Ο Χρήστος Σταϊκούρας μίλησε στο βήμα της Βουλής και ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ενώ προσδιόρισε τη στήριξη της μετάβασης των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων σε καθεστώς κοινών εποπτευόμενων οντοτήτων.
Ο υπουργός Οικονομικών με αφορμή την συζήτηση για το νομοσχέδιο «Αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, εκσυγχρονισμός Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και άλλες επείγουσες διατάξεις», δήλωσε ότι «θέλουμε και επιδιώκουμε τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος».
Παράλληλα, πρόσθεσε ότι «η σημερινή κυβέρνηση πιστεύει σε ένα τραπεζικό σύστημα υγιές, σταθερό, ισχυρό και εύρωστο που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ «που πιστεύει σε πρακτικές παράλληλου τραπεζικού συστήματος, υπό κρατικό έλεγχο, όπως προωθούσε ως κυβέρνηση», δηλαδή πρακτικές για τις οποίες η αξιωματική αντιπολίτευση, «πρέπει να κατανοήσει ότι παρήλθαν ανεπιστρεπτί».
Ιδίως δε για τα κόκκινα δάνεια, ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε τα κόκκινα δάνεια, ως ποσοστό των δανείων, στο 43,5% και τα παρέδωσε στο 43,6%. Σήμερα, τα κόκκινα δάνεια είναι στο 12,1%. «Ο όγκος των κόκκινων δανείων είναι στα 17,7 δισεκατομμύρια ευρώ όταν τα είχαμε παραλάβει στα 75,3 δισεκατομμύρια ευρώ», είπε κ. Σταϊκούρας.
Βασικό αντικείμενο δε, όπως υπογράμμισε επίσης ο υπουργός Οικονομικών, στον τρόπο που αξιολογούν οι οίκοι αξιολόγησης προκειμένου να κάνουν αναβάθμιση της οικονομίας είναι η μείωση των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. «Αυτός ο στόχος που επιτεύχθηκε, ήταν ένα από τα στοιχεία που οδήγησαν τους οίκους αξιολόγησης σε 9 αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, μέσα στην υγειονομική κρίση», είπε ο Χρήστος Σταϊκούρας αν και δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι «η μείωση των κόκκινων δανείων δεν συνεπάγεται μείωση του ιδιωτικού χρέους, το οποίο προφανώς μεταβιβάζεται σε άλλους φορείς. Σημαίνει, όμως, ότι το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών είναι σε καλύτερη κατάσταση προκειμένου να χρηματοδοτήσει, με μεγαλύτερη επάρκεια την πραγματική οικονομία».