Με την κατηγορηματική διαβεβαίωση του υφυπουργού Παιδείας, Θεόδωρου Παπαθεοδώρου, πως η αξιολόγηση στη σχολική εκπαίδευση δεν πρόκειται να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα ή να οδηγήσει στη μείωση της χρηματοδότησης των υποβαθμισμένων εκπαιδευτικά σχολικών μονάδων, ολοκληρώθηκε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, η συζήτηση του νομοσχεδίου για την Αρχή Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε επί της αρχής και επί των άρθρων από τα κόμματα της συμπολίτευσης.
Ο κ. Παπαθεοδώρου προσδιόρισε τη φύση της Αρχής ως ενός θεσμού εποπτείας της αξιολόγησης που θα αποτελεί αντίβαρο στις «οποιεσδήποτε παρεμβάσεις θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος». Το σύστημα της αξιολόγησης, έτσι όπως προβλέπεται, θα αρχίσει από τα πάνω: Οι αξιολογητές «θα επιμορφωθούν, θα αξιολογηθούν και μετά θα αξιολογήσουν τους υπόλοιπους». Σε περίπτωση που θα υπάρξει αρνητική κρίση για κάποιον εκπαιδευτικό, «αυτός θα έχει και δεύτερη ευκαιρία, ενώ και η αρνητική κρίση θα κινητοποιεί ένα μηχανισμό επιμόρφωσης για τον εκπαιδευτικό, διότι δεν μας ενδιαφέρει αυτός να μείνει στάσιμος, αλλά να βελτιωθεί».
Η αξιωματική αντιπολίτευση επέμεινε ιδιαίτερα στην αποσύνδεση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών από τις επιδόσεις των μαθητών τους. Χαρακτηριστικά, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσος Κουράκης, παρατήρησε πως «όταν ένας εκπαιδευτικός διορίζεται σε μια περιοχή, π.χ. στο Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, ή εδώ πέρα στα Λιόσια ή στο Πέραμα, είναι από χέρι καμένος, γιατί οι σχολικές επιδόσεις των μαθητών (αν είναι ένα κριτήριο οι Πανελλήνιες, καταλαβαίνετε ότι θα είναι πάρα πολύ χαμηλές), πολύ μικρή σχέση έχουν με τη μαθησιακή διδασκαλία, εξαρτώνται πάρα πολύ από κοινωνικοοικονομικούς και άλλους παράγοντες – και αυτό είναι αδύνατον να αποτυπωθεί με μια αρνητική κρίση στους καθηγητές και στα σχολεία».
Απαντώντας, ο υφυπουργός Παιδείας υπενθύμισε πως το σύστημα αξιολόγησης ξεκινά από την αυτοαξιολόγηση που γίνεται σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Κύριος παράγων της αυτοαξιολόγησης αυτής, συμπλήρωσε, είναι ο σύλλογος διδασκόντων, ο οποίος αναφέρεται στο εκπαιδευτικό έργο και στο εκπαιδευτικό περιβάλλον του σχολείου. «Κατανοούμε επομένως όλοι, πως αυτός που θα έρθει να αξιολογήσει το μέλος του συλλόγου διδασκόντων, δεν μπορεί να βρει το εκπαιδευτικό περιβάλλον διαφορετικό. Το ίδιο θα διαπιστώσει. Υπάρχει λοιπόν ένα πολύ σημαντικό συγκρίσιμο μέγεθος – και σε περίπτωση αμφισβήτησης, σε περίπτωση προσφυγής ή ένστασης, υπάρχει η Αρχή. Η Αρχή παρέχει θεσμικά εχέγγυα, και ακριβώς λειτουργεί ως αντίβαρο σε οποιεσδήποτε παρεμβάσεις θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος» υπογράμμισε.