«Είμαι δικός σας, μην το πείτε πουθενά», φέρεται να είπε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ο Γιώργος Ρουπακιάς, όπως προκύπτει από την περιγραφή των όσων συνέβησαν εκείνη τη μοιραία νύχτα στο Κερατσίνι που περιλαμβάνεται στην ογκώδη (περίπου 700 σελίδες) πρόταση του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου προς το Συμβούλιο Εφετών για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης.
Όπως αναφέρεται στην αφήγηση του περιστατικού, το μοιραίο βράδυ τρία μέλη της Χρυσής Αυγής βρίσκονταν στην ίδια καφετέρια με τον Παύλο Φύσσα, και ένας εξ αυτών, ο Γιάννης Άγγος, ειδοποίησε μέσω του κινητού του τον Γιάννη Καζαντζόγλου, μέλος του πενταμελούς συμβουλίου της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας, υπεύθυνο πολιτικής δράσης της και επικεφαλής των “ένστολων” μελών της “ασφαλείας” αυτής, για την παρουσία στο συγκεκριμένο χώρο του Παύλου Φύσσα και της παρέας του και ζήτησε την παρέμβασή του. Ο Γιάννης Καζαντζόγλου, με τη σειρά του, ενημέρωσε αμέσως τον Γιώργο Πατέλη και στη συνέχεια, μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας, τον οποίο χειριζόταν αποκλειστικά ο ίδιος, έστειλε μήνυμα sms στα μέλη της ασφάλειας της Τοπικής, με το εξής περιεχόμενο – εντολή: «ΟΛΟΙ ΤΩΡΑ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ. ΟΣΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΚΟΝΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ. ΤΩΡΑ», με συνέπεια να ενεργοποιήσει τα «Τάγματα Εφόδου», στα πλαίσια και σε εκτέλεση των γενικότερων εντολών του επίσης κατηγορουμένου Ιωάννη Λαγού.
Με τον τρόπο αυτό κινητοποιήθηκαν όλοι, σχεδόν, οι αποδέκτες του εν λόγω μηνύματος, οι οποίοι έφθασαν έξω από τα γραφεία της Τοπικής Οργάνωσης σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, περίπου δέκα – δεκαπέντε λεπτών, υπακούοντας στην παραπάνω εντολή, χωρίς την οποιαδήποτε αντίδραση ή ερώτηση για το σκοπό της κινητοποίησης σε τόσο προχωρημένη ώρα, σε εργάσιμη ημέρα. Τα άτομα αυτά, περίπου σαράντα, επέβαιναν σε δίκυκλες μοτοσικλέτες και ήταν εφοδιασμένα με κράνη, κοντάρια, σιδερογροθιές, ενώ άλλοι πήγαν με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα. Όλοι μαζί, εν πομπή και προπορευομένων των μοτοσυκλετών ξεκίνησαν, ως «Τάγμα Εφόδου», με κατεύθυνση το Κερατσίνι και προορισμό την καφετέρια «ΚΟΡΑΛΛΙ».
Όπως προκύπτει από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, τρία τουλάχιστον άτομα με μαύρα ρούχα, παντελόνια παραλλαγής, άρβυλα και ξυρισμένα κεφάλια, στέκονταν όρθια ακριβώς απέναντι από την είσοδο της καφετέριας και ανέμεναν την έξοδο του Παύλου Φύσσα. Το ένα εξ αυτών κρατούσε στα χέρια του ένα στειλιάρι, το άλλο ένα ρόπαλο και το τρίτο μία σιδερογροθιά, ενώ τα δύο φορούσαν κουκούλες τύπου full face και κοιτούσαν με απειλητικές διαθέσεις προς την είσοδο της καφετέριας.
Μετά το τέλος του ποδοσφαιρικού αγώνα, περί τις 23.30, ο Παύλος Φύσσας και η παρέα του, μεταξύ των οποίων και δύο κοπέλες, βγήκαν από την καφετέρια και αντίκρυσαν τα άτομα αυτά, τα οποία έδειχναν να έχουν απειλητική σε βάρος τους διάθεση. Λίγα λεπτά αργότερα, άλλη μία ομάδα τριάντα περίπου ατόμων, κοντοκουρεμένων, ντυμένων με ομοιόμορφα μαύρα ρούχα και κρατώντας επίσης μαδέρια, βρισκόταν λίγο πιο πέρα, στη διασταύρωση της οδού Παύλου Μελά με την οδό Κεφαλληνίας, κάποιοι δε από αυτούς κρατούσαν και κράνη, ενδεικτικό του ότι είχαν πάει εκεί επιβαίνοντας σε μηχανές.
Στη θέα των εν λόγω ατόμων, η παρέα του Παύλου Φύσσα κινήθηκε επί της οδού Κεφαλληνίας με κατεύθυνση τη Λεωφόρο Παναγή Τσαλδάρη. Ενώ είχαν ήδη απομακρυνθεί και είχαν φθάσει στη λεωφόρο και χωρίς να προηγηθεί οποιοδήποτε σοβαρό περιστατικό ή να δοθεί κάποια σοβαρή αφορμή, ξαφνικά τα μαυροφορεμένα άτομα-μέλη του «Τάγματος Εφόδου” που βρίσκονταν επί της οδού Παύλου Μελά, με φωνές και ύβρεις όπως π.χ. «νάτους, αυτοί είναι», «θα σας γ…με μ…ανα, πού πάτε;», «κότες, ελάτε θα σας σκοτώσουμε, θα σας σφάξουμε, θα πεθάνετε», «πάμε να τους γ…με», τρέχοντας, κινήθηκαν συντεταγμένα και μέσω της οδού Κεφαλληνίας έφθασαν στη Λεωφόρο Π. Τσαλδάρη, όπου ήδη βρίσκονταν ο Παύλος Φύσσας και οι υπόλοιποι φίλοι του, αγνοώντας ακόμη και τους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙ.ΑΣ, οι οποίοι είχαν μόλις προστρέξει, μετά από εντολή του Κέντρου, οι οποίοι και ακολούθησαν τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Τότε, τόσο τα άτομα αυτά, τα οποία βρίσκονταν εξαρχής επί της οδού Π. Μελά, όσο και εκείνα τα οποία εμφανίστηκαν κατ’ ευθείαν και για πρώτη φορά στη Λεωφόρο Παναγή Τσαλδάρη με μηχανάκια και αυτοκίνητα, φορώντας επίσης μαύρα ρούχα, παντελόνια παραλλαγής, με ξυρισμένα κεφάλια και κράνη και μερικοί εξ’ αυτών κρατώντας ρόπαλα, συνενώθηκαν και έγιναν μία ομάδα. Φωνάζοντας δε «Εκεί είναι τα μ…ιά, να τους γ…ουμε», καθώς και διάφορα άλλα παρόμοια συνθήματα, επετέθησαν στον Παύλο Φύσσα καθώς και σε δύο από τους φίλους του, οι οποίοι είχαν παραμείνει στο σημείο εκείνο, καθόσον οι λοιποί είχαν ήδη απομακρυνθεί τρέχοντας, με προτροπή του Παύλου Φύσσα, για να σωθούν και κρύφτηκαν στα γύρω στενά.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης και ενώ ουσιαστικά είχαν εξουδετερωθεί από τα χτυπήματα των επιτιθέμενων ατόμων οι δύο φίλοι του, εμφανίστηκε στη Λεωφόρο Π. Ταλδάρη με το αυτοκίνητό του ο Γιώργος Ρουπακιάς. Στάθμευσε στο μέσον αυτής, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, στο ύψος του αριθμού 62, πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο Παύλος Φύσσας και με γρήγορες κινήσεις, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι δύο – τρία μέλη της Χρυσής Αυγής είχαν επιτεθεί και κρατούσαν τον Παύλο Φύσσα, με ένα μαχαίρι που κρατούσε ήδη πριν ακόμη βγει από το αυτοκίνητο, όπως ομολόγησε κατά τη συμπληρωματική απολογία του ενώπιον της Ειδικής Ανακρίτριας – Εφέτη, επιτέθηκε κατ’ αυτού, από τον οποίο τον χώριζε πολύ μικρή απόσταση ολίγων βημάτων. Αγκαλιάζοντάς τον, κατά τρόπο τινά, τον έπληξε δύο φορές στο αριστερό ημιθωράκιο, στο ύψος της καρδιάς και μία φορά στο μηρό και επέστρεψε στο αυτοκίνητό του, επιχειρώντας να διαφύγει. Πριν όμως το επιτύχει, αστυνομικοί που είχαν ήδη φθάσει στο σημείο και μετά από υπόδειξη του ίδιου του τραυματία Παύλου Φύσσα, ο οποιος ήταν ακόμα εν ζωή, συνέλαβαν το δράστη, ο οποίος είχε ήδη εισέλθει στο αυτοκινητό του και προσπαθούσε να ξεκινήσει. Μάλιστα δε, δίπλα στον μπροστινό αριστερό τροχό του αυτοκινήτου του, βρέθηκε και κατασχέθηκε το μαχαίρι, ήτοι ένα αναδιπλούμενο μαχαίρι, τύπου στιλέτο, με ξύλινη επένδυση στη λαβή του, με το οποίο μόλις είχε πλήξει τον Παύλο Φύσσα και το οποίο είχε πετάξει έξω από το αυτοκίνητο.
Ο Γιώργος Ρουπακιάς, κατά τις διαδοχικές απολογίες του, ισχυρίστηκε ότι «δεν γνώριζα τον Φύσσα, ούτε είχα προσωπικές διαφορές με αυτόν … κοίταξα τον Παύλο Φύσσα που σημειωτέον δεν τον γνώριζα και δεν τον είχα ξαναδεί στη ζωή μου…». Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί δεν αποτελούν λογική εξήγηση της εγκληματικής πράξεώς του, δηλαδή μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να δολοφονήσει έναν άνθρωπο τον οποίο ουδόλως γνωρίζει. Ο προστατευόμενος μάρτυρας “Γ”, μεταξύ των άλλων, κατέθεσε “Ξέρω όμως ότι ο Π. Φύσσας ήταν στόχος της Χρυσής Αυγής στην περιοχή του Πειραιά και υπήρχε κεντρική εντολή από το βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ιωάννη Λαγό να τον φάνε όπου τον βρούνε, εν γνώσει του Ηλία Κασιδιάρη και πάντοτε με την έγκριση του Νίκου Μιχαλολιάκου». Περαιτέρω, όπως κατέθεσαν δύο άλλοι μάρτυρες, όταν έφτασε ο Ρουπακιάς στην περιοχή με το αυτοκίνητό του, ρωτούσε πού βρίσκεται η οδός Κεφαλληνίας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει την άποψή ότι γνώριζε ποιος ήταν ο «στόχος» του. Επίσης, ο αστυνομικός Γεώργιος Ρώτας, κατά την ένορκη κατάθεσή του, μεταξύ των άλλων, κατέθεσε ότι “την ώρα που ρώτησα τον ΡΟΥΠΑΚΙΑ «γιατί τον χτύπησες;» εκείνος μου απάντησε «Γιατί χτύπησε κάτι δικούς μου». Πανομοιότυπη δε είναι και η ένορκη κατάθεση του Αστυνομικού Νικολάου Ντάφου, ο οποίος κατέθεσε ότι «κατά τη διάρκεια της διαδρομής για το Αστυνομικό Τμήμα τον ενημέρωσα για τους τρόπους που συλλέξαμε το μαχαίρι και του είπα αν έχει τα αποτυπώματά του και έχει μαχαιρώσει αυτός τον τραυματία, θα βρεθεί και καλό είναι να το ομολογήσει. Η απάντηση του προσαχθέντος, δηλαδή του Ρουπακιά, ήταν «ναι εγώ τον μαχαίρωσα, γιατί τα άτομα αυτά επιτέθηκαν σε κάποιον δικό μας πριν από κάποια ώρα εντός του καταστήματος ΚΟΡΑΛΛΙ». Όμως ο ισχυρισμός αυτός περί επεισοδίου σε βάρος μελών της Χρυσής Αυγής, εντός της καφετέριας κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής μετάδοσης του ποδοσφαιρικού αγώνα, ουδόλως επιβεβαιώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και ενισχύει την άποψη ότι ο δράστης ενήργησε στοχευμένα σε βάρος του θυματος.
Σημειώνεται επίσης ότι, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Αστυνομικών που τον συνέλαβαν καθώς και αυτών που τον μετέφεραν με το περιπολικό στο Αστυνομικό Τμήμα, ο Γεώργιος ΡΟΥΠΑΚΙΑΣ ήταν απολύτως νηφάλιος και ψυχρός, μάλιστα δε μέσα στο περιπολικό που τον μετέφερε, αφού ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι αυτός ήταν ο δράστης του εγκλήματος, στη συνέχεια είπε “Είμαι δικός σας, μην το πείτε πουθενά”. Σε ερώτηση δε του αστυνομικού Ντάφου τι εννοούσε, λέγοντας ότι “Είμαι δικός σας”, ο Γιώργος Ρουπακιάς απάντησε ότι ήταν της Χρυσής Αυγής, αλλά να μην το πουν πουθενά. Σύμφωνα με τις ως άνω καταθέσεις των αστυνομικών αυτών, οι τελευταίοι ενημέρωσαν αμέσως για την ταυτότητα του δράστη, καθώς και για το γεγονός ότι αυτός ανήκε στη Χρυσή Αυγή. Περαιτέρω προέκυψε ότι μόλις ο Ρουπακιάς έφθασε με το αυτοκίνητό του στην οδό Π. Τσαλδάρη, το άφησε πρόχειρα στη μέση του οδοστρώματος και με γρήγορες κινήσεις στράφηκε αμέσως εναντίον του θύματος, χωρίς να ρωτήσει κανέναν από τους παρευρισκόμενους ποιος ήταν ο Παύλος Φύσσας. Επομένως, δεν κρίνεται αληθινός ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του ότι «δεν γνώριζα τον Φύσσα». Από τα στοιχεία της ανακρίσεως προκύπτει ότι ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση ή αντιπαλότητα με το θύμα, αλλά η παραπάνω εγκληματική ενέργειά του αποτελούσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής. Πληροφορήθηκε, πιθανότατα, την ταυτότητα του υποψήφιου θύματός του, κατά τη διαδρομή με το αυτοκίνητό του από τα γραφεία της Τοπικής Οργάνωσης της Νίκαιας στον τόπο του εγκλήματος.