Υπερψηφίστηκε επί της αρχής και επί των άρθρων, εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, που αφορά την αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και των ΔΕΚΟ, την εγγυοδοσία 30 δισ. προς τις τράπεζες και την σύσταση γενικής γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας.
Το νομοσχέδιο συνάντησε τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, αλλά και επιφυλάξεις εκ μέρους βουλευτών της συμπολίτευσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρήση της κρατικής εγγυοδοσίας εκ μέρους των τραπεζών – αλλά και το αναμορφωμένο πλαίσιο λειτουργίας του ΟΔΔΗΧ, για το οποίο «σοβαρότατες επιφυλάξεις» διετύπωσε και ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Φλωρίδης.
Το νομοσχέδιο προβλέπει τον διαχωρισμό και απόσχιση των τομέων των παρακαταθηκών και των δανείων στο συγκεκριμένο Ταμείο, με απαγόρευση της επιδότησης του δεύτερου τομέα από τον πρώτο. Αυτό στην πράξη σημαίνει, πως ο εμπορικός κλάδος, ο οποίος χορηγούσε στεγαστικά δάνεια σε δημόσιους υπαλλήλους με πανθομολογούμενα ευνοϊκούς όρους, αναγκαστικά πλέον οφείλει να εισέλθει στην τραπεζική αγορά με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, κατόπιν και σχετικής πίεσης εκ μέρους του Επιτρόπου Ανταγωνισμού της Ε.Ε..
Ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στο Ταμείο, Βασίλης Πέτσας, μετέφερε στην Επιτροπή την εναντίωση του συλλόγου του στην προοπτική της απόσχισης και ζήτησε τουλάχιστον να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων. Στο ίδιο πλαίσιο, ο οργανωτικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ, Οδυσσέας Ντριβαλάς, υποστήριξε πως το Ταμείο μπήκε στο στόχαστρο των εμπορικών τραπεζών πριν από ενάμιση χρόνο, καθώς «εφάρμοσε μια επιθετική πολιτική όσον αφορά τα επιτόκια, με αποτέλεσμα να αυξήσει την ρευστότητά του – ενώ και τα δάνειά του είχαν μηδενικές επισφάλειες, σε αντίθεση με εκείνα των εμπορικών που έφθασαν το 10%». Σημειώνεται πως ο Λεωνίδας Γρηγοράκος (ΠΑΣΟΚ) δήλωσε αλληλέγγυος με τον αγώνα των εργαζομένων στο Ταμείο, σημειώνοντας πως «κάποια πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα».
Με το νομοσχέδιο υλοποιείται και η κυβερνητική απόφαση για εγγυοδοσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με 30 δισ. ευρώ. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Βασίλης Ράπανος, επαίνεσε το μέτρο, υπογραμμίζοντας πως «είναι κρίσιμο για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν την ρευστότητά τους». Άλλωστε, «αν μας δώσετε 30 δισ. τώρα, δεν παίρνουμε 30 δισ. ρευστότητα, καθώς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπάρχει ένα «κούρεμα» περί το 20%. (…) Τα 30 δισ., δεν αφορούν χρήματα φορολογουμένων, αλλά απλώς εγγυήσεις. Το ελληνικό Δημόσιο, δεν δίνει ούτε ένα ευρώ».
Ο κ. Ράπανος, σημείωσε επίσης πως «το 2010, υπήρξε μείωση των καταθέσεων κατά 40 δισ., εκ των οποίων τα 20 δισ. έφυγαν στο εξωτερικό. Η πιστωτική επέκταση ήταν σχεδόν μηδενική. Αυτό σημαίνει, πως όση ρευστότητα κατάφεραν οι τράπεζες να πάρουν μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διοχετεύτηκε στην αγορά». Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι ότι οι Τράπεζες «έχουν κλείσει τις στρόφιγγες»: «Οι στρόφιγγες είναι ανοιχτές, αλλά η δεξαμενή δεν έχει ρευστό».
Από πλευράς του, ο Σταύρος Κούκος, πρόεδρος της ΟΤΟΕ, υπολόγισε πως «από τα 52 δισ ευρώ που έχουν δοθεί έως τώρα, από πλευράς εγγυήσεων στις τράπεζες, μόνο το 14% διατέθηκε για αύξηση των χορηγήσεων. Το υπόλοιπο 86%, πήγε για να αντιμετωπίσει κεφαλαιακά ζητήματα των τραπεζών, καθώς και προβλήματα επισφαλειών».
Ο κ. Κούκος, συμφώνησε με τις πρόσθετες εγγυήσεις των 30 δισ., προκαλώντας την αντίδραση του εισηγητή της ΝΔ, Θανάση Μπούρα, ο οποίος υπενθύμισε τις αντιδράσεις της ΟΤΟΕ στις εγγυοδοσίες της κυβέρνησης της Ν.Δ.. Ωστόσο, ο κ. Κούκος θεώρησε αντιφατικό, από την μία η Τράπεζα της Ελλάδος να προβλέπει αρνητικές εξελίξεις στην πιστωτική επέκταση και από την άλλη, η κυβέρνηση να μιλά για «στήριξη της πραγματικής οικονομίας», και η τρόικα να αξιώνει μείωση του ενεργητικού τους. Γι’ αυτό, ο κος Κούκος πρότεινε να υπάρξει ένα «σύμφωνο ρευστότητας, διοχέτευσης των εγγυήσεων στην πραγματική οικονομία, τουλάχιστον με συγκεκριμένο ποσοστό και να υπάρχει και ουσιαστικός έλεγχος του Επιτρόπου – όπως επίσης και να συνδεθεί η χορηγούμενη ρευστότητα, με τον αναπτυξιακό νόμο».
Για τα υπόλοιπα θέματα που θίγει το νομοσχέδιο, από πλευράς αντιπολίτευσης εκφράστηκαν αιτιάσεις περί κυβερνητικών προθέσεων «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας (με αφορμή την σύσταση σχετικής γενικής γραμματείας στο υπουργείο Οικονομικών), ποδηγέτησης της συνδικαλιστικής έκφρασης στις ΔΕΚΟ μέσω πλειοψηφικού συστήματος στις σχετικές αρχαιρεσίες, και αδιαφάνειας στις νέες επιλογές για την λειτουργία του ΟΔΔΗΧ.
Αντίστοιχα και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Φλωρίδης, εξέφρασε «σοβαρότατες επιφυλάξεις» για την μεταφορά της διαχείρισης των κρατικών διαθεσίμων από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στον γενικό διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.
«Η διαχείριση των κρατικών διαθεσίμων φεύγει από την καλύτερη υπηρεσία του κράτους, που λειτουργούσε με απόλυτη διαφάνεια και πάει στον γενικό διευθυντή του ΟΔΔΗΧ, που είναι στέλεχος που προέρχεται απ’ τον τραπεζικό τομέα και θα επιστρέψει σ’ αυτόν όταν τελειώσει η θητεία του» παρατήρησε ο Γιώργος Φλωρίδης, ζητώντας επιπρόσθετες διευκρινίσεις για να υπερψηφίσει τη διάταξη.
Απαντώντας, ο υφυπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, αντέταξε πως «η συσσωρευμένη διεθνής εμπειρία, θέλει αυτούς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος να διαχειρίζονται και τα διαθέσιμα», πως «ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ δεν αποφασίζει μόνος του, αλλά κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου» και πως «έτσι κι αλλιώς, και το ΓΛΚ κατέθετε τα συγκεκριμένα χρήματα στις τράπεζες».
«Όταν το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι η διαχείριση του χρέους και χρειάζεται πείρα από την λειτουργία του τραπεζικού τομέα, από πού θέλατε να πάρουμε άνθρωπο; Από μοναστήρι;» σχολίασε ο υφυπουργός Οικονομικών.