Την πολιτική γραμμή να μην μένει τίποτα αναπάντητο ακολουθεί το Μαξίμου όσο υποχωρεί το κύμα της πανδημίας και στο προσκήνιο έρχονται κρίσιμα ζητήματα, όπως η οικονομία και η διαχείριση του ταμείου ανάκαμψης, τα εργασιακά, η ψήφος των αποδήμων και μια σειρά από νομοθετήματα που προωθεί η κυβέρνηση.
της Γεωργίας Αθ. Σκιτζή
Δεν είναι τυχαίο, ότι ο πρωθυπουργός κατά την ομιλία του χθες στο Ζάππειο για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ έριξε τροχιοδεικτικές βολές κατά του ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι το 2015 όταν ήταν στην εξουσία η χώρα βρέθηκε ένα βήμα από τον γκρεμό εννοώντας την έξοδο από την ΕΕ.
«Γύρω από το ζητούμενο της δυνατής ευρωπαϊκής Ελλάδας οικοδομήθηκαν ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Με ένα μόνο σκοτεινό διάλειμμα: την περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, το 2015. Τότε που η χώρα οδηγήθηκε ένα μόλις βήμα πριν τον γκρεμό. Και πάλι όμως, οι προοδευτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν και διέλυσαν τα έωλα συνθήματα» τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και συμπλήρωσε: «Κράτησαν τον τόπο στην Ευρώπη και στο κοινό νόμισμα. Και τελικά συνέτριψαν τη δημαγωγία μαζί με το διπλό αντιευρωπαϊκό και αντιδημοκρατικό ψέμα, τόσο αυτό με το αριστερό προσωπείο όσο και εκείνο με το ακροδεξιό πρόσωπο του φασισμού και του μίσους».
Δεν είναι τυχαίο ότι και στην συνέντευξη που έδωσε στη γερμανική Bild ο πρωθυπουργός επέμεινε στη σύγκριση της «Ελλάδας του 2021» με την «Ελλάδα του 2015» αλλά και του 2010.
Με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε τις προθέσεις του για το επόμενο διάστημα κάνοντας παράλληλα τη σύγκριση με την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς τόνισε ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ έχει την «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων» σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπογράμμισε δε: «δεν είμαστε pet κανενός και δεν λειτουργούμε πια σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν “δάσκαλοι” που μας επιβλέπουν. Είμαστε μια κυρίαρχη χώρα. Παραμένουμε σε αυτό που αποκαλείται “παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα”, αλλά αν κοιτάξουμε τις αλλαγές που θέλουμε να κάνουμε, είναι αλλαγές που θέλουμε εμείς να κάνουμε, γιατί αποφασίσαμε πως είναι για το καλό της χώρας».
Στα «μαχαίρια» για την ψήφο των αποδήμων
Μια ακόμη εστία πολιτικής έντασης αποτέλεσε η απόρριψη του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών, που αφορούσε την άρση των περιορισμών για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εκλογέων εξωτερικού, αφού δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη συνταγματική πρόβλεψη για την υπερψήφισή του από τα 2/3 της Ολομέλειας της Βουλής, δηλαδή από 200 βουλευτές, καθώς καταψήφισαν οι βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25.
Αιχμηρό ήταν το σχόλιο της κυβερνητικής εκπροσώπου, Αριστοτελίας Πελώνη, η οποία τόνισε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι αδυνατεί να υπερβεί τους μίζερους μικροϋπολογισμούς του. Ότι δεν αντέχει τις συναινέσεις και τις ενωτικές συμφωνίες. Και ότι είναι μία δύναμη που μετατρέπει σε χαμένες ευκαιρίες τις ιδανικές συγκυρίες. Με αποκλειστική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, η τεράστια συμβολή της παγκόσμιας ελληνικής ομογένειας θυσιάζεται στο όνομα της εσωτερικής μικροκομματικής παθογένειας. Και μάλιστα σε μία συγκυρία κρίσιμη για τα εθνικά θέματα, αλλά και για την συνολική ανάταξη της Πατρίδας μας».
Πολιτική κόντρα για τα εργασιακά
Ένα ακόμη πολιτικό μέτωπο προκαλεί το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, καθώς έχει πυροδοτήσει σφοδρές κόντρες μεταξύ κυβέρνησης- αντιπολίτευσης, για τα επίμαχα θέματα που ρυθμίζει και σχετίζονται με ωράρια, υπερωρίες, εργασία τις Κυριακές και άδειες.
Το στίγμα των προθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε ο εκπρόσωπος τύπου Νάσος Ηλιόπουλος στηλιτεύοντας: «Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε τις συλλογικές συμβάσεις και αύξησε τον κατώτατο μισθό. Η πρώτη φιλεργατική διάταξη που έφερε η ΝΔ ήταν να μειώσει τα πρόστιμα στην επιθεώρηση εργασίας. Η ΝΔ βάζει πλάτη στους εργοδότες που κλέβουν τους εργαζόμενους. Το νομοσχέδιο της ΝΔ θα φέρει μειώσεις μισθών, αυτό κάνει η απλήρωτη υπερωρία. Αυτό θα οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης, και μαζικά κλεισίματα σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το σημαντικό, όμως, στο νομοσχέδιο της ΝΔ είναι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας. Μέσα από αυτές ο εργαζόμενος δεν έχει κανένα δικαίωμα να διεκδικήσει καλύτερους όρους εργασίας».