Τη μεγάλη ευθύνη που έχει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, και στην οποία «οφείλει να ανταποκριθεί στην καθοριστική για τη χώρα έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τη Δευτέρα», αναδεικνύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε μακροσκελές άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής.

Στο άρθρο του, με τίτλο «έφτασε η ώρα της αλήθειας για όλους», ο κ. Βενιζέλος αναφέρει: «Εύχομαι και ελπίζω ο Αλέξης Τσίπρας να έχει στο μυαλό του όλες τις επιπτώσεις και να έχει συνείδηση του μεγέθους της ευθύνης του». «Εάν αυτό συμβαίνει, τη Δευτέρα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα καταλήξει σε ομόφωνη θέση, δηλαδή σε συμφωνία που θα αποδεχθεί ο πρωθυπουργός, ο οποίος θα εγγυηθεί στους ομολόγους του την έγκρισή της από τη Βουλή και την εφαρμογή της» επισημαίνει και συμπληρώνει: «Αυτό οφείλει να κάνει ο κ. Τσίπρας, γιατί είναι η μικρότερη δυνατή απόκλιση από τις προεκλογικές υποσχέσεις και την εντολή που έλαβε από τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές».

«Δεν μπορεί να εφαρμόσει το δημαγωγικά θνησιγενές “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης”», σημειώνει ο κ. Βενιζέλος και συνεχίζει: «Δεν μπορεί να φέρει μια συμφωνία καλύτερη από αυτήν που είχε διαπραγματευθεί η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν μπορεί να αποκρύψει τη μεγάλη βλάβη που προκάλεσε το χαμένο πεντάμηνο. Μπορεί όμως να αποτρέψει την καταστροφή του εθνικού κεκτημένου και την καταρράκωση του επιπέδου ζωής όλων των Ελλήνων, ιδίως των πιο αδύναμων, ιδίως αυτών που θα είναι τα πραγματικά θύματα του λόμπυ της δραχμής. Μπορεί και οφείλει να αποτρέψει τον κίνδυνο που ο ίδιος δημιούργησε και με τον όποιον ο ίδιος εν ψυχρώ έπαιξε και δυστυχώς παίζει ακόμη, νομίζοντας ότι μπλοφάρει απέναντι στους Ευρωπαίους ομολόγους του».

Ο κ. Βενιζέλος χαρακτηρίζει βασικό μύθο της κυβερνητικής αφήγησης ότι το κομβικό πρόβλημα της χώρας είναι το υπέρογκο χρέος. Και αντικρούει την επιχειρηματολογία και την κριτική της κυβέρνησης υπογραμμίζοντας: «Για να οικοδομηθεί ο μύθος αυτός έπρεπε να συκοφαντηθεί και να απαξιωθεί η μεγάλη παρέμβαση που έγινε στο χρέος το 2012 με το κούρεμα (PSI) και τη ριζική αναδιάρθρωσή του».

Προσδιορίζει ως προϋπόθεση για μια συμφωνία τα ζητήματα : α) του πρωτογενούς ελλείμματος / πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια και β) της αναβάθμισης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής πραγματικής οικονομίας, και εκτιμά ως θετικό το γεγονός ότι έχει γίνει αποδεκτή η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά όπως σημειώνει θα έχει «νόημα μόνον όταν ενταχθεί σ’ ένα ολοκληρωμένο μακροοικονομικό πλαίσιο που οδηγεί στην έξοδο από το Μνημόνιο».

Ασκεί κριτική στην πρόεδρο της Βουλής για την απόφασή να κηρύξει το χρέος επαχθές, παράνομο και διαγραπτέο, ενώ αναφέρεται και στις διαδικασίες της επόμενης μέρας, λέγοντας ότι εντολή ρήξης δεν έχει δοθεί από τον ελληνικό λαό και κανείς δεν μπορεί να βιάσει τη βούληση του λαού.

«Εφόσον υπάρξει συμφωνία που μπορεί να ενταχθεί σε ένα συνολικό σχέδιο επανόδου της Ελλάδας στην κανονικότητα μιας χώρας-μέλους της ευρωζώνης, εφόσον αυτή την εμφανίσει ενώπιο της Βουλής μια κυβέρνηση που διαθέτει δεδηλωμένη πλειοψηφία και εφόσον ζητηθεί συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για τον χαμένο χρόνο και τα ψέματα που του αλλοίωσαν τη συνείδηση και του συσκότισαν το νου, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις της σύγκλισης στην κοίτη της μόνης εφικτής εθνικής στρατηγικής. Ο καθένας θα εξηγήσει τις ανακολουθίες και τα ψεύδη του» σημείωσε.

«Αν διαρραγεί αυτό το πλαίσιο, αν η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Τσίπρας φανεί κατώτερος των περιστάσεων και οδηγηθεί στη λεγόμενη ρήξη, εγκλωβισμένος στους εσωκομματικούς του συσχετισμούς και στην ψευδαίσθηση μιας πανευρωπαϊκής σύγκρουσης, τους όρους της οποίας δυστυχώς δεν κατανοεί, τότε θα προκύψει επιτακτικά μείζον ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης», υπογραμμίζει ο κ. Βενιζέλος και καταλήγει:«Η περιβόητη ρήξη είναι άλλωστε το προοίμιο μιας συμφωνίας που απλώς θα έρθει καθυστερημένα και ταπεινωτικά, με όρους Βερσαλλιών του 1919 και όχι Λωζάννης του 1923. Με την Ελλάδα να βρίσκεται ως μαύρη τρύπα στο περιθώριο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, επειδή κάποιοι είδαν τον εαυτό τους ως μετενσάρκωση του Μπολιβάρ που ήταν “ωραίος σαν Έλληνας”, αλλά όχι Έλληνας όπως οι πολίτες αυτής της πατρίδας».