Ανήμερα την 9η Μαΐου, ημέρα της Ευρώπης, η κυβέρνηση καλείται να κάμψει τις αντιστάσεις των δανειστών και να έρθει σε συμφωνία μαζί τους, προκειμένου να σταματήσει εν τη γενέσει τους τυχόν νέα σενάρια… αποχαιρετισμού της. Και μπορεί να ήταν ευχής έργο για την Αθήνα μία αμιγώς ευρωπαϊκή λύση, ωστόσο οι «καραμπόλες» για το ελληνικό χρέος καθιστούν το ΔΝΤ έναν «παίχτη» που δύσκολα θα βρεθεί εκτός του τραπεζιού.
Η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα δεκαήμερο «φωτιά» προκειμένου να μπορέσει να έρθει σε συμφωνία με τους θεσμούς στο Eurogroup στις 9 Μαΐου. Το μεγάλο αγκάθι δεν είναι άλλο από το πακέτο των προληπτικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. ευρώ, τα οποία το ΔΝΤ έχει «σφηνώσει» στις διαπραγματεύσεις, για την περίπτωση που σημειωθούν αποκλίσεις από τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 και 3,5% το 2018.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος απορρίπτει τα σενάρια εκλογών και δημοψηφίσματος που διακινούνται τις τελευταίες ημέρες, φέρεται να είπε σε συνεργάτες του πως η διαπραγμάτευση θα κλείσει με θετικό αποτέλεσμα. «Η θέση της χώρας και οι συμμαχίες της στην Ευρώπη είναι πολύ ισχυρότερες από κάθε άλλη φορά, από τότε που ξεκίνησε η κρίση», φέρεται να εκτίμησε ο Αλέξης Τσίπρας, για να προσθέσει πως «όσοι ονειρεύονται επανάληψη του 2015 είναι βαθιά νυχτωμένοι και τούτες τις μέρες εκτίθενται». Παράλληλα, ο πρωθυπουργός προέβλεψε ότι «σύντομα θα έχουμε θετικές εξελίξεις», σε μία προσπάθεια αποδραματοποίησης της κατάστασης και του κλίματος αβεβαιότητας που καλλιεργείται στην κοινωνία.
Στο κυβερνητικό επιτελείο εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι, χωρίς ωστόσο… πανηγυρισμούς, καθώς γνωρίζουν ότι ο κάβος που έχουν να διαβούν είναι δύσκολος και έχει πολλές «ξέρες», τις οποίες πρέπει να αποφύγουν μέσα σε αυτό το δεκαήμερο. Για αυτό το λόγο και στο Μαξίμου εξετάζουν έναν προς έναν όλους τους ελιγμούς που μπορεί να χρειαστεί να κάνουν, ανάλογα με τα σενάρια που υπάρχουν στο «χάρτη». Μέχρι στιγμής, υπάρχει ικανοποίηση για την τηλεφωνική διπλωματία και τη ρελάνς με το αίτημα για Σύνοδο Κορυφής, η οποίο όπως τονίζουν συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επανέφερε το ακυρωθέν Eurogroup μέσα από έναν παρασκηνιακό οργασμό διαβουλεύσεων με την ενεργοποίηση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και του Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Παρά τον ορισμό ωστόσο της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει πως η απόφαση του Eurogroup θα είναι θετική για τις ελληνικές θέσεις. Και αυτό, διότι παρά τις σοβαρές ενστάσεις ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία) αλλά και τη σθεναρή αντίδραση της Κομισιόν (Γιούνκερ), το Ταμείο δεν εμφανίζεται μέχρι στιγμής διατεθειμένο να κάνει πίσω στις αιτιάσεις του, έχοντας μάλιστα πάρει στο πλευρό του και το Βερολίνο διαμέσου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Το μείζον πρόβλημα για την Αθήνα είναι ότι το Ταμείο ζητά όχι μόνο τον αυτόματο «κόφτη», όπως έχει αντιπροτείνει η ελληνική πλευρά, αλλά συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ύψους 2%, τα οποία θα πρέπει να προέρχονται από τον τομέα των εξόδων (περιστολή δαπανών δηλαδή μειώσεις μισθών και συντάξεων), αλλά και να έχουν οι ίδιοι οι θεσμοί στα χέρια τους τον εν λόγω «κόφτη». Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση ζητά τον τελευταίο λόγο να έχει η Eurostat και όχι οι Θεσμοί.
Πάντως, στον οδικό χάρτη της κυβέρνησης το «τέλος» δεν θέλουν επ’ ουδενί να φτάσει μέχρι έναν νέο δραματικό Ιούλιο, σε μία επανάληψη του 2015. Το σενάριο νέων «Ιουλιανών» βρίσκεται στο μυαλό όλων, καθώς ουδείς μπορεί να πει με ασφάλεια ότι δεν φοβάται το ενδεχόμενο υλοποίησης του σεναρίου Τόμσεν – Βελκουλέσκου, όπως αυτό είχε αποκαλυφθεί από τη διαρροή στα Wilikeaks. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός απορρίπτει τα σενάρια της κάλπης, παρά πόδα μένει το ενδεχόμενο αιτήματος για έκτακτη Σύνοδο Κορυφής αμέσως μετά το Eurogroup, στην περίπτωση που η συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών είναι «ναρκοθετημένη».