Το 2012 ήταν μία από τις χειρότερες χρονιές για την ελευθερία του Τύπου παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων (CPJ).
Εβδομήντα δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν εν ώρα εργασίας και οι μισοί από αυτούς έπεσαν θύματα δολοφονίας. Άλλοι 232 φυλακίσθηκαν (από το 2011), αριθμός ρεκόρ από το 1990 που ξεκίνησε η Επιτροπή να καταγράφει το φαινόμενο.
Ο Ρομπ Μαχόνεϊ, αναπληρωτής διευθυντής της CPJ, είπε ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν εργάζονταν ως freelancers κι αναζητούσαν πληροφορίες για πολιτικά θέματα τοπικού ενδιαφέροντος ή θέματα διαφθοράς χωρίς να έχουν την στήριξη μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών.
Σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα, δεν διενεργήθηκε έρευνα για τις συνθήκες θανάτου των δημοσιογράφων.
Η κατάσταση αυτή «στέλνει ένα φοβερό μήνυμα στην δημοσιογραφική κοινότητα, αν ένα από τα μέλη της σκοτώνεται και δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή από την ατιμωρησία για τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους – ερευνητές, ειδικά στις απολυταρχικές χώρες», είπε ο ίδιος.
Οι περισσότεροι προμελετημένοι φόνοι καταγράφηκαν στη Σομαλία – όπου δεν δικάστηκε ούτε μία τέτοια υπόθεση – στο Πακιστάν και στη Βραζιλία, παρότι έχει δημοκρατικό καθεστώς.
«Πρόκειται για μία χώρα που θα φιλοξενήσει τους Αγώνες για το Παγκόσμιο Κύπελο και τους Ολυμπιακούς, είναι μία σημαντική χώρα και δεν θα έπρεπε να σκοτώνονται δημοσιογράφοι για τα ρεπορτάζ τους σε μία χώρα όπως η Βραζιλία», επισήμανε ο Ρομπ Μαχόνεϊ.
Άλλες δημοκρατικές χώρες όπου η CPJ διαπίστωσε ότι η ελευθερία του Τύπου όλο και περιορίζεται, είναι η Νότια Αφρική, η Ιταλία και η Ουγγαρία -οι δύο τελευταίες, μάλιστα, είναι μέλη της ΕΕ.
Όπως είπε ο Μαχόνεϊ, στις λειτουργικές δημοκρατίες οι δημοσιογράφοι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις και να φυλακίζονται για τα όσα γράφουν, αλλά αγωγές εις βάρος τους για συκοφαντική δυσφήμιση, που θα διευθετούνται στα αστικά δικαστήρια.