Με τη μια ψηφοφορία μετά την άλλη, οι ευρωεκλογές κινητοποιούν όλο και λιγότερο. Κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότεροι από ένας ψηφοφόρος στους δυο προσπερνούν το εκλογικό τμήμα, μια αποχή ιδιαίτερα μεγάλη κυρίως στις ανατολικές χώρες, η οποία επηρεάζει επίσης τις ιδρύτριες χώρες.
Συνεχιζόμενη αύξηση
Το 1979, στις πρώτες ευρωεκλογές, το 38% των ψηφοφόρων δεν είχε προσέλθει στις κάλπες. ‘Εκτοτε η αποχή αυξανόταν για να κλιμακωθεί στο 57,4% στις τελευταίες ευρωεκλογές το 2014.
Παραδόξως, η αποχή αυξήθηκε ταυτόχρονα με τις εξουσίες του Κοινοβουλίου. Το σώμα αυτό, του οποίου οι εξουσίες ήταν πολύ περιορισμένες το 1979, είναι στο εξής συνομοθέτης σε ορισμένο αριθμό θεμάτων και ισότιμο με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια μακρινή Ευρώπη
Σχεδόν στο σύνολο των χωρών, η αποχή είναι υψηλότερη στις ευρωπαϊκές παρά στις βουλευτικές εκλογές.
«Η διαφορά είναι κατά μέσο όρο 25 μονάδες και παρατηρείται στις δυτικές χώρες όπως και στις ανατολικές» σημειώνει ο Ολιβιέ Ρόζενμπεργκ καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι.
Είναι ένα «φυσιολογικό φαινόμενο για εκλογές που διεξάγονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, δηλαδή λιγότερο κοντά στους πολίτες σε σχέση με το εθνικό και το τοπικό επίπεδο» εκτιμά το Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ, κέντρο έρευνας που ίδρυσε ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γάλλος Ζακ Ντελόρ, σε ένα υπόμνημα που δημοσιεύτηκε το 2014.
Τον Σεπτέμβριο του 2018, μόνο το 48% των Ευρωπαίων είχε την αίσθηση ότι η φωνή του μετρά στους κόλπους της ΕΕ, έναντι 62% στη χώρα του, σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Περιορισμός της υποχρεωτικής ψήφου
Το 1979 η ψηφοφορία ήταν υποχρεωτική σε τρεις από τις εννέα χώρες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) -Ιταλία, Βέλγιο-Λουξεμβούργο- που συγκέντρωναν το ένα τέταρτο (26%) του εκλογικού σώματος.
Η αναλογία αυτή έπεσε περίπου στο 5% από τότε που για την Ιταλία η ψήφος έπαψε να είναι υποχρεωτική τη δεκαετία του 1990, κάτι που «πιθανόν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μείωση του ποσοστού της συνολικής συμμετοχής» στις ευρωεκλογές, ανέφερε η ανάλυση του Ινστιτούτου Ντελόρ το 2014.
Εντούτοις η υποχρεωτική ψήφος δεν εγγυάται πάντα μια ισχυρή συμμετοχή, καθώς ψηφοφόροι δεν διστάζουν να παραβιάσουν τον νόμο.
Αν η αποχή παραμένει πολύ χαμηλή στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (μεταξύ 10% και 15%), έφθασε το 2014 στην Ελλάδα το 40% και στην Κύπρο το 56%.
Για τις εκλογές του Μαΐου πέντε χώρες εφαρμόζουν την υποχρεωτική ψήφο: το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Κύπρος και το Λουξεμβούργο.
Ποσοστό ρεκόρ στις ανατολικές χώρες
Το 2014 η Σλοβακία έκανε ρεκόρ αποχής με 87%.
Πέρα από αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, υπήρχαν ανάμεσα στις 12 χώρες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αποχή, δέκα χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Είναι οι νέες δημοκρατίες που εντάχθηκαν πρόσφατα στην ΕΕ κατά τις διευρύνσεις του 2004, του 2007 και του 2013, χώρες που ήταν παλαιότερα κομμουνιστικές.
Η πράξη της ψηφοφορίας είναι σε αυτές «λίγο λιγότερο ιερή» από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με τον Ολιβιέ Ρόζενμπεργκ. «Για εμάς, η ψήφος είναι συνώνυμο της δημοκρατίας, ενώ αυτή η σχέση είναι λιγότερο προφανής στις ανατολικές χώρες όπου παραμένει η μνήμη των μη πλουραλιστικών ψηφοφοριών» της κομμουνιστικής εποχής.
Εξάλλου «υπάρχει, στις χώρες αυτές, μεγάλη αστάθεια του κομματικού συστήματος με κόμματα που αλλάζουν όνομα, συμμαχίες κ.λπ. Αυτό δεν ευνοεί την ταύτιση με κάποιο κόμματα και συνεπώς ούτε και τη συμμετοχή στην ψηφοφορία».
Οι ιδρυτικές χώρες δεν είναι απρόσβλητες
Εκτός από το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, οι ιδρυτικές χώρες της Ένωσης βλέπουν επίσης τα ποσοστά αποχής τους να αυξάνονται. Στη Γαλλία και την Ολλανδία, το ποσοστό πέρασε από περίπου 40% το 1979 σε περίπου 60% το 2014. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 14% σε 43% στην Ιταλία, από 34% σε 50% στη Γερμανία.
Η διάβρωση της συμμετοχής δεν αφορά μόνο τις ευρωεκλογές, αλλά και τις εθνικές εκλογές.
Ωστόσο, η αποχή έχει σταθεροποιηθεί από το 2004 στη Γαλλία και τη Γερμανία. «Έγινε ένα βήμα» λέει ο Ρόζενμπεργκ. Αυτό εξηγείται κυρίως, κατά τη γνώμη του, από «τη συνειδητοποίηση των πολιτών, ειδικά με την κρίση, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μέρος του προβλήματος και ίσως της λύσης».