Είναι ανθρώπινο ίδιον… η χαιρέκακη αντίληψη των πραγμάτων. «Ο θάνατός μου η ζωή σου», άλλωστε, έχει γίνει σύνθημα στα χείλη πολλών. Η πνευματική ζωή, εν προκειμένω. Ας σταματήσει το αναμάσημα… του τραγικού θανάτου ενός ανθρώπου που δε μάσαγε τα λόγια του! Καλύτερα να ποζάρουν στο Playboy, όλοι αυτοί του «μέσου όρου» που ταύτισαν τον όρο ανωνυμία… εξ ορισμού με τη συκοφαντία. Διαβάστε τι έγραψε ο Ανδρέας Πετρουλάκης:
«Στον χώρο των μπλόγκερς, μεταξύ άλλων, διοχετεύθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι των επιγόνων αυτής της σχολής (της παλιάς δημοσιογραφίας-διάβασε παρακάτω). Και όταν συναντώνται όλα αυτά της τα χαρίσματα με την ανωνυμία, το μίγμα γίνεται εκρηκτικό. Δεν είναι η ανωνυμία αφ’ εαυτής το πρόβλημα. Κομμάτια γνώμης με συγκρότηση και επιχειρήματα έχουν την δυνατότητα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των επισκεπτών σε βάθος χρόνου, έστω και με ψευδώνυμο. Ειδήσεις και αποκαλύψεις της λεγόμενης ερευνητικής δημοσιογραφίας όμως, χωρίς υπογραφή, θα έχουν πάντα την αξία φλυαρίας του καφενείου με το επιπρόσθετο κακό ότι ακούγονται από τα μεγάφωνα στην πλατεία και άρα μπορούν να γίνουν επικίνδυνες. Οι δε ανώνυμες προσωπικές επιθέσεις θα είναι πάντα χυδαίες, άνανδρες και φασιστικές. Γιατί και αυτοί οι νέοι σταρ, όπως και οι πρώτοι διδάξαντες, απευθύνονται σε έναν διαδυκτιακό μέσο όρο που στην ερώτηση “γιατί συκοφαντείς ανώνυμα;” ικανοποιείται χαιρέκακα με την απάντηση “εσύ γιατί πόζαρες στο Play Boy;”.
Νωρίτερα στο άρθρο του ο Ανδρέας Πετρουλάκης γράφει χαρακτηριστικά, για τους δημοσιογράφους της παλιάς σχολής:
«Tο να μην παίρνεις στα σοβαρά τις πληκτικές δηλώσεις των πολιτικών μπορεί να ήταν και λυτρωτικό τη εποχή εκείνη, που πάλι βιώναμε έκπτωση της πολιτικής. Το κακό είναι ότι συχνά δεν έπαιρναν στα σοβαρά και έννοιες όπως επιχειρήματα, διασταύρωση ειδήσεων, σεβασμός της προσωπικότητας, περιφρούρηση του ιδιωτικού χώρου, δημοσιογραφική δεοντολογία. ΄Ηταν η εποχή που στην ζωή μας εισέβαλε βίαια (αυτονομιμοποιημένη) η κρυφή κάμερα, οι ιστορίες κρεβατοκάμαρας, τα κτυπήματα κάτω από τη ζώνη, ο κιτρινισμός, ο διασυρμός ως αυτοσκοπός, οι μισές αλήθειες και τα μισά υπονοούμενα καθώς και μία αφόρητη ηθικολογία που σαν κακόηχη μουσική υπόκρουση ερχόταν να στηρίξει την αναγκαιότητα των αποκαλύψεων στην λογική “τα παιδιά μας κινδυνεύουν από αυτόν τον σάτυρο που κοιτάτε τι κάνει στο κρεβάτι του”. Το κωμικό ήταν ότι αυτός ο συντηρητισμός, με φανατισμό Ευαγγελιστών του Αμερικανικού Νότου, συνυπήρχε με έναν έντονο σεξισμό και συστηματική ανάδειξη του μοντέλου- γλάστρα σε πολιτικοκοινωνικό σχολιαστή. Για κάποιο λόγο ο χώρος αυτό διαποτιζόταν και από γερές δόσεις εθνικισμού.
Και όλα αυτά χωρίς καθόλου να έχουν πείσει ότι έχουν απαλλαγεί από τις κακοδαιμονίες τμήματος της παλιάς δημοσιογραφίας-το αντίθετο. Οι σκοτεινές σχέσεις με επιχειρηματίες και πολιτικούς καλά κρατούν και εδώ, έστω κι αν είναι πιο έξυπνα κρυμμένες- υπήρξαν κραυγαλέα ύποπτες για συναλλαγές και εκβιασμούς περιπτώσεις που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Συνηθέστερα από τον πόλεμο μεταξύ τους».