Ο υφυπουργός Εξωτερικών και αρμόδιος σε θέματα Αποδήμου Ελληνισμού, Κυριάκος Γεροντόπουλος, θέτει ως βασικό επόμενο στόχο την ενεργοποίηση των αποδήμων Ελλήνων στο εξωτερικό, «οι οποίοι πραγματικά είναι πετυχημένοι»,σε συνέντευξή του στη Web TV του ΑΠΕ-ΜΠΕ, στην οποία αναφέρεται στο Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού (ΣΑΕ), τα προγράμματα φιλοξενίας, την Παιδεία, την κατάσταση στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τα Πατριαρχεία στις φλεγόμενες ζώνες.
«Αμφιβάλω αν άλλη εθνότητα έχει τόσο πετυχημένους απόδημους», λέει και εξηγεί τη σημασία που έχει η αξιοποίησή τους.
«Μας έχουν βοηθήσει μέχρι τώρα για να αλλάξει η εικόνα της Ελλάδος στο εξωτερικό, μπορούμε ακόμα περισσότερο να τους αξιοποιήσουμε, αφού βεβαίως και εμείς ως χώρα τους δίνουμε τις κατευθύνσεις. Οι ίδιοι είναι διατεθειμένοι να κάνουν πολλά για μας, αρκεί κι εμείς να ξέρουμε πού στοχεύουμε και πώς μπορούμε, με αυτούς τους ανθρώπους, να συνεργαζόμαστε. Το ΥΠΕΞ είναι ανοιχτό σε αυτούς τους ανθρώπους, ο οποιοσδήποτε, μεμονωμένος ή ως κοινότητα, βρίσκεται στην Αθήνα, μπορεί να έρθει στο γραφείο μου χωρίς κανένα ραντεβού να συζητήσουμε τα προβλήματά τους και να δώσουμε λύσεις όπου μπορούμε».
Σχετικά με το προσχέδιο νόμου του ΣΑΕ, ο κ. Γεροντόπουλος τονίζει ότι «έχει προχωρήσει κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος» κι έπειτα από λεπτομερείς συζητήσεις βρίσκεται στο τελικό στάδιο, εν αναμονή των τελευταίων προτάσεων των κομμάτων, πριν κατατεθεί στη Βουλή.
«Έχω πει ότι το θέμα αυτό είναι μεγάλο και δεν μπορεί να μπει στα στενά παπούτσια κανενός κόμματος. Είναι ένα ζήτημα το οποίο θέλω όταν θα έρθει στη Βουλή να μπορέσει να πάρει τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία, γιατί απόδημοι υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, ξεπερνούν οπωσδήποτε τον βίο μιας κυβέρνησης. Γι αυτό τον λόγο δεν θέλω να κάνουμε πράγματα βεβιασμένα τα οποία θα δημιουργήσουν προβλήματα αντί να λύσουν».
Ερωτηθείς για τα προγράμματα φιλοξενίας που άρχισαν να κινούνται φέτος, έπειτα από μια πενταετία παύσης, ο υφυπουργός διαβεβαίωσε για τη συνέχιση και τον εμπλουτισμό τους:
«Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα που βάλαμε με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και μπορέσαμε να υλοποιήσουμε τέσσερα προγράμματα, κυρίως αυτό που ήταν για την επιμόρφωση των δασκάλων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Είχαν μεγάλη επιτυχία και, βεβαίως, σκοπεύουμε να τα συνεχίσουμε. Έχω πει ότι ενώ πέρσι τις διαδικασίες τις είχαμε ξεκινήσει από τον Φεβρουάριο, φέτος θα ξεκινήσουμε άμεσα, έτσι ώστε να αποσταλούν οι προσκλήσεις στο εξωτερικό για να ξέρουν από τώρα να προγραμματίσουν οι ομογενείς για το ερχόμενο καλοκαίρι. Όμως, εκτός από αυτό, σκοπεύουμε και μέσα στον χειμώνα για τις χώρες του νοτίου ημισφαιρίου να κάνουμε προγράμματα, αλλά και να δούμε πώς μπορεί να γίνει και με ανταλλαγή φιλοξενουμένων, δηλαδή, το πώς θα μπορέσουν κάποιοι να φιλοξενηθούν σε κάποια σπίτια εδώ και στο εξωτερικό με ανταλλαγή».
Αναφορικά με την Παιδεία των ομογενών, ο κ. Γεροντόπουλος τόνισε:
«Παρόλη την κρίση και τις μειώσεις που έγιναν, διαπιστώνουμε ότι το υπουργείο Παιδείας σε σχέση με εμάς έχει καλύψει ένα μεγάλο μέρος των αναγκών μας. Βεβαίως, οι ανάγκες είναι πάντοτε πολλές… και εμείς δίνουμε πάντα βάρος στις περιοχές που έχουν προβλήματα».
Πρόσθεσε, ωστόσο, πως «με τα πενιχρά οικονομικά μας, εκείνο που μπορούμε να στηρίξουμε είναι πρώτα τις έδρες των ελληνικών σπουδών, όπου υπάρχουν και τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι δεν ζητούν τίποτα περισσότερο από το να τους στείλουμε έναν προτζέκτορα, κάποια βιβλία ή να κάνουμε κάποια εκδήλωση, όπως πέρσι για παραδειγμα για τον Καβάφη. Προσπαθούμε να είμαστε πάντα ως χώρα παρούσα και επίσης προσπαθούμε να βοηθήσουμε και τις εκκλησίες μας γιατί αποτελούν πυλώνες για τον ελληνισμό».
Σχετικά με τους ομογενείς της Ουκρανίας που ξεπερνούν τις 100.000, ο κ. Γεροντόπουλος επισήμανε ότι από την πρώτη στιγμή βρίσκεται σε στενή επαφή όχι μόνο με εκείνους, αλλά και με την ουκρανική Πολιτεία, διαβεβαιώνοντας ότι «έως τώρα δεν υπάρχει ούτε ένα αίτημα ομογενή, ο οποίος θέλει να έρθει στην Ελλάδα».
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται από το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και τον ίδιο, και στη Μέση Ανατολή.
Ενώ όπως σημείωσε: «Έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα πατριαρχεία μας στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να σας πω ότι το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στη Γάζα άνοιξε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια μας, για να μπορέσουν κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης πριν από μερικές εβδομάδες να μπουν οικογένειες και να στεγαστούν εκεί. Έχουμε σήμερα ευχαριστήριες επιστολές από αυτούς που βρήκαν καταφύγιο, προς τον πατριάρχη. Θεάρεστον έργο, κάτι το οποίο αναγνωρίζεται σήμερα από όλους. Και πρέπει να σας πω ότι δεν υπήρξε καμία προσπάθεια εισβολής μέσα σε δικά μας μοναστήρια, ή μέσα στις δικές μας εκκλησιές».