«Τολμήσαμε να πολεμήσουμε τη συνενοχή του πολιτικού συστήματος και των ιδιοκτησιών των μέσων ενημέρωσης. Τολμήσαμε να εφαρμόσουμε τον νόμο και το Σύνταγμα. Τολμήσαμε να μην συμβιβαστούμε με την άνευ αδείας χρήση των συχνοτήτων, τις δανειοδοτήσεις με “αέρα” και τη γενική ασυδοσία», αναφέρει μεταξύ άλλων σε άρθρο του στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα» ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Νίκος Παππάς.
«Οι αγώνες της κυβέρνησης για τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, παρά τις επιθέσεις που δεχτήκαμε τα τελευταία χρόνια από επιχειρηματικά συμφέροντα και τα κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού, επιτέλους δικαιώνονται. Αν, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από κάτι η επομένη μέρα στο τηλεοπτικό πεδίο, αυτό είναι η νίκη της νομιμότητας», προσθέτει.
Το πλήρες κείμενο του άρθρου του Νίκου Παππά, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, έχει ως εξής:
«Αν συγκρίνει κανείς το τρέχον τηλεοπτικό τοπίο με αυτό του 2015, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν δραματικές μεταβολές. Η νέα πραγματικότητα έχει «ανοιχτή» ΕΡΤ, άδειες και προστασία της εργασίας στα ιδιωτικά κανάλια και, βεβαίως, τηλεόραση για όλους.
Έχουμε, λοιπόν, νέο τηλεοπτικό τοπίο γιατί τολμήσαμε. Τολμήσαμε να πολεμήσουμε τη συνενοχή του πολιτικού συστήματος και των ιδιοκτησιών των μέσων ενημέρωσης. Τολμήσαμε να εφαρμόσουμε τον νόμο και το Σύνταγμα. Τολμήσαμε να μην συμβιβαστούμε με την άνευ αδείας χρήση των συχνοτήτων, όπως ίσχυε επί τριάντα χρόνια, τις δανειοδοτήσεις με «αέρα» και τη γενική ασυδοσία.
Δυστυχώς, η αντιπολίτευση, αντί να ζητήσει μια συγγνώμη για το τοπίο ασυδοσίας που παρέδωσε, πολέμησε με λύσσα τις αναγκαίες θεσμικές τομές. Και εδώ προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα:
- Αλήθεια, τι έγινε με τον αριθμό των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών του πρώτου διαγωνισμού;
- Πού είναι όσοι έβριζαν και βυσσοδομούσαν εναντίον του περιορισμένου αριθμού αδειών;
- Πώς είναι δυνατόν ο αριθμός 4 να είναι «ίδιον δικτατορίας» και το 5 κανονικότητα;
- Εμμένουν στη θέση τους όσοι έλεγαν ότι οι άδειες θα έπρεπε να είναι άπειρες;
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αδειοδότησης των καναλιών, η αντιπολίτευση ενσωμάτωσε στην πολιτική της τη ρητορική των ιδιοκτητών των τηλεοπτικών σταθμών και επιδόθηκε σε μια λυσσαλέα πολεμική. Ειδικά όταν, ως κυβέρνηση, εξαντλούσαμε κάθε δυνατότητα καταβολής τιμήματος για τη χρήση του δημόσιου πόρου, του φάσματος.
Πιο σημαντικό και από το τίμημα είναι όμως το γεγονός ότι η πολιτεία όφειλε να ακολουθήσει τη συνταγματική πρόβλεψη, να ρυθμίσει ένα άναρχο τοπίο, να βάλει κανόνες, να δώσει -μέσω της αρμόδιας Αρχής- τις άδειες και να υπάρχει δυνατότητα ανάκλησής τους αν ο νόμος δεν εφαρμόζεται.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης, η τηλεοπτική αγορά ρυθμίζεται για τα επόμενα δέκα χρόνια. Διασφαλίζονται 400 θέσεις εργασίας ανά σταθμό, σε μια ρύθμιση καθόλου αμελητέα, αν συνυπολογιστεί ότι την επόμενη μέρα θα προχωρήσουν νέες παραγωγές και θα δημιουργηθούν επιπλέον θέσεις εργασίας. Ενώ ζητείται -μέσω πρόβλεψής μας- από τους τηλεοπτικούς σταθμούς να παράγουν πρωτότυπο, ποιοτικό και εξειδικευμένο πρόγραμμα, καθώς και να εκπέμπουν από τεχνικά αναβαθμισμένους χώρους.
Παράλληλα, τα οικονομικά οφέλη για το Δημόσιο εξειδικεύονται σε:
- 175 εκατ. ευρώ, τα οποία θα εισπραχθούν ως τίμημα για τις πρώτες πέντε άδειες.
- 150 εκατ. ευρώ από τον φόρο διαφήμισης, ο οποίος βεβαιώθηκε από το 2015 και ήδη εισπράχθηκε.
- 125 εκατ. ευρώ που θα εισπραχθούν από τον φόρο διαφήμισης την επόμενη δεκαετία.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμηθούμε όσα λησμόνησαν να υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, όπως ο καταλογισμός των τελών χρήσης συχνοτήτων και του ειδικού φόρου διαφήμισης, που προβλέπονταν από το πρώτο μνημόνιο. Είναι προφανές ότι για τα ποσά που δεν εισπράχθηκαν από το 2010 μέχρι το 2014 πρέπει να αναζητηθούν πολιτικές και άλλες ευθύνες.
Η επόμενη μέρα όμως επιτάσσει και την παροχή δικαιώματος πρόσβασης στην πληροφόρηση και την ψυχαγωγία σε χιλιάδες συμπολίτες μας που λόγω της μετάβασης στο ψηφιακό σήμα της Digea είδαν να πέφτει «μαύρο» στις τηλεοράσεις τους.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο του υπουργείου -ως πρωτοβουλία της κυβέρνησης- για την τηλεοπτική κάλυψη 411.000 συμπολιτών μας σε 3.500 «λευκές περιοχές», ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας. Το «μαύρο» στις οθόνες των ανθρώπων αυτών είναι και ένα πολιτικό και οικονομικό δίδαγμα. Ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί από μόνος του και μόνο με τα κριτήρια της κερδοφορίας να αναπτύξει μεγάλες υποδομές με τρόπο βέλτιστο και δίκαιο για την κοινωνία.
Επόμενη μέρα στο τηλεοπτικό τοπίο σημαίνει, ακόμα, «ανοιχτή» και σύγχρονη ΕΡΤ. Η επανεκκίνηση που κάναμε πράξη το 2015 -μετά το «μαύρο»- ολοκληρώνεται με το στήσιμο ενός αυτόνομου ψηφιακού δικτύου μετάδοσης του σήματος της Δημόσιας Τηλεόρασης, με χρόνο λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου του 2019. Μιλάμε για μια ΕΡΤ η οποία απέδειξε ότι καλύπτει τα μεγάλα γεγονότα και πρωτοπορεί τεχνολογικά με την εισαγωγή της υβριδικής τηλεόρασης.
Κλείνοντας, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η απόφαση του ΕΣΡ για την οριστική ανακήρυξη των πέντε αδειούχων αποτελεί σταθμό στα τηλεοπτικά πράγματα. Σε πείσμα πολλών, εξαλείφει την ανομία δεκαετιών, ενώ συγχρόνως αποτελεί βαθιά μεταρρυθμιστική τομή. Το επόμενο διάστημα και με δεδομένο χρονοδιάγραμμα, οι ιδιοκτησίες των πέντε σταθμών οφείλουν να εκπληρώσουν τις επιταγές του νόμου, οι οποίες θα ελεγχθούν από το ΕΣΡ.
Πλέον βρισκόμαστε σε ένα νέο τηλεοπτικό τοπίο, το οποίο περιλαμβάνει:
- «Ανοιχτή» ΕΡΤ και, μάλιστα, στην αιχμή της τεχνολογίας.
- Άδειες στα κανάλια, με σαφείς υποχρεώσεις.
- Τίμημα για τη χρήση του φάσματος.
- Τηλεόραση για όλους.
Οι αγώνες της κυβέρνησης για τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, παρά τις επιθέσεις που δεχτήκαμε τα τελευταία χρόνια από επιχειρηματικά συμφέροντα και τα κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού, επιτέλους δικαιώνονται. Αν, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από κάτι η επομένη μέρα στο τηλεοπτικό πεδίο, αυτό είναι η νίκη της νομιμότητας».