Μετά την ανάληψη των καθηκόντων από τον πρόεδρο Μπάιντεν φάνηκε ότι όλα αλλάζουν στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Έχει δηλωθεί ξεκάθαρα από τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ ότι η Τουρκία θα πρέπει να σταματήσει να «πατάει σε δυο βάρκες».
Γράφει ο Αθανάσιος Παπανικολάου*
Τα τελευταία πέντε χρόνια οι σχέσεις της Ρωσίας με την Τουρκία, κινούνται σε ένα πεδίο ελεγχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων και ταυτόχρονης σύμπλευσης, απέναντι στα συμφέροντα της Δύσης, κάτι το οποίο διαμορφώθηκε με την ανοχή του Τραμπ.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν εκμεταλλεύεται την έκρηξη ισλαμοεθνικιστικής μεγαλομανίας του Ερντογάν με ικανοποίηση, καθότι προκαλείται ρήγμα στη Δύση και στο ΝΑΤΟ που συμφέρει τη Ρωσία. Η αλαζονεία και η μεγαλομανία του Τούρκου προέδρου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική σχέση του με τον Τραμπ και την εχθρότητα που έδειχνε ο Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε. αλλά και τους διακρατικούς και υπερεθνικούς θεσμούς.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει βαθιά γνώση των θεμάτων που αφορούν στην ανατολική Μεσόγειο και στη μέση Ανατολή και γνωρίζει πάρα πολύ καλά τον Ερντογάν. Είναι βέβαιο ότι η προσπάθεια του αρχικά θα είναι να συμμορφώσει την Τουρκία και να την επαναφέρει στο δρόμο της Δύσης, διαφορετικά δεν θα διστάσει να επιβάλει τις κυρώσεις που ο νόμος Caatsa προβλέπει για τους S-400, το αποτέλεσμα των οποίων θα είναι καταστρεπτικό για τη χώρα, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης.
Η συμμόρφωση βέβαια είναι δύσκολη και θα φέρει τον Ερντογάν σε αδιέξοδο, καθόσον έχει καλλιεργηθεί ήδη στην Τουρκία ευρύ αντιαμερικανικό και αντιευρωπαϊκό κλίμα. Η προσπάθεια ανοίγματος που επιχειρεί ο Ερντογάν προς την Ε.Ε. φαίνεται δεν έχει βάθος και ειλικρίνεια και γίνεται μόνο για την αποφυγή οικονομικών κυρώσεων και τη στήριξη της καταρρέουσας οικονομίας του. Αν κάνει στροφή στη πολιτική του, θα έρθει αντιμέτωπος με τον Μπαχτσελί, ηγέτη των Γκρίζων λύκων με τον οποίο ουσιαστικά συγκυβερνά και θα υπάρξει κυβερνητική κρίση, με μοιραίο ενδεχομένως αποτέλεσμα για τον ίδιο τον Ερντογάν.
Σε αυτή τη συγκυρία οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ελλάδα σαν την μοναδική δύναμη σταθερότητας και εμπιστοσύνης στην οποία μπορούν να στηρίζονται στην ανατολική Μεσόγειο, με αποτέλεσμα αυτό να αποβεί καθοριστικός παράγοντας σε περίπτωση «στραβοτιμονιάς» της Τουρκίας. Παρά τις διακηρύξεις και τις προσπάθειες επίδειξης ισχύος με τη συμμετοχή σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις, οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν είναι Συρία, Λιβύη ή Αρμενία. Είναι μία χώρα μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις (περισσότερο ισχυρές μετά τις τελευταίες αγορές αμυντικών συστημάτων) και με δυνατούς πλέον διμερείς δεσμούς με τις ΗΠΑ.
Το ξεκίνημα και η σταδιακή υλοποίηση και ισχυροποίηση στρατηγικών συμμαχιών μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου, Η.Α.Ε. και Σαουδικής Αραβίας υπό τη σκέπη και παρότρυνση των ΗΠΑ , δίδει στον Μπάιντεν τη δυνατότητα κάλυψης του στρατηγικού κενού που άφησε η διακυβέρνηση Τραμπ, το οποίο μέχρι σήμερα προσπαθεί η Τουρκία να συμπληρώσει σε συνεννόηση με την Ρωσία.
Ο Ερντογάν υπό το βάρος των άμεσων ή έμμεσων πιέσεων που δέχεται (κυρίως από τις ΗΠΑ), αναγκάστηκε να περιορίσει τις προκλήσεις και επιθετικές ενέργειες και έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει ραγδαία αλλαγή στρατηγικού πλαισίου αναφοράς εις βάρος της Τουρκίας με την Ελλάδα πλέον να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.
Η στροφή της τουρκικής κοινωνίας, σε κοινωνία ισλαμικής διακυβέρνησης από τον Ερντογάν , η απομάκρυνση από την δυτικόφιλη εκκοσμίκευση του Ατατούρκ και η θρησκευτική και ιδεολογική ταύτιση με τους αδελφούς μουσουλμάνους, φέρνει την Τουρκία καθαρά απέναντι στις ΗΠΑ και αυτό είναι σαφώς προς όφελος της Ελλάδας.
Ο Μπάιντεν ήταν και παραμένει υποστηρικτής των Κούρδων για τους οποίους θεωρεί ότι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας στην περιοχή της μέσης Ανατολής. Η συνέχιση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίον των Κούρδων εντός και εκτός της Τουρκίας θα προκαλέσει τριβές και εντάσεις με τους αμερικανούς καθώς ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι έμπειρος και γνώστης στο πως να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας του και των συμμάχων της όταν αυτά διακυβεύονται.
Η ευαισθησία του Μπάιντεν στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των διεθνών θεσμών και συμφωνιών και το ενδιαφέρον του σε θέματα όπως το ενεργειακό, η κλιματική αλλαγή, η ειρήνη στη Μέση Ανατολή με πίεση προς το Ιράν , θα έχει όφελος για την Ελλάδα η οποία προβάλλεται ως χώρα ήπιας ισχύος, μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., με άριστες σχέσεις με όλους τους γείτονες πλην φυσικά της Τουρκίας. Ταυτόχρονα η επίδειξη σκληρής στρατιωτικής ισχύος από το αναθεωρητικό ισλαμοεθνικιστικό καθεστώς της Τουρκίας που εμφανίζεται σαν απειλή στις γειτονικές χώρες (Αίγυπτο, Ισραήλ, ΗΑΕ, Σαουδική Αραβία) προβάλλει αρνητικά στα μάτια των Δυτικών χωρών και κατακρίνεται.
Τέλος η συνέχιση της κατευναστικής πολιτικής της γερμανικής και άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν, δεν μπορεί άλλο να γίνεται ανεκτή χωρίς να πληρώσουμε όλοι κάποια στιγμή το τίμημα. Η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί μετά από χρόνια ουσιαστικά έμμεσης υποστήριξης από τον προηγούμενο Αμερικανό Πρόεδρο και έχει αποδείξει ότι καταλαβαίνει μόνο τη γλώσσα της ισχύος.
Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ και του Μπάιντεν θα βοηθήσει τους υποστηρικτές του κατευνασμού , να άρουν τους ενδοιασμούς τους απέναντι σε μια Τουρκία, η οποία απειλεί ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο μελών της Ε.Ε. της Ελλάδας και της Κύπρου, με απόλυτη έως τώρα ατιμωρησία.
* Αθανάσιος Παπανικολάου, Αντιπτέραρχος ε.α.