«…για έναν πραγματικό συγγραφέα κάθε βιβλίο πρέπει να αποτελεί μια νέα αρχή, με την οποία θα προσπαθεί, για ακόμη μια φορά, να επιτύχει κάτι το ανέφικτο. Πρέπει πάντα να προσπαθεί να κάνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ή το οποίο άλλοι προσπάθησαν να κάνουν αλλά απέτυχαν. Τότε, μερικές φορές, και με πολλή τύχη, θα τα καταφέρει».

(Από την ομιλία του για την αποδοχή του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1954)

Ο Ερνεστ Μίλερ Χεμινγκγουέι γεννήθηκε στις οκτώ το πρωί της 21ης Ιουλίου 1899, στο Οουκ Παρκ του Ιλινόι. Σε αυτό το μεγαλοαστικό προάστιο του Σικάγου, το δεύτερο από τα έξι παιδιά του γιατρού Κλάρενς και της καθηγήτριας φωνητικής Γκρέις Χολ Χεμινγκγουέι θα ανατραφεί με τις παραδοσιακές αστικές αμερικανικές αξίες που συνδύαζαν σκληρή εργασία, αποφασιστικότητα, έντονη θρησκευτική πίστη και καλή φυσική κατάσταση. Ο πατέρας του ήταν μάλιστα αυτός που τον μύησε στα μυστικά του ψαρέματος, του κυνηγιού και του μποξ, ασχολίες με τις οποίες παθιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που αποτέλεσαν πολλές φορές σημείο αναφοράς στα έργα του.

Στα δεκαοκτώ του, αφού απορρίφθηκε από τον στρατό λόγω προβλημάτων όρασης, κατατάσσεται ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού. Εγκαταλείποντας τη θέση του στην εφημερίδα «Kansas City Star», σαλπάρει για την Ευρώπη. Εκεί θα τραυματιστεί σοβαρά και θα μεταφερθεί πίσω στις ΗΠΑ, έχοντας παρασημοφορηθεί για τη σωτηρία τραυματισμένων ιταλών στρατιωτών. Το 1921 δέχεται την πρόταση της εφημερίδας «Toronto Star» και μετακομίζει, ως ανταποκριτής της, στο Παρίσι. Εκεί θα συναναστραφεί διανοουμένους και καλλιτέχνες όπως οι Εζρα Πάουντ, Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Γερτρούδη Στάιν, Τζέιμς Τζόις και Πικάσο και θα εκδώσει, μεταξύ άλλων, τα «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» (1926) και «Ανδρες χωρίς γυναίκες» (1927).

Το 1928, λίγο πριν από την αυτοκτονία του πατέρα του, ο Χεμινγκγουέι μετακομίζει στο Κι Γουέστ της Φλόριδας. Τον επόμενο χρόνο θα εκδώσει ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το «Αποχαιρετισμός στα όπλα», ένα μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τις εμπειρίες του κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μεταξύ 1937 και 1938 ταξιδεύει τέσσερις φορές στην Ισπανία για τη δημοσιογραφική κάλυψη του Ισπανικού Εμφυλίου, από τον οποίο εμπνεύστηκε και το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα» (1940). Ζούσε ήδη στην Αβάνα με την τρίτη από τις συνολικά τέσσερις συζύγους του. Είναι η εποχή που η σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του έχει αρχίσει να εκδηλώνεται. Πίνει ακατάπαυστα, διοργανώνει ξέφρενα πάρτι και συχνά παρουσιάζει βίαια ξεσπάσματα στη συμπεριφορά του. Θα συνεχίσει να ζει ακραία ξοδεύοντας τον χρόνο του μεταξύ κυνηγετικών αποστολών στην Αφρική και στο Γουαϊόμινγκ, ψαρέματος στο Κι Γουέστ, στις Μπαχάμες και στην Κούβα και αναζήτησης γερμανικών υποβρυχίων στα ανοιχτά της Φλόριδας με το κατάλληλα εξοπλισμένο σκάφος του «Pilar».

Ολόκληρη η δεκαετία του ’40 υπήρξε ουσιαστικά συγγραφικά άγονη για τον Χεμινγκγουέι. Πολλοί ήταν τότε αυτοί που έσπευσαν να προδικάσουν το τέλος της καριέρας του. Φρόντισε όμως ο ίδιος να τους διαψεύσει με μια δυναμική επιστροφή, το περίφημο «Ο γέρος και η θάλασσα» (1952), για το οποίο μάλιστα την επόμενη χρονιά κέρδισε και το βραβείο Πούλιτζερ. Το 1954 του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, το οποίο όμως δεν μπόρεσε να παραλάβει ο ίδιος εξαιτίας της ήδη φθίνουσας – λόγω των πολλαπλών σοβαρών ατυχημάτων και της διεγνωσμένης κίρρωσης του ήπατος – κατάστασης της υγείας του.

Παρ’ όλα αυτά, μετά την ανάρρωσή του αρχίζει πάλι να ταξιδεύει, με τη μανία κάποιου που δείχνει να αισθάνεται ότι δεν του μένει ακόμη πολύς χρόνος να ζήσει. Αρχίζει να ξεχνά και αποκτά εμμονές. Το 1959 εγκαταλείπει την Κούβα για να εγκατασταθεί στο Κέτσαμ του Αϊνταχο. Οι θεραπείες με ηλεκτροσόκ στις οποίες υποβάλλεται για την αντιμετώπιση της βαριάς κατάθλιψης από την οποία πάσχει, σε συνδυασμό με το αλκοόλ, έχουν καταστήσει τον Ερνεστ Χεμινγκγουέι σκιά του εαυτού του.

Το πρωί μιας Κυριακής, στις 2 Ιουλίου 1961, αυτοπυροβολείται στο κεφάλι με την αγαπημένη του κυνηγετική καραμπίνα.

πηγή: Βήμα