«Η Ε.Ε. ανέχθηκε μονομερείς ενέργειες» στο προσφυγικό, ενώ όταν «τον περασμένο χρόνο η Ελλάδα ζητούσε μεγαλύτερη ευελιξία στα οικονομικά ζητήματα προκειμένου να αντιμετωπίσει το προσφυγικό ζήτημα, η Ε.Ε. απαντούσε ότι τα συμφωνημένα πρέπει να τηρούνται και μόνο κοινές αποφάσεις να εφαρμόζονται. Τώρα, με το προσφυγικό ζήτημα, είναι ξαφνικά ανεκτό κάποια κράτη να πετούν τις κοινές αποφάσεις στο κάλαθο των αχρήστων. Αυτή την κατάσταση έχουμε τώρα. Μια Ευρώπη a la carte», επισημαίνει σε συνέντευξή του στη Deutsche Welle, o ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Δημήτρης Παπαδημούλης.
Εν τούτοις, τονίζει ότι «το πρόγραμμα μετεγκατάστασης των προσφύγων πρέπει να εφαρμοστεί, όχι να ακυρωθεί. Η εφαρμογή του πρέπει να επιταχυνθεί» και «τα κράτη-μέλη πρέπει να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα και να συμβάλουν και οικονομικά».
Ως πρώτο και μεγαλύτερο λάθος της Ευρώπης στο προσφυγικό ζήτημα, ο Δημήτρης Παπαδημούλης θεωρεί το γεγονός, ότι η ΕΕ «πιστεύει πως αντιμετωπίζει προσφυγική κρίση όταν με έναν πληθυσμό 500 εκατομμυρίων αδυνατεί να δεχθεί ένα ή ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες», ως δεύτερο «την έλλειψη προετοιμασίας της, τη στιγμή που ο πόλεμος στη Συρία κλιμακωνόταν» και ως τρίτο «ότι η έχει αποτύχει να εφαρμόσει τις αποφάσεις που η ίδια έχει συμφωνήσει».
Στο ερώτημα αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει λάθη στο χειρισμό του προσφυγικού ζητήματος, λέει πως θεωρεί άσκοπο «να προσπαθήσουμε να κρύψουμε τα λάθη και τις παραλείψεις, τις καθυστερήσεις και τις αδυναμίες», ωστόσο «καμία χώρα, ακόμα και εκείνη με την καλύτερη και πιο οργανωμένη διοίκηση, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό που έκανε η Ελλάδα», η οποία «έχει εκπληρώσει τις περισσότερες από τις υποχρεώσεις της, τη στιγμή που η Ευρώπη έχει κάνει πολύ λίγα, ενώ η Τουρκία δεν έχει καν ξεκινήσει να εφαρμόζει τη συμφωνία».
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης θεωρεί ότι η τελευταία συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας «αποτελεί αποτυχία της ΕΕ να διαχειριστεί αποτελεσματικά το προσφυγικό ζήτημα. Η ΕΕ έχει τη λύση στα χέρια της, την εφαρμογή δηλαδή του προγράμματος μετεγκατάστασης και είναι ανίκανη να την εφαρμόσει η ίδια, αναθέτοντας στην Τουρκία τον ρόλο του «εργολάβου», και «αφαιρεί λίγο από το βάρος που πέφτει στους ώμους μας, τη στιγμή δε που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μια παράλληλη κρίση – την οικονομική». Προσθέτει δε πως «εάν δεν υπάρξει κατάλληλος επιμερισμός βαρών εντός ΕΕ, η πίεση θα συνεχίζεται και θα αυξάνεται» για την Ελλάδα.
Σχετικά με την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, σημειώνει πως θα προτιμούσε «η ΕΕ να εφαρμόζει πρώτα τις δικές της αποφάσεις στο προσφυγικό ζήτημα και μετά να διαπραγματεύεται με την Τουρκία από μία ισχυρότερη θέση, αναφορικά με το ζήτημα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Επισημαίνει, επίσης, ότι «στις συμφωνίες ΕΕ – Τουρκίας βασικό μέλημα είναι η καταπολέμηση των δικτύων διακινητών» και «αν η Τουρκία πραγματικά το ήθελε, θα είχε ήδη διαλύσει τα δίκτυα αυτά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ΕΕ πρέπει να πιέσει περισσότερο. Αφήνοντας την κατάσταση ως έχει, η πρόβλεψη «1 προς 1» είναι καταδικασμένη σε αποτυχία» και τονίζει πως «συνολικά το ζήτημα της καταπολέμησης των δικτύων διακινητών είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς εάν αντιμετωπισθεί επιτυχώς, θα μειωθούν οι προσφυγικές ροές και θα σταματήσουν επιτέλους να πνίγονται άνθρωποι στο Αιγαίο».
Χαρακτηρίζει δε ως «μικρό, ενθαρρυντικό στοιχείο» τη μείωση των προσφυγικών ρευμάτων, ωστόσο «θα πρέπει να περιμένουμε πως θα εξελιχθεί» και θα «πρέπει επίσης να δούμε πως θα εξελιχθεί η εφαρμογή της απόφασης από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Ακόμη είναι νωρίς», καταλήγει.