Παρά τις συνεχείς διαπραγματεύσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων με τους τραπεζίτες για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και τα δύο χρόνια εξαντλητικής λιτότητας από τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν ζοφερές, τονίζουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times.
Ο αρθρογράφος επικαλείται τις νέες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα, οι οποίες όπως λέει έχουν διαρρεύσει τις τελευταίες ημέρες στους αξιωματούχους της ΕΕ και είναι πλέον γνωστές και στους ιδιώτες πιστωτές της χώρας.
Σύμφωνα με αυτές ο ρυθμός ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια δεν αφήνει καμία αισιοδοξία για την πορεία των δημοσιονομικών και κατά συνέπεια η προσπάθεια απομείωσης του χρέους μέσω της εξελισσόμενης διαδικασίας «κουρέματος» κινδυνεύει να αποδειχτεί ατελέσφορη.
Όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι ακόμα και με την «επιτυχή» έκβαση των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση του χρέους, το δανειακό βάρος της Ελλάδας το 2020 δεν θα βρίσκεται στο επιθυμητό επίπεδο του 120% αλλά κοντά στο 135%.
Και αυτό διότι «πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ύφεση θα αγγίξει το 5% αυτή τη χρονιά» ενώ και για τα επόμενα χρόνια οι προβλέψεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες. «Η γενική αίσθηση από τους οικονομολόγους της τρόικας είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει πιάσει ακόμα τον πάτο» σημειώνει χαρακτηριστικά η εφημερίδα.
Η παραδοχή αυτή αυξάνει τους φόβους για πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδας το άμεσα. «Χωρίς την επόμενη δόση η χώρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πτωχεύσει όταν θα λήξουν τα επόμενα ομόλογα των 14,4 δισ. ευρώ τον Μάρτιο» αναφέρουν οι New York Times.
Όπως τονίζεται όλοι πίστευαν ότι ο ιδιωτικός τομέας θα αποδεχόταν εθελοντικά το κούρεμα των ομολόγων κατά 50%, όμως η σχετική συμφωνία δεν έχει προς το παρόν επιτευχθεί. Επιπλέον είχε προβλεφθεί ότι η συμφωνία με τους πιστωτές αρκούσε για να περιορίσει το χρέος στο ποσοστό του 120% του ΑΕΠ που θεωρείται βιώσιμο, κάτι που πλέον θεωρείται ουτοπικό.
Όπως καταλήγουν οι New York Times, οι βασικές αιτίες του εκτροχιασμού είναι η αδυναμία περιορισμού του ελλείμματος και της είσπραξης των οφειλών προς το δημόσιο, αλλά και η παρατεταμένη δυσκολία της ελληνικής κυβέρνησης να περάσει τα μέτρα που ζητούν οι Ευρωπαίοι.