην πω το μοναδικό μέλημα της κυβέρνησης. Και μπροστά σε αυτό το διακύβευμα η κυβέρνηση είναι ικανοί για όλα, είναι ικανοί να κάνουν το μαύρο, άσπρο».