Ο Τζιν Χάκμαν, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μέσα στο σπίτι του μαζί με τη σύζυγό του, ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός από την ηλικία των 10 ετών, αλλά μερικοί πίστευαν ότι σπαταλούσε τον χρόνο του.
Οι συμμαθητές του στο Pasadena Playhouse στην Καλιφόρνια, όπου σπούδαζε υποκριτική όταν ήταν 20 χρονών, θεωρούσαν ότι ήταν «απιθανό να πετύχει».
Δεδομένου ότι εκείνη τη χρονιά μοιράστηκε το βραβείο με τον διά βίου φίλο του, Ντάστιν Χόφμαν, οι σκεπτικιστές δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει μεγαλύτερο λάθος.
Ο Χάκμαν, ένας από τους καλύτερους και πιο ευέλικτους ηθοποιούς της γενιάς του, αρνήθηκε να ακολουθήσει την εύκολη πορεία στο Χόλιγουντ, αρνούμενος να ταυτιστεί με έναν μόνο τύπο ρόλων.
Αυτό του απέφερε πλούτο, καθώς ο ηθοποιός έπαιξε τόσο ήρωες, όσο και κακούς σε δράματα, θρίλερ, ταινίες δράσης και κωμωδίες κατά τη διάρκεια μιας καριέρας 40 ετών, στην οποία παραδέχτηκε ότι εξαιτίας της εργασίας του, η οποία κατέληξε σε εθισμό, πλήρωσε το τίμημα για την οικογένειά του.
Κέρδισε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του ως σκληροτράχηλος ντετέκτιβ Jimmy «Popeye» Doyle στην ταινία «The French Connection» και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου ως σκληρός σερίφης «Little» Bill Daggett στο «Unforgiven».
Επιπλέον, κατάφερε να υποδυθεί τον εκκεντρικό πατριάρχη στην κωμωδία του 2001 «The Royal Tenenbaums» (για τον οποίο κέρδισε Χρυσή Σφαίρα), αλλά και να υπερτονίσει τη βλακεία του ως Lex Luthor στις ταινίες Superman.
Στην ώριμη ηλικία, έγραψε θρίλερ και είχε το χάρισμα ενός συγγραφέα να αναγνωρίζει εξαιρετικά σενάρια.
Το «The French Connection» και μια άλλη κλασική ταινία του Χάκμαν, το «The Conversation» του Francis Ford Coppola, στην οποία υποδύθηκε έναν ηθικά διχασμένο ειδικό παρακολούθησης (την οποία θεωρούσε ως την καλύτερη δουλειά του), έχουν αναγνωριστεί ως μερικά από τα καλύτερα θρίλερ που έγιναν ποτέ.
Το ίδιο ισχύει και για το «Unforgiven» στον τομέα των γουέστερν.
Η καριέρα του μετρά περισσότερες από 70 ταινίες, αν και ήταν ένας εφιάλτης να συνεργαστείς μαζί του.
Όπως αναφέρει η Daily Mail, η υπερβολική του εγωπάθεια, ο θυμός του και οι καβγάδες του με σκηνοθέτες τού έδωσαν το παρατσούκλι «Βεζούβιος».
Ισχυρίστηκε ότι είχε «προβλήματα με τις οδηγίες, επειδή πάντα είχα προβλήματα με την εξουσία».
Ωστόσο, το τεράστιο ταλέντο του έκανε τους σκηνοθέτες να ανέχονται την αγένειά του.
Ο βρετανός σκηνοθέτης, Άλαν Πάρκερ, δήλωσε: «Κάθε σκηνοθέτης έχει μια λίστα με ηθοποιούς που θα ήθελε να συνεργαστεί και είμαι βέβαιος ότι ο Τζιν είναι σε όλες αυτές».
Ως πολύπλοκος άνθρωπος, ο πεισματάρης Χάκμαν, πρώην πεζοναύτης των ΗΠΑ, ήταν παράξενα ευαίσθητος στις σκηνές βίας, αλλά λάτρευε τον πραγματικό καβγά.
Ο Ντάστιν Χόφμαν θυμήθηκε πως μια φορά του ανακοίνωσε «πρέπει να φύγω» και εξαφανίστηκε σε ένα μπαρ γιατί «έπρεπε να μπλέξει σε έναν καβγά».
Ο Χάκμαν εξακολουθούσε να μπλέκεται σε καβγάδες στα εβδομήντα του. Το 2001 ξεκίνησε έναν καβγά με δύο άντρες για ένα μικρό ατύχημα στη Δυτικό Χόλιγουντ.
«Με έσπρωξε και τον χτύπησα», θυμάται ο ηθοποιός. «Είχαμε έναν άσχημο καβγά στο έδαφος. Ήρθαν οι αστυνομικοί… Εγώ έριξα μερικές καλές γροθιές. Ο τύπος με είχε πιάσει από τον λαιμό. Αυτό είναι το άσχημο κομμάτι. Όταν είσαι κάτω στο έδαφος και σχεδόν 72 χρονών».
Παρά ταύτα, ο Χάκμαν δεν πίστευε ότι οι ήρεμοι και προσαρμοστικοί άνθρωποι είναι πάντα οι καλύτεροι ηθοποιοί.
Η οικογενειακή τραγωδία

Η ενστικτώδης επαναστατικότητά του, όπως είπε σε μια σπάνια συνέντευξη το 1994, γεννήθηκε σε μια τραυματική και δυστυχισμένη παιδική ηλικία, στην οποία ο πατέρας του, που ήταν αυστηρός και βίαιος, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ήταν 13 και η αλκοολική μητέρα του πέθανε σε μια πυρκαγιά το 1962, αφού αποκοιμήθηκε κρατώντας ένα αναμμένο τσιγάρο.
Ο ηθοποιός, ο οποίος είχε πει ότι συχνά εκμεταλλεύτηκε τον πρώιμο πόνο στη ζωή του για την υποκριτική, παρατήρησε με ειρωνεία πως «οι δυσλειτουργικές οικογένειες έχουν γεννήσει αρκετούς πολύ καλούς ηθοποιούς».
Γεννημένος το 1930 στο San Bernardino της Καλιφόρνια, ο Χάκμαν και ο αδελφός του Ρίτσαρντ μετακινούνταν συνεχώς, καθώς η οικογένεια ταξίδευε σε όλη την Αμερική κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, πριν εγκατασταθούν στο Ντάνβιλ του Ιλινόις, με τη βρετανικής καταγωγής γιαγιά του.
Ως παιδί, απόλαυσε τις επισκέψεις στον κινηματογράφο με τη μητέρα του, η οποία αγαπούσε τις ταινίες.
Μετά από μία τέτοια έξοδο, του είπε ότι θα ήθελε να δει το πρόσωπό του να εμφανίζεται κάποτε στη μεγάλη οθόνη, αν και δεν πρόλαβε να το ζήσει.
Ο Χάκμαν και ο πατέρας του περνούσαν τα Σάββατα μαζί, μέχρι την ημέρα που αυτός αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια.
Ο 13χρονος δεν είχε ιδέα προηγουμένως ότι θα συμβεί. «Εκείνη τη μέρα πέρασε από μπροστά μου και μου έκανε νόημα κι εγώ κατάλαβα από εκείνο το νόημα ότι δεν θα ξαναγυρίσει», είχε δηλώσει. «Εκείνο το νόημα ήταν σαν να έλεγε: “Εντάξει, όλα δικά σου. Είσαι μόνος σου, μικρέ”».
Ως νεαρός μπλεκόταν συχνά σε μπελάδες και κάποτε πέρασε μια νύχτα στη φυλακή, επειδή έκλεψε γλυκά και αναψυκτικά.
Άφησε το σχολείο μετά από έναν καβγά με τον προπονητή του στο μπέιζμπολ και λέγοντας ψέματα για την ηλικία του, μπήκε στους αμερικανούς πεζοναύτες σε ηλικία 16 ετών «ψάχνοντας για περιπέτεια».
Στη συνέχεια, υπηρέτησε για τέσσερα χρόνια στην Κίνα και την Ιαπωνία ως ραδιοτηλεγραφητής.
Η αδυναμία του να παραμένει ήρεμος τον έβαλε σε νέους μπελάδες, με αποτέλεσμα, αφού προήχθη σε λοχία, να χάσει γρήγορα τον βαθμό του.
Απολύθηκε το 1952 μετά από έναν ατύχημα στον δρόμο, και το 1954 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 22 ετών.
Ο Χάκμαν εργάστηκε σε πολλές δουλειές χωρίς προοπτικές, συμπεριλαμβανομένων αυτών του υπαλλήλου σε κατάστημα, του οδηγού φορτηγού και του μεταφορέα επίπλων, καθώς δεν ήταν πρόθυμος να αφοσιωθεί στη μελέτη της τέχνης της υποκριτικής.