Στη Βουλή παραβρέθηκε την Πέμπτη (30/07) η πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, όπου και πραγματοποίησε ομιλία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων, παρουσία και του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, σε κοινή ειδική συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης και της Υποεπιτροπής για την Καταπολέμηση της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Ανθρώπων.
Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής της, ανέπτυξε πολυδιάστατα το πρόβλημα τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο και υπογράμμισε ότι η εμπορία ανθρώπων δεν συναρτάται μόνο με τη δυσχέρεια της καταστολής του, αλλά και με τις κοινωνικές ανισότητες και προκαταλήψεις, ιδίως τη δική μας ανοχή.
Παράλληλα, επισήμανε την ανάγκη να καλλιεργήσουμε τη συνείδηση της μηδενικής ανοχής στη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα εκμετάλλευσης και να εμπλουτίσουμε την πολιτική μας με πολλαπλές συνέργειες σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης, αυτοδιοίκησης, ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κοινωνίας των πολιτών.
Τόνισε, επίσης, ότι η οικονομική κρίση και η πανδημία του κορονοϊού επιτείνουν τις ανισότητες και δημιουργούν συνθήκες ύφεσης, με αποτέλεσμα την έξαρση της εμπορίας.
Όπως είπε: «Σε συνθήκες ανέχειας, τα θύματα συνιστούν παθητικούς δέκτες της εκμετάλλευσής τους. Άνθρωποι που έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, πολέμους και διωγμούς, και βρίσκονται σε καθεστώς ακραίας ένδειας, γίνονται εύκολα έρμαια κάθε επιτήδειου που τους υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον».
Παρατήρησε, ακόμη, ότι η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών φέρνει στη χώρα μας ακόμη περισσότερους ευάλωτους ανθρώπους, ενώ είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στα θύματα εμπορίας ανθρώπων (trafficking) και εκείνα της παράνομης διακίνησης (smuggling).
Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι «απέναντι στη δήθεν ενσωμάτωση που προσφέρει στους κατατρεγμένους το οργανωμένο έγκλημα, μέσω της στρατολόγησής τους στην παρανομία και την εργασία σε συνθήκες εξαθλίωσης, η Πολιτεία μας οφείλει να προτάξει την προστασία, την περίθαλψη και την αλληλεγγύη προς τα θύματα, καθώς και τη βιώσιμη κοινωνική ενσωμάτωση των πλέον ευάλωτων, όπως οι πρόσφυγες και ιδιαίτερα οι ασυνόδευτοι ανήλικοι».
Στο ίδιο πλαίσιο, σημείωσε ότι σύμφωνα με στοιχεία των διεθνών οργανισμών, υπάρχουν σήμερα 27 εκατομμύρια σύγχρονοι σκλάβοι σε ολόκληρο τον κόσμο και τόνισε ότι ελάχιστα θύματα, διασώζονται από τις αρχές, ενώ εξαιρετικά περιορισμένος είναι και ο αριθμός των δουλεμπόρων που διώκονται και καταδικάζονται.
Μάλιστα, υπενθύμισε ότι «για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο την αποφασιστική αντιμετώπιση μιας διάχυτης «κουλτούρας ατιμωρησίας» απέναντι στο έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων».
«Η αδιαφορία μας είναι η πιο σκληρή υποκρισία και απαξίωση»
Επικαλούμενη στοιχεία διεθνών οργανισμών, υποστήριξε ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί δυστυχώς μια επιχείρηση υψηλής ζήτησης και πρόσθεσε ότι -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- πρόκειται για την τρίτη πιο επικερδή δραστηριότητα μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων.
Αναφερόμενη στο εθνικό νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, τόνισε ότι είναι πλήρως εναρμονισμένο με τις σχετικές διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις και οδηγίες και πρόσθεσε ότι σύμφωνα με την αρχή της παγκόσμιας Δικαιοσύνης, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης της πράξης, ακόμη δηλαδή και αν η πράξη της εμπορίας έλαβε χώρα στην αλλοδαπή.
«Η Ελλάδα, με βάση την Οδηγία 2011/36 (Ν. 4198/2013), συνέστησε στο υπουργείο Εξωτερικών το γραφείο του Εθνικού Εισηγητή για την καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων.
Επίσης, μέσω της εθνικής συντονιστικής της Αρχής για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η χώρα μας συνεργάζεται με όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, τους διεθνείς οργανισμούς και υπηρεσίες που εξειδικεύονται στην αντιμετώπιση του ζητήματος» πρόσθεσε.
Όπως παρατήρησε η κ. Σακελλαροπούλου και σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Στα θύματα της εμπορίας καθρεφτίζεται η μεγαλύτερη παρακμή της ίδιας της ανθρώπινης συνθήκης μας και μάλιστα σε κοινωνίες που κατοχυρώνουν την προστασία των δικαιωμάτων και περιβάλλουν το άτομο με αυξημένες εγγυήσεις ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης».
Υπενθύμισε, επίσης, ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος «προϋποθέτει την καθολική αναγνώριση και την επίγνωση της βαρύτητάς του, ιδίως τη συνειδητοποίηση ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο μακρινό και εξωτικό, αλλά ότι αγγίζει ανθρώπους δίπλα μας, τους πιο ευάλωτους, αδύναμους και άτυχους από εμάς.
Γυναίκες και μικρά παιδιά, μετανάστες και άποροι, γίνονται καθημερινά αντικείμενα διακίνησης, με στόχο τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την καταναγκαστική εργασία, την εξώθηση στην παρανομία και κάθε άλλη μορφή εργαλειοποίησης».
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «η αδιαφορία μας είναι η πιο σκληρή υποκρισία και απαξίωση, όχι μόνο της ζωής των ανθρώπων αυτών, αλλά και της δικής μας ελευθερίας».
Καταλήγοντας τόνισε την ανάγκη να σταθεί σήμερα η Παγκόσμια ημέρα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων αφορμή για τη διαρκή επαγρύπνησή και δέσμευσή μας στον αγώνα κατά της απάνθρωπης εκμετάλλευσης και επισήμανε ότι θεωρεί αυτονόητο, ηθικό, πολιτικό και ανθρώπινο καθήκον της να συνδράμει, με όλες της τις δυνάμεις, σε αυτή την προσπάθεια.
Κλείνοντας τον χαιρετισμό της, επικαλέστηκε τη φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας».