Η κατάθλιψη (κλινική κατάθλιψη ή μείζων καταθλιπτική διαταραχή) εκτιμάται πως επηρεάζει μεταξύ 200 και 300 εκατ. ανθρώπους παγκοσμίως.
Μπορεί να φαίνεται και να βιώνεται διαφορετικά από κάθε άτομο και πολλοί άνθρωποι μπορεί να μην εξωτερικεύουν καν κάποια σημάδια, ωστόσο υπάρχουν αρκετά κοινά συμπτώματα, όπως βαθιά θλίψη / λύπη, κατήφεια, απελπισία και κενότητα.
Αναλυτικότερα, τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι:
- Συναισθηματική κατάπτωση και απογοήτευση: Άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη μπορεί να αισθάνονται θλίψη και ανίκανα να αισθανθούν χαρά ή ευχαρίστηση.
- Απώλεια ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης σε δραστηριότητες που παλιότερα απολάμβαναν, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δραστηριοτήτων, των χόμπι ή της δουλειάς.
- Διαταραχές ύπνου: Αυξημένος ύπνος ή αντίστροφα, δυσκολία στον ύπνο ή ακόμα και αϋπνία μπορεί να είναι κάποια από τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
- Αυξημένη κόπωση και εξάντληση, ακόμα και μετά από σχετικά απλές καθημερινές δραστηριότητες.
- Διαταραχές και αυξομειώσεις στην όρεξη και στο βάρος.
- Δυσκολία συγκέντρωσης ή αποφασιστικότητας στη λήψη αποφάσεων ή στην εκτέλεση καθημερινών καθηκόντων.
Κάποια βασικά γεγονότα για την κατάθλιψη
Η κατανόηση της κατάθλιψης μπορεί να σας βοηθήσει να αντιμετωπίσετε ή να υποστηρίξετε ένα αγαπημένο σας πρόσωπο που ζει με την πάθηση. Ακολουθούν μερικά γεγονότα για την κατάθλιψη:
- Η κατάθλιψη είναι κοινή σε όλο τον κόσμο και ο αριθμός των ασθενών αυξάνεται σταθερά τον τελευταίο καιρό.
- Διαφορετικοί άνθρωποι εμφανίζουν διαφορετικά συμπτώματα: Ενώ η εμπειρία διαφέρει για κάθε άτομο, όπως προαναφέρθηκε ορισμένα συμπτώματα μπορεί να είναι κοινά.
- Η κατάθλιψη εμφανίζεται σε διαφορετικές εντάσεις. Μπορεί να είναι ήπια, μέτρια ή σοβαρή και μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα και με τις ικανότητες αντιμετώπισης και τους πόρους.
- Η κατάθλιψη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο θανάτου. Σε σοβαρές και μη θεραπευτικές περιπτώσεις, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αυτοκτονία.
- Βιολογικοί και ψυχολογικοί παράγοντες, αλλά και κοινωνικοί, συμβάλλουν στην εμφάνιση της κατάθλιψης.
- Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις για την κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένης της ψυχοθεραπείας και της φαρμακευτικής αγωγής. Η συνδυασμένη θεραπεία μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική για ορισμένους ανθρώπους.
Η κατάθλιψη σε αριθμούς
Η κατάθλιψη επηρεάζει από 200 έως 300 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε. Ωστόσο άνθρωποι που έχουν ζήσει κακοποίηση, σοβαρές απώλειες ή άλλα στρεσογόνα γεγονότα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν την ψυχική διαταραχή.
Σύμφωνα με τελευταία έρευνα για τον ΠΟΥ το 2023, το ποσοστό ανθρώπων με διαγνωσμένη κατάθλιψη στην Ελλάδα ανέρχεται στο 5,7%, ένα από τα υψηλότερα διεθνώς. Σύμφωνα επίσης με μια έκθεση του 2023 από την έναρξη της πανδημίας, τα ποσοστά κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά 25% παγκοσμίως.
Συνολικά εκτιμάται πως το 3,8% του πληθυσμού παγκοσμίως εμφανίζει κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένου του 5% των ενηλίκων (4% στους άνδρες και 6% στις γυναίκες) και στο 5,7% των ενηλίκων άνω των 60 ετών. Και ενδεχομένως πρόκειται για υποεκτιμώμενα ποσοστά, καθώς αναφερόμαστε μόνο στις διαγνωσμένες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, η ψυχική υγεία δεν βρίσκεται στις προτεραιότητες και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καν πρόσβαση σε σχετικές δομές.
Η κατάθλιψη είναι περίπου 50% πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Παγκοσμίως, περισσότερο από το 10% των εγκύων γυναικών και των γυναικών που μόλις γέννησαν εμφανίζουν κατάθλιψη. Η κατάθλιψη επηρεάζει επίσης τα παιδιά: Επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 3% των παιδιών κάτω των 13 ετών και το 5,6% των εφήβων πάσχουν από κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, αλλά…
Αν και η κατάθλιψη μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, όπως προαναφέρθηκε, είναι πιο συχνή σε ορισμένους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, το φύλο και η εθνικότητα δεν αποτελούν παράγοντες κινδύνου, αλλά τα άτομα σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες είναι πιο επιρρεπή στην κατάθλιψη λόγω εξωτερικών συνθηκών όπως οι διακρίσεις, η προκατάληψη και οι πολιτισμικοί κανόνες γύρω από την ψυχική υγεία, όπως επισημαίνεται στο Verywellhealth.
Για παράδειγμα, οι νέοι LGBTQ επηρεάζονται δυσανάλογα από την κατάθλιψη. Έρευνα του 2022 από το The Trevor Project (μία οργάνωση για την πρόληψη της αυτοκτονίας LGBTQ νέων) διαπίστωσε ότι το 58% των νέων LGBTQ εμφάνισαν συμπτώματα κατάθλιψης και το 45% είχε σκεφτεί σοβαρά την αυτοκτονία τον τελευταίο χρόνο.
Αιτίες κατάθλιψης και παράγοντες κινδύνου
Διάφοροι παράγοντες κινδύνου μπορεί να οδηγήσουν σε κατάθλιψη. Αναλυτικότερα:
Γενετικοί παράγοντες: Η κατάθλιψη φαίνεται να έχει ποσοστό κληρονομικότητας, να οφείλεται δηλαδή σε γενετικά στοιχεία, περίπου 38%.
Άλλες ψυχικές ασθένειες: Οι πιο συχνές ψυχικές ασθένειες που συνδέονται και με την εμφάνιση κατάθλιψης είναι η διπολική διαταραχή και το άγχος. Η σχέση των συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών είναι αμφίδρομη.
Στρεσογόνα γεγονότα ζωής: Η εμπειρία ενός τραυματικού γεγονότος, είτε στην παιδική ηλικία είτε σε παρόντα χρόνο, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μπορεί να συμβάλει στην κατάθλιψη.
Επίπεδο εισοδήματος: Στατιστικά, τα ποσοστά κατάθλιψης αυξάνονται καθώς μειώνεται το επίπεδο οικογενειακού εισοδήματος. Όσοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης.
Κοινωνικοί παράγοντες: Η κοινωνική απομόνωση, η έλλειψη υποστήριξης από τους φίλους ή την οικογένεια, και η κοινωνική στοχοποίηση – στιγματισμός μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο κατάθλιψης.
Θεραπεία της κατάθλιψης
Η συνδρομή των ειδικών για τους ασθενείς με κατάθλιψη είναι απαραίτητη. Σήμερα, υπάρχουν αρκετές δυνατότητες τόσο φαρμακευτικής αγωγής όσο και μέθοδοι ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης ή και συνδυασμοί τους προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην αντιμετώπισή της.
Ο θεράπων ιατρός, νευρολόγος ή ψυχίατρος, θα χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία αντικαταθλιπτικών φαρμάκων συνυπολογίζοντας όλα τα συμπτώματα και τις συνυπάρχουσες ασθένειες. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο ο ασθενής να τηρεί χωρίς παρεκκλίσεις τη θεραπεία, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής.
Εφόσον επιτευχθεί η ύφεση των συμπτωμάτων, θα πρέπει να εδραιωθεί, αλλά και να αποφευχθεί μια επανεμφάνιση, μέσω μιας θεραπείας συντήρησης. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της υποτροπής, καθώς επίσης και να χρησιμοποιηθεί συνδυαστικά με τη φαρμακευτική θεραπεία.