Τον τρόπο με τον οποίο ένα πολιτικό κόμμα κρύβει στους κόλπους του μια εγκληματική οργάνωση, με ακραία συμπεριφορά, περιγράφεται στην 700 σελίδων πρόταση του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου με την οποία ζητεί να καθίσουν στο εδώλιο 70 κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χρυσής Αυγής. Ο εισαγγελικός λειτουργός επιχειρεί να αποτινάξει τον πολιτικό μανδύα της Χρυσής Αυγής φέρνοντας στο φως μια οργάνωση που έφτασε μέχρι το φόνο. Είχε παραστρατιωτική δράση και τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια την ιεραρχία στην κορυφή της οποίας ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός Νίκος Μιχαλολιάκος. Ο «Ανώτατος Ηγέτης» που έχει την απόλυτη ευθύνη των τελικών αποφάσεων .
«Η λειτουργία του κόμματος διέπεται από αυστηρή και απόλυτη πειθαρχία και άνευ οποιασδήποτε αντιρρήσεως υπακοή όλων , ανεξαιρέτως , στις εντολές του Αρχηγού και των ιεραρχικά ανωτέρων…Ένα από τα βασικά συνθήματα του πολιτικού κόμματος « ΛΑΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ » ήταν και είναι « Πίστευε – Υπάκουε – Πολέμα ».
Για τον Ισίδωρο Ντογιάκο «Η ιδεολογία των ηγετικών στελεχών , οπαδών και φίλων του εν λόγω πολιτικού κόμματος ασφαλώς είναι ποινικά αδιάφορη. …Αναφέρεται όμως ιστορικά και μόνο , καθόσον οι προαναφερόμενοι επεδίωξαν να την επιβάλλουν δια βίαιων μέσων και μεθόδων σε όσους ήταν προδήλως ιδεολογικά αντίθετοι ή στοχοποιημένοι με βάση κριτήρια της ιδεολογίας αυτής».
Όπως αναφέρει στην πρόταση του ο εισαγγελέας:
«Στη Χρυσή Αυγή η πίστη στον Αρχηγό εκφεύγει του προσώπου του , αναγόμενη σε ένα επίπεδο μεταφυσικής. Πρόκειται για τη λατρεία στον ίδιο το θεσμό του Αρχηγού και επί της ουσίας για την εκδήλωση της απόφασης ενός προσώπου να θέσει όλη του την ύπαρξη υπό τις εντολές του , τόσο του ίδιου όσο και των προσώπων που αυτός καθορίζει. Για παράδειγμα, η παράβαση εντολής του ιεραρχικώς ανωτέρου τιμωρείται γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο , δηλαδή όχι γιατί παρέβης την εντολή του συγκεκριμένου προσώπου , αλλά γιατί παρέβης την εντολή του προσώπου που ο αρχηγός τοποθέτησε στη θέση του εντολέα. Έχει πλήρη εποπτεία, υπό την έννοια ότι οι άνθρωποι που έχουν την εξουσία να οργανώσουν το οτιδήποτε , είναι άνθρωποι απολύτως πιστοί στον Αρχηγό και δεν διανοούνταν να κάνουν κάτι πέρα από τις εντολές του Αρχηγού. Μάλιστα όχι λόγω του φόβου για τυχόν συνέπειες, αλλά λόγω της απόλυτης πίστης τους.
Η ως άνω περιγραφόμενη προσωπολατρική πίστη στον Αρχηγό εκδηλώνεται πανηγυρικά και επισφραγίζεται με τη διαδικασία του « όρκου », σε τελετές μυστικιστικού χαρακτήρα, με οιονεί θρησκευτική κατάνυξη , που οργανώνονται από « πιστά » σ’ αυτόν και στην οργάνωση πρόσωπα , συνήθως ανώτερα στην ιεραρχία -κατά την Εαρινή ή Χειμερινή Ισημερία , στην ύπαιθρο , υπό το φως αναμμένων πυρσών».
Μπορεί ο κ. Ντογιάκος να τοποθετεί την δημιουργία της ομάδας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ωστόσο όπως υπογραμμίζει:
«Από το έτος 2008 και μετά, καταγράφονται εγκληματικές πράξεις, από τις οποίες αναδύονται τα πρώτα στοιχεία ότι δεν πρόκειται για τυχαία περιστατικά, αλλά οι δράστες είχαν κοινά χαρακτηριστικά, επεδίωκαν κοινό σκοπό και δρούσαν υπό την κάλυψη της, τότε απλής οργάνωσης “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ” για την επιβολή της ιδεολογίας της, με τρόπους και μεθόδους που η ηγεσία της συνειδητά είχε επιλέξει. Επομένως, ευλόγως μπορεί να υποστηριχθεί ότι από το έτος 2008 εκδηλώνεται έντονα η δράση της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία όμως τυπικά, λαμβάνει το χαρακτήρα κόμματος, σύμφωνα με το νόμο, μετά την κατάθεση του καταστατικού του στον Άρειο Πάγο τον Αύγουστο του 2012».
Ποιος ήταν ο σκοπός της εγκληματικής δράσης;
«… είχε σκοπό την αντιμετώπιση δια της βίας των αλλοδαπών , των αντιφρονούντων , αλλά και όσων θεωρούνταν σοβαροί ιδεολογικοί αντίπαλοί της και κατ’ επέκταση τη διάδοση και επιβολή των πολιτικών ιδεών και θεωριών της δια της βίας …εκδηλωνόταν μέσω των Τοπικών Οργανώσεων της και πάντοτε υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της , με βάση οργανωμένο σχέδιο , το οποίο εκτελούσαν τα μέλη των ομάδων κρούσεως , επονομαζόμενα «Τάγματα Εφόδου». Ανάμεσα στους στόχους της βίαιης επιβολής της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής, όπως υποστηρίζει ο εισαγγελέας, αναφέρεται κι ένα κείμενο που κατασχέθηκε και στο αναφέρεται: « Ευελπιστούμε να μπορέσουμε να κάνουμε μία μέρα το Ελληνικό Κράτος λειτουργικό , όπως είναι η Χρυσή Αυγή , όπου η θέληση του Αρχηγού επιβάλλεται και εφαρμόζεται άμεσα , χωρίς παρεκκλίσεις και χωρίς ενδοιασμούς»
Ο αρχηγός Νίκος Μιχαλολιάκος,η σύζυγος Ελένη Ζαρούλια, ο υπαρχηγός Χρήστος Παππάς και όλα τα πρωτοκλασάτα στελέχη, βουλευτές, για τον εισαγγελέα, ήταν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν τα απλά μέλη ως άβουλα πλάσματα
«Τα άτομα αυτά…χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση, πειθήνια και άβουλα όργανα των κομματικών επιταγών των ηγετικών στελεχών, έσπευδαν για την εκτέλεση των πάσης φύσεως εντολών, έναντι οποιουδήποτε κόστους και τιμήματος, έτοιμα και πρόθυμα να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές, υποδυόμενοι τους στρατιώτες σε μία φανταστική μάχη, έχοντας γαλουχηθεί και πεισθεί ότι ενεργούσαν σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα ή το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Μάλιστα, τηρούσαν και όλους τους κανόνες μυστικότητας για να μην στοχοποιηθεί το κόμμα: «Προς αποφυγή οποιασδήποτε ανάμειξης του κόμματος στην εγκληματική δράση των μελών του , δεν υπήρχαν κατάλογοι αυτών , αλλά μόνο κάρτες. Οι κάρτες αυτές έφεραν μόνο « κωδικό αριθμό » και όχι τα στοιχεία της ταυτότητας των κατόχων τους , ενώ απαγορευόταν η επίδειξή τους σε οποιονδήποτε τρίτον. Συνεπώς , ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων – ηγετικών στελεχών της εγκληματικής οργάνωσης ότι δράστες συγκεκριμένων εγκληματικών ενεργειών δεν είναι μέλη του κόμματος και συνεπώς , δεν ευθύνεται το κόμμα για τις εγκληματικές πράξεις τους , είναι παραπειστικός».
Οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων επιβεβαιώνονται, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, από τα φωτογραφικά ντοκουμέντα και το σύνολο του ανακριτικού υλικού που περιλαμβάνει η ογκωδέστατη δικογραφία. Το φερόμενο οπλοστάσιο της ΧΑ μπορεί να μη βρέθηκε αλλά ο κ. Ντογιάκος επισημαίνει ότι «αποδεικνύεται , χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία , η παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών από το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα και από μέλη του , ανεξάρτητα από το γεγονός ότι , παρά τις εκτεταμένες και επίμονες έρευνες , δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστεί από τις αρμόδιες Αρχές.»
Ο εισαγγελέας θεωρεί ότι ο ισχυρισμός των βουλευτών πως δεν γνώριζαν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς οι ίδιοι ήταν πολλές φορές επικεφαλής των ταγμάτων εφόδου. Παράλληλα επισημαίνει ότι κανείς δεν αντέδρασε έστω και στοιχειωδώς στην τέλεση σοβαρών εγκλημάτων ενώ θεωρεί προσχηματική και την καταδίκη της δολοφονίας Φύσσα υπό το βάρος των καταιγιστικών δικαστικών εξελίξεων αφού όπως υπογραμμίζει τα στοιχεία «δείχνουν» πως το θύμα είχε στοχοποιηθεί.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, οι εμπρηστικές δηλώσεις, δημόσιες και μη, του αρχηγού, των βουλευτών και στελεχών της Χρυσής Αυγής ήταν αυτές που διαμόρφωναν το υπόβαθρο για τις άγριες επιθέσεις των ταγμάτων ασφαλείας σε αλλοδαπούς και πολιτικούς αντιπάλλους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «η άκρως επιθετική έως εγκληματική νοοτροπία η οποία δημιουργήθηκε με βάση αυτές , ασφαλώς και επηρέασαν καθοριστικά ορισμένα από τα στελέχη , μέλη , οπαδούς και φίλους του στην απόφασή τους να πλήξουν , κατά κύριο λόγο , τους διαβιούντες στη χώρα αλλοδαπούς , αλλά και πολιτικούς αντιπάλους τους. Οι καθοδηγητές τους , κήρυκες του μίσους και εμπρηστές της κοινωνικής και πολιτικής ομαλότητας , υποβίβασαν , τεχνηέντως , ορισμένες κατηγορίες ατόμων σε « υπανθρώπους » και γενικότερα σε κατώτερα ανθρώπινα όντα. Με τον τρόπο αυτό σκόπευαν και εν πολλοίς , πράγματι , πέτυχαν , οι δράστες των εγκληματικών πράξεων που έχουν διερευνηθεί και καταγραφεί , να είναι πλήρως αποδεσμευμένοι ηθικά , χωρίς κανένα φραγμό , απολύτως ελεγχόμενοι από το κόμμα και τα ιδεολογικά όργανά του και έτσι , χωρίς καμία απολύτως περίσκεψη, να διαπράξουν εξαιρετικά σοβαρές αξιόποινες πράξεις σε βάρος των στοχοποιημένων ατόμων ή και ομάδων ατόμων, τα οποία οι ίδιοι οι δράστες δεν γνώριζαν σχεδόν καθόλου και ουδεμία προσωπική διαφορά είχαν μαζί τους.»