Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Γενικής Συνέλευσης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος που πραγματοποιήθηκαν στον Βόλο, με την συμμετοχή εκπροσώπων από 59 Επιμελητήρια από ολόκληρη την Ελλάδα.
Στις εργασίες παραβρέθηκε σήμερα και η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, που έκανε λόγο για αντιστροφή του κλίματος στην αγορά.
«Πιστεύουμε ότι το κλίμα στις επιχειρήσεις έχει αρχίσει και αντιστρέφεται. Αυτή την στιγμή υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό που έχει αυξήσει τον τζίρο και τα κέρδη του» είπε η κ. Παπανάτσιου και συμπλήρωσε: «Φιλοδοξούμε το επόμενο διάστημα να γίνει αυτό ακόμη μεγαλύτερο. Εκείνο που μπορούμε να πούμε εμείς είναι ότι θα έχουμε και φέτος υπερπλεονάσματα», τα οποία, σύμφωνα με την υφυπουργό θα δοθούν υπό την μορφή κοινωνικού μερίσματος στους συμπολίτες μας που έχουν ανάγκη ή ανήκουν στις ευάλωτες οικονομικά ομάδες, με αποτέλεσμα σε ένα ποσοστό «τα χρήματα να γυρίσουν στην αγορά κι έτσι να υπάρξει η δυνατότητα ανάκαμψης της αγοράς ενόψει των εορτών».
Όσον αφορά στις επιχειρήσεις, «από το 2020 και μετά στα αντίμετρα θα βλέπουμε μείωση των φορολογικών συντελεστών. Όσο αυξάνεται η φορολογητέα βάση θα μπορούμε να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές. Πιθανόν να το κάνουμε και νωρίτερα» σημείωσε η κ. Παπανάτσιου, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τέλος η υφυπουργός Οικονομικών, αναφορικά με την αξιολόγηση, σημείωσε ότι «δεν έχει κλείσει ακόμη και έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε καμία ανακοίνωση». Για το μέρισμα, «δεν έχουμε καταλήξει που θα το δώσουμε», ενώ για την λοταρία, «είμαστε τελείως έτοιμοι και περιμένουμε τα στοιχεία από τις Τράπεζες».
Από την πλευρά του, ο προέδρος της ΚΕΕΕ, Κωνσταντίνος Μίχαλος επισήμανε στην ομιλία του ότι «αν δεν βελτιωθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη και ανάπτυξη».
Ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι «υπάρχει ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις που κρίνονται αναγκαίες για να ανακάμψει η οικονομία, αφού από το 2010 η χώρα έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να αντιμετωπίσει τα βασικά δομικά προβλήματα της οικονομίας, δηλαδή την χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τον αναποτελεσματικό και δαπανηρό δημόσιο τομέα, το χαώδες ρυθμιστικό περιβάλλον που δημιουργεί η γραφειοκρατία και η διαφθορά, την αδυναμία παραγωγής καινοτομίας, τους περιορισμούς στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σήμερα, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, σε όλους αυτούς τους τομείς η Ελλάδα συνεχίζει να πιάνει πάτο στις διεθνείς κατατάξεις. Και μάλιστα χάνοντας θέσεις τα τελευταία χρόνια, αντί να κερδίζει. Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, φοβήθηκαν τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Κάποιες ξεκίνησαν και στην πορεία σταμάτησαν, κάποιες εφαρμόστηκαν μισές και κάποιες ακόμη σέρνονται, από αξιολόγηση σε αξιολόγηση».
Το αποτέλεσμα είναι, όπως είπε ο κ. Μίχαλος:
«- Να έχει σήμερα η Ελλάδα έναν από τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ.
– Να έχουμε μέσα σε 4 χρόνια πάνω από 80 νόμους, με αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς.
– Να στοιχίζουν οι ετήσιες καθαρές αποδοχές 25.000 χιλιάδων για έναν εργαζόμενο, 43.000 στον εργοδότη.
– Να χρειάζονται μέχρι και 22 δικαιολογητικά για μια μεταβίβαση ακινήτου.
– Να σταματούν επενδύσεις γιατί δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένος και σαφής χωροταξικός σχεδιασμός με κωδικοποίηση των επιτρεπόμενων χρήσεων γης
– Να υστερούμε σε καινοτομία γιατί τα πανεπιστήμια της χώρας παραμένουν δέσμια του κρατικού και κομματικού εναγκαλισμού».