«Οι δύο υποψήφιοι που είναι υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών έχουν ποσοστό κατά 11% παραπάνω από την υποψήφια που είναι του εθνικιστικού μπλοκ», δήλωσε η αρμόδια για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στα Σκόπια, που πρόκρινε στον δεύτερο γύρο τον υποψήφιο του κυβερνητικού Συνασπισμού Στέβο Πεντάροσφσι με ποσοστό 42,72% και την υποψήφια του αντιπολιτευόμενου VMRO- DPMNE Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα με ποσοστό 42,6%.
«Το θεωρώ απίθανο να εκλεγεί, αλλά ακόμη και να έβγαινε, ακόμη κι αν εκλεγεί, όπως η ίδια έχει πει στις ομιλίες της που βρίθουν αντιφάσεων, σε διεθνές επίπεδο δεν μπορεί να κάνει τίποτε (σ.σ. ώστε να ανατραπεί η εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών). Θεωρώ ότι και το VMRO έχει συνειδητοποιήσει ότι ούτε μπορεί να κάνει τίποτε, αλλά ούτε θέλει, γιατί θα έχει και λαϊκή αντίδραση, καθώς όλοι οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας θέλουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας τους, θέλουν το άνοιγμα στον κόσμο, ενώ το κλείσιμο, το ότι δεν είχαν επαφές με την Ελλάδα, στοίχισε και στους ίδιους πάρα πολύ», παρατήρησε η κ. Αναγνωστοπούλου.
Σε ό,τι αφορά το έργο της διυπουργικής επιτροπής για την «ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας», της οποίας είναι η ίδια επικεφαλής, σημείωσε πως για τα προβλήματα που προκύπτουν σε σχέση με προϊόντα -για την επίλυσή τους- συγκροτήθηκε η επιτροπή με θεσμικό τρόπο και με τη συμμετοχή επιχειρηματιών, αλλά και εμπειρογνωμόνων. «Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι τα δικά μας προϊόντα -τα ΠΟΠ, τα ΠΓΕ- είναι απολύτως εξασφαλισμένα. Σε αυτά που μπορεί να υπάρχουν προβλήματα, εκεί θα υπάρχει αυτή η επιτροπή για να δίνει τις λύσεις», εξήγησε. Γνωστοποίησε, δε, ότι αυτήν την εβδομάδα κατατίθενται στη Βουλή οι δύο συμφωνίες που αφορούν το άνοιγμα των δύο νέων διασυνοριακών σταθμών -στη Φλώρινα στην περιοχή του Λαιμού και στην Πέλλα στην περιοχή των Προμάχων.
«Συνεργασία με τη Ρωσία με σεβασμό στις αποφάσεις της ΕΕ»
Ερωτηθείσα, για τα αποτελέσματα της 12ης Μεικτής Διυπουργικής Επιτροπής Ελλάδας-Ρωσίας, που συνεδρίασε στη Θεσσαλονίκη ανέφερε: «Αυτό που διαπιστώσαμε με τον Ρώσο υπουργό είναι ότι δεν υπάρχει ένα εργαλείο, που να βοηθάει τους επιχειρηματίες, να τους φέρνει πιο γρήγορα σε επαφή και με το νομικό πλαίσιο που έχει κάθε χώρα, με την αγορά. Για να επιταχυνθούν οι επενδύσεις που είναι απαραίτητες στη χώρα μας, χρειάζεται ένα εργαλείο ευέλικτο, να είναι κοντά στους επιχειρηματίες. Έτσι αποφασίστηκε αυτή η ομάδα εργασίας, η οποία ήταν υπό διαμόρφωση εδώ και καιρό, αλλά δεν είχε μπει ποτέ με έναν κατηγορηματικό τρόπο ότι τώρα θα συγκροτηθεί».
Σχετικά με τους περιορισμούς που τίθενται στην προώθηση της διμερούς συνεργασίας από τις οικονομικές κυρώσεις που έχει επιβάλει η ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας, η αναπληρώτρια υπουργός διευκρίνισε: «Το ξέρει η ρωσική πλευρά, ότι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι με απόλυτο σεβασμό στη συμφωνία του Μινσκ και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί, είμαστε υποχρεωμένοι ως κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σεβόμαστε αυτό το πλαίσιο. Πέρα όμως από αυτό βρίσκουμε τρόπους συνεργασίας».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στη Ρωσία, μπορούμε όμως να κάνουμε τυποποίηση ή για παράδειγμα η πάρα πολύ σημαντική συμφωνία που υπογράψαμε για τη ναυτιλία και τη ναυτική επισκευαστική, ότι τώρα θα κατασκευάζονται επιβατηγά πλοία αλλά και θα επισκευάζονται στα ναυπηγεία της Σαλαμίνας. Μπορούμε να βρούμε τέτοιους δρόμους και αυτό προσπαθήσαμε», διευκρίνισε.
«Ηθική, πολιτική και οικονομική ουσία στις αξιώσεις για γερμανικές αποζημιώσεις»
Αναφερόμενη στο ψήφισμα που ενέκρινε το ελληνικό κοινοβούλιο για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών η αναπληρώτρια υπουργός επεσήμανε: «Δεν έγινε μόνο για συναισθηματικούς λόγους, έγινε γιατί υπάρχει ουσία, ηθική, πολιτική αλλά και οικονομική. Η Γερμανία αρνείται μέχρι σήμερα ότι υπάρχει οποιοδήποτε ζήτημα τέτοιο. Εμείς όμως και θα το διεθνοποιήσουμε, θα το φτάσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα γίνει ρηματική διακοίνωση το άμεσο επόμενο χρονικό διάστημα για έναν λόγο: Δεν είναι ούτε για να ενοχοποιήσουμε τον γερμανικό λαό, ούτε να φερθούμε άσχημα. Υπάρχει ένα ανοιχτό ζήτημα και για την ιστορία τα 70 χρόνια δεν είναι πολλά». «Οι λαοί», συνέχισε, «πρέπει να στέκονται απέναντι στην ιστορία τους με θάρρος και με τόλμη και να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες αυτής της ιστορίας».
«Βαθιά πολιτική η ψήφος στις ευρωεκλογές»
Σχετικά με το διακύβευμα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου, η κ. Αναγνωστοπούλου τόνισε: «Το κρίσιμο πολιτικό συμπέρασμα που πρέπει να βγει για μένα είναι ότι η Ευρώπη κάνει πια στροφή από τη λιτότητα, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την ακροδεξιά και τον φασισμό που ανεβαίνει. Δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί η ακροδεξιά αποτελεσματικά, αν δεν έχουμε στροφή από τη λιτότητα, δηλαδή αν δεν ανέβουν στην Ευρώπη -και στα κράτη μέλη αλλά και στα κεντρικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δυνάμεις οι οποίες είναι κατά της λιτότητας. Πρέπει να ξέρουμε οι ευρωπαϊκοί λαοί ότι η ψήφος για τις ευρωεκλογές δεν είναι χαλαρή ψήφος, είναι βαθιά πολιτική, γιατί εξαρτάται το μέλλον μας. Και εμείς το ζήσαμε με την κρίση ότι εξαρτάται το μέλλον μας από το τι ηγεσίες υπάρχουν στην Ευρώπη και σε ποια κατεύθυνση».
«Κάνουμε πράξη αυτά που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός»
Ερωτηθείσα σχετικά με την προοπτική υλοποίησης των μέτρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση η κ. Αναγνωστοπούλου επεσήμανε: «Ήδη από το 2015 είπαμε ότι το να βγούμε από τα μνημόνια σημαίνει ένα πράγμα, ότι η χώρα ανάλογα με την ηγεσία που έχει θα κάνει την πολιτική που θέλει. Το είδαμε με τη μη περικοπή των συντάξεων, με τις συλλογικές συμβάσεις, με τον κατώτατο μισθό. Το να μη μειωθεί το αφορολόγητο επίσης θα γίνει πράξη, γιατί έχουμε την ελευθερία να το κάνουμε. Οι 120 δόσεις θα μπούνε στη Βουλή -αμέσως μετά το Πάσχα πιστεύω, άρα λοιπόν έχουμε όλη τη διάθεση, την πολιτική βούληση, για να κάνουμε πράξη αυτά που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, στη ΔΕΘ».
Σε ό,τι αφορά τη στάση των θεσμών έναντι των πολιτικών αυτών διευκρίνισε: «Οι ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είπαν ότι αυτό μπορεί να γίνει, όπως δεν έγινε και η περικοπή των συντάξεων. Γιατί, από τη στιγμή που η χώρα πληροί τους δημοσιονομικούς όρους, για τους οποίους δεσμεύεται, όπως όλα τα κράτη μέλη, το τι οικονομική πολιτική κάνει και προς τα πού κοιτάει, εξαρτάται από την εθνική ηγεσία εδώ, αυτό είναι το σημαντικό».