Στο Μόντρεαλ του Καναδά βρίσκεται ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, και απευθυνόμενος στους Έλληνες της διασποράς ανέφερε: «Είναι μεγάλη μας χαρά που βρισκόμαστε μαζί σας, που βρισκόμαστε με τους συντρόφους και τους φίλους του ΚΚΕ εδώ στον Καναδά. Η συγκέντρωσή μας και η παρουσία σας είναι η απόδειξη ότι το κόμμα μας, οι ιδέες μας έχουν πολύ βαθιές ρίζες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά κυριολεκτικά μέχρι και στην άλλη άκρη του κόσμου και ανθίζουν παντού».
Πρόσθεσε, δε, πως αυτές οι ρίζες και οι δεσμοί «αντέχουν στον χρόνο, περνάνε από γενιά σε γενιά, ενώ δημιουργούνται και καινούριοι δεσμοί, που σφυρηλατούνται στον αγώνα για όσα έχουν ανάγκη οι ομογενείς. Δεν μπορεί το σημερινό σκοτάδι που έχει απλωθεί πάνω από τον πλανήτη, ιδιαίτερα μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές των αρχών της δεκαετίας του ’90, και βασανίζει τους λαούς, να αποτελέσει το μέλλον της ανθρωπότητας. Έχουμε βαθιά αισιοδοξία, που πηγάζει όμως από γνώση και ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, της πορείας και των αντιφάσεων του καπιταλισμού, ότι οι λαοί θα είναι αυτοί που θα πουν την τελευταία λέξη. Ότι το μέλλον της ανθρωπότητας είναι ο νέος κόσμος, ο σοσιαλισμός».
Ανέφερε επιπρόσθετα πως «δεν ερχόμαστε για να συναντήσουμε ούτε τα διάφορα λόμπι ούτε ενώσεις μεγαλοκαπιταλιστών, τους λεγόμενους “επενδυτές“. Ερχόμαστε να συναντήσουμε τους φορείς της διασποράς, εργατικούς συλλόγους, μετανάστες εργάτες και τους απογόνους τους. Αλλά και νέα παιδιά, κυρίως επιστήμονες που έφυγαν από την Ελλάδα την περίοδο της τελευταίας μεγάλης κρίσης και συνεχίζουν να φεύγουν ακόμα».
Αναφερόμενος στη φυγή Ελλήνων στο εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη, επεσήμανε ότι το φαινόμενο δεν είναι καινούριο, ούτε αποκλειστικά ελληνικό. «Σχετίζεται με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού, αφού η ανάπτυξη έχει ως κίνητρο το κέρδος και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επιστημονικά ειδικευμένη εργατική δύναμη, που είναι και αυτή ένα εμπόρευμα στον καπιταλισμό, να παραμένει πολλές φορές αναξιοποίητη, να πετιέται στα ράφια της ανεργίας ή να “πωλείται” πολύ φτηνά».