Συνηθίζουμε να λέμε πως το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα πριν από τον θάνατό του αποδεικνύεται προφητικό για το βιολογικό του τέλος. Αναπόφευκτος πειρασμός, που μπορεί να επαληθεύεται τόσο από γεγονότα της ζωής του συγγραφέα όσο και από τα δρώμενα του βιβλίου του.
Συμβαίνει το ίδιο άραγε με το μυθιστόρημα Πολ Όστερ (1947-2024) «Μπαουμγκάρτνερ», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μεταίχμιο σε πολύ καλή μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη;
Ναι, το βιβλίο μιλάει συνεχώς για τον θάνατο και για το πένθος – είναι σαν να παρακολουθεί τη ζωντανή πραγματικότητα από την οπτική γωνία μας τελεσίδικης πράξης ή ενός συντελεσμένου συμβάντος. Παρόλα, αυτά ο κεντρικός –και απολύτως μοναχικός- μυθιστορηματικός ήρωας, ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ, που έχει ξεπεράσει τα εβδομήντα του χρόνια (όπως κι ο Όστερ προτού πεθάνει) δεν θρηνεί για τον πιθανό δικό του θάνατο, αλλά για τον θάνατο της γυναίκας του με την οποία είχαν μοιραστεί τα καλύτερα χρόνια του βίου τους.
Μια σκηνή κατά την πορεία της αφήγησης, λέει τα πάντα για τον δεσμό τους. Ο Σάι, όπως κι ο Όστερ, δεν πιστεύει σε θεούς και σε μεταφυσική, δεν ελπίζει στο υπερπέραν, δεν προσδοκά καμία σωτηρία και καμία λύτρωση. Όταν, παρόλα αυτά, ο Σάι βλέπει τη σύζυγό του σε ένα υποβλητικό όνειρο, νιώθει προς στιγμήν πως έχει ζωντανέψει ξανά μπροστά του, πως έχει βρεθεί πάλι δίπλα του για τον αγγίξει και για να κουβεντιάσουν. Φυσικά, κάτι τέτοιο διαρκεί ελάχιστα, πλην η δεξιοτεχνία του Όστερ (ο οποίος δεν δείχνει να πολυνοιάζεται στο κύκνειο άσμα του για προχωρημένες τεχνοτροπίες και για αφηγηματικά τεχνάσματα) μεταμορφώνει τη σκηνή σε εικόνα με υψηλό συγκινησιακό φορτίο, ικανό να αποκαλύψει το πραγματικό νόημα του μυθιστορήματος.
Ο αφηγητής του Όστερ θέλει πρωτίστως να πλάσει τον πρωταγωνιστή σαν τον δίδυμο εαυτό της γυναίκας του και τανάπαλιν. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, ξέρει πως το ζήτημα δεν είναι ο θάνατος των άλλων ή ο δικός μας θάνατος μα το μέγεθος της μοναξιάς, η οποία καταλαμβάνει τους παλαιότερους χώρους συμβίωσης, στεγνώνοντας τους τοίχους και αφαιρώντας και την ύστατη στάλα συναισθηματικής υγρασίας η οποία έχει ίσως απομείνει στο στρώμα τους. Το ζητούμενο πλέον δεν έχει να κάνει με το τι προκάλεσε ο θάνατος ή με το ποια ακριβώς όψη θα πάρει στην καινούργια του εμφάνιση, αλλά με το πώς θα εξακολουθήσει τη δύσκολη πορεία της η μοναξιά. Γιατί ακόμα κι όταν ο Σάι επενδύει στον σχεδιασμό της έκδοσης των ποιημάτων της συμβίας του, της Άννας, ακόμα κι όταν δημιουργεί περιστασιακούς ή μόνιμους δεσμούς με άλλες γυναίκες, ακόμα κι όταν η έρευνα και το γράψιμο (είναι πανεπιστημιακός και ερευνητής) τρέφουν την καθημερινότητά του, το κενό δεν λιγοστεύει. Τι απομένει τότε; Τι άλλο από το να λειτουργήσουν η μνήμη και ο απολογισμός. Κι αν δεν σώσουν, τουλάχιστον θα διατηρήσουν ένα κλίμα συνέχειας και παράτασης.
Ξεκινώντας αυτήν την καινούργια διαδρομή, ο Μπαουμγκάρτνερ θα ανακαλέσει τα παιδικά χρόνια και τους γονείς του, τη νιότη του, μαζί και της Άννας, τις μετακινήσεις και για τα ταξίδια τους – ψηφία που απεικονίζουν τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ζωή στις ΗΠΑ, με συχνές παρένθετες ιστορίες, λιγότερο ή περισσότερο συνδεδεμένες με τον βασικό μυθιστορηματικό κορμό. Με επιμονή σε εξαντλητικές λεπτομέρειες που καθυστερούν ηθελημένα τη μετάβαση σε επόμενο πλάνο, με δοκιμιακές παρενθέσεις για τον θάνατο και για τη φιλοσοφική του θεμελίωση, με πλήθος μυθιστορηματικές συμπτώσεις, που υπενθυμίζουν τη χρόνια πίστη του συγγραφέα στο απρόβλεπτο, στο τυχαίο και εντέλει σε ένα είδος μηδενισμού, με γόνιμα επεξεργασμένους χαρακτήρες, ο Όστιν δεν θα απορρίψει εν κατακλείδι τον φόβο του θανάτου, αλλά και δεν θα απορρίψει το ακούραστο καλωσόρισμα της ζωής, όποτε κι αν προκύψει με οιαδήποτε αφορμή κι αν γεννηθεί.
Πηγή: ΑΠΕ