Την εκτίμηση ότι τα βαριά μέτρα που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα επιτείνουν πολλαπλασιαστικά την φθορά τόσο στο κυβενητικό επιτελείο όσο και στην κοινωνία υπογραμμίζουν στη Νέα Δημοκρατία μετά την υπερψήφιση του πολυνομοσχεδίου.
Ενδεικτικό είναι και το «τιτίβισμα» του εκπροσώπου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργου Κουμουτσάκου, μετά την διαφοροποίηση της Βασιλικής Κατριβάνου. «Κατριβάνου. Η πρώτη απώλεια μετά τη συνθηκολόγηση…», σχολίασε χαρακτηριστικά μέσω Twitter o κ. Κουμουτσάκος.
Την ίδια ώρα στη Συγγρού χαράσσουν τη στρατηγική τους για την επόμενη μέρα, επιμένοντας όπως τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στην ομιλία του στη Βουλή στο αίτημα για εκλογές. Το γαλάζιο ενδιαφέρον επικεντρώνεται πλέον στη συσπείρωση όλων των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων γύρω από τη Νέα Δημοκρατία, στόχο για τον οποίο υπερθεμάτισε και ο ίδιος ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπογραμμίζοντας πως η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στερούνται εμπιστοσύνης από τους εταίρους και εμφανίζονται ανίκανοι και δίχως πολιτική βούληση να προβούν στις απαιτούμενες τομές στην οικονομία και τη δομή του κρατικού μηχανισμού. «Η χώρα χρειάζεται μία κυβέρνηση που να κάνει μεταρρυθμίσεις. Δεν αναφέρομαι μόνο στη ΝΔ αλλά σε όλες τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του τόπου, διότι το μεταρρυθμιστικό μέτωπο είναι σήμερα πλειοψηφικό, αποτελεί τη μόνη ελπίδα του ελληνικού λαού και θα εκφραστεί πλειοψηφικά από τη ΝΔ» σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης, με κεντρικό σύνθημα την «μεταρρυθμιστική επανάσταση».
Παράλληλα, στη Συγγρού αναμένεται να επικεντρώσουν περαιτέρω στο διαφορετικό μείγμα πολιτικής που ζητά ο πρόεδρος του κόμματος αλλά και στη νέα συμφωνία αλήθειας με την κοινωνία και τους εταίρους ως μέσο διεξόδου από την κρίση και τα μνημόνια. Ως εκ τούτου, στη ΝΔ αναμένεται περαιτέρω εξειδίκευση της εναλλακτικής πρότασης για την πενταετία 2017 – 2021, την οποία κατέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το πολυνομοσχέδιο.
Ο κ.Μητσοτάκης υποστήριξε ότι είναι αδύνατο να επιτευχθούν πλεονάσματα 3,5% για τα επόμενα 15 χρόνια. Εκτίμησε ότι είναι εφικτά μόνο για σύντομες περιόδους, αλλά όχι μακροπρόθεσμα. Πρότεινε συνεπώς να αναθεωρηθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% και εκτίμησε ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για μία νέα συμφωνία με τους εταίρους.
Χαρακτήρισε εφικτή την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης 4% κάθε χρόνο μέχρι το 2021 με αντάλλαγμα τη ρύθμιση του χρέους, «αλλά με ένα νέο μείγμα πολιτικής από αυτό που ψηφίζουμε σήμερα και σίγουρα όχι με τη σημερινή κυβέρνηση», φέρνοντας ως παράδειγμα την Ιρλανδία.