Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη διαβάσαμε πριν λίγες μέρες στο έγκριτο Motomatters.com. Ο ελληνικής καταγωγής Arthur Sissis, μίλησε ανοιχτά και ειλικρινά στον Kent Brockman για τα αίτια της απομάκρυνσής του από τα paddock των GP και την εξαφάνισή του από την ειδησεογραφία μετά το 2014.
Παιδί μεταναστών ο Σίσσης είναι ελληνικής καταγωγής και το κανονικό του όνομα είναι Θανάσης Σίσσης, ίδιο με του παππού του που ζει στην Καβάλα. Ωστόσο το Αθανάσιος ήταν άγνωστο στην Αυστραλία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, οπότε χρησιμοποιεί το «κοντινό» Αρθούρος.
Εικοσιενός ετών σήμερα ο Σίσσης, ήταν ως πριν λίγα χρόνια μια από τις ελπίδες των GP και η μοναδική για την ελληνική σημαία να εμφανιστεί στο επίπεδο αυτό των αγώνων. Σε κάθε ευκαιρία έβαζε την ελληνική σημαία στο κράνος του, καθώς η καρδιά του χτυπά πάντα Ελληνικά.
Έχοντας κάνει μια καταπληκτική πρώτη χρονιά με την Ομάδα ΚΤΜ του Aki Ajo, μόλις πριν 4 χρόνια, στα 17 του, ανέβαινε 3ος στο βάθρο του GP στο Philip Island, της γενέτειράς του του Αυστραλίας, δημιουργώντας ελπίδες για έναν νέο Stoner.
Όμως οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες και σήμερα ο «Αυστραλός», εμφανώς πιο ώριμος, εξηγεί το γιατί.
Βασική και πιο λεβέντικη φράση της συνέντευξης είναι αυτή: «Ήμουν νέος και ανόητος«. Παράτησε τα GP λέει, επειδή απογοητεύτηκε όταν δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα μετά από 2,5 σαιζόν στην Moto3.
«Όταν εγκατέλειψα την Moto3 ήμουν ένας 18χρονος που είχε μόλις απολυθεί από την ομάδα του. Πίστευα πως δεν είχα πλέον καμιά δουλειά στον χώρο και πώς κανείς δεν με γούσταρε».
Ήταν κάτι που δεν είχε αντιμετωπίσει ως τότε στη ζωή του. Μη γνωρίζοντας τι κάνει, είπε μέσα του «χέ…το, θα πάω να τρέξω Speedway».
Ο Σίσσης προέρχεται από το αγωνιστικό περιβάλλον του Speedway της Αυστραλίας, όπως όλοι οι μεγάλοι αναβάτες από την μακρινή ήπειρο.
Οδήγησε για πρώτη φορά σε άσφαλτο όταν έλαβε μέρος στο Rookies Cup! Τα πήγε πολύ καλά. Με βάση την απόδοσή του εκεί, με αρκετές νίκες και τη δεύτερη θέση στην τελική βαθμολογία (έχασε τον τίτλο στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς), μεταπήδησε στην εργοστασιακή ομάδα ΚΤΜ Moto3.
Σαν πρωτάρης τα πήγε επίσης πολύ καλά και μάλιστα στον πρώτο αγώνα της καριέρας του στη Motog3 με τη νέα ομάδα του στο Κατάρ, είχε τερματίσει 7ος.
Η εύκολη επιτυχία, λέει τώρα, ήταν μια παγίδα. Ξεγελάστηκε, πίστεψε πως τα καλά αποτελέσματα θα έρχονταν αμέσως και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, παραβλέποντας ότι είχε ως συναθλητές αναβάτες όπως οι Sandro Cortese, Luis Salom και Miguel Oliveira.
Στα μέσα του 2012, όταν τα αποτελέσματα που περίμενε δεν έρχονταν, οι σχέσεις του με την ομάδα ψυχράνθηκαν. Έφυγε.
Μεταπήδησε στην Mahindra όπου ξανασυνάντησε τον Miguel Oliveira. Στις δοκιμές ήταν γρήγορος, όμως όταν άρχισε η σαιζόν συνάντησε δυσκολίες. Δεν μπόρεσε να προσαρμόσει την οδήγησή του στη μοτοσυκλέτα, όπως ο ισπανός συναθλητής του στην ομάδα.
Περιμένοντας πάλι εύκολα τα αποτελέσματα, απογοητεύτηκε σύντομα. Προτίμησε να τα βροντήξει και να μεταπηδήσει στο βρετανικό Speedway. Τα δύο τελευταία χρόνια αγωνίζεται για τη Sheffield, όμως αρκετά νωρίς αντιλήφθηκε ότι, μολονότι του αρέσει το Speedway, οι αγώνες αυτοί δεν ήταν ο λόγος που εγκατέλειψε την Αυστραλία στα 13 του για να ζήσει σε ένα βαν. Η πραγματική του αγάπη είναι οι αγώνες ταχύτητας.
Έχοντας συνειδητοποιήσει πια αυτή τη μεγάλη αλήθεια, έχει κάνει πλέον στόχο της ζωής του την επιστροφή στις ασφάλτινες πίστες. Στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike βρέθηκε στο Κατάρ, βολιδοσκοπώντας τις πιθανότητες μιας θέσης σε ομάδα του Παγκοσμίου Supersport.
Η μεταστροφή αυτή, αλλά κυρίως η θαρραλέα αναγνώριση των αιτίων που τον οδήγησαν στο περιθώριο, μάς επιτρέπει να κλείσουμε αυτό το άρθρο με ένα θετικό πρόσημο.
«Θα ήθελα να τρέξω στο World Supersport ή και το Βρετανικό Superbike (BSB) γιατί είναι το σημαντικότερο εθνικό πρωτάθλημα στον κόσμο. Οτιδήποτε, αρκεί να οδηγήσω πάλι στην άσφαλτο… Όταν επιστρέφω στην Αυστραλία, προπονούμαι με το 600άρι μου. Το απολαμβάνω περισσότερο από ό,τι με τη Moto3, επειδή έχει περισσότερη δύναμη και είναι πιο μεγάλη μοτοσυκλέτα. Για μένα το πλάνο είναι να επιστρέψω στην άσφαλτο, γιατί αυτό μου λέει η καρδιά μου». Θανάσης Χούντρας